-
Notifications
You must be signed in to change notification settings - Fork 5
/
Copy pathXenophon - Phillipotts.txt
825 lines (418 loc) · 266 KB
/
Xenophon - Phillipotts.txt
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
100
101
102
103
104
105
106
107
108
109
110
111
112
113
114
115
116
117
118
119
120
121
122
123
124
125
126
127
128
129
130
131
132
133
134
135
136
137
138
139
140
141
142
143
144
145
146
147
148
149
150
151
152
153
154
155
156
157
158
159
160
161
162
163
164
165
166
167
168
169
170
171
172
173
174
175
176
177
178
179
180
181
182
183
184
185
186
187
188
189
190
191
192
193
194
195
196
197
198
199
200
201
202
203
204
205
206
207
208
209
210
211
212
213
214
215
216
217
218
219
220
221
222
223
224
225
226
227
228
229
230
231
232
233
234
235
236
237
238
239
240
241
242
243
244
245
246
247
248
249
250
251
252
253
254
255
256
257
258
259
260
261
262
263
264
265
266
267
268
269
270
271
272
273
274
275
276
277
278
279
280
281
282
283
284
285
286
287
288
289
290
291
292
293
294
295
296
297
298
299
300
301
302
303
304
305
306
307
308
309
310
311
312
313
314
315
316
317
318
319
320
321
322
323
324
325
326
327
328
329
330
331
332
333
334
335
336
337
338
339
340
341
342
343
344
345
346
347
348
349
350
351
352
353
354
355
356
357
358
359
360
361
362
363
364
365
366
367
368
369
370
371
372
373
374
375
376
377
378
379
380
381
382
383
384
385
386
387
388
389
390
391
392
393
394
395
396
397
398
399
400
401
402
403
404
405
406
407
408
409
410
411
412
413
414
415
416
417
418
419
420
421
422
423
424
425
426
427
428
429
430
431
432
433
434
435
436
437
438
439
440
441
442
443
444
445
446
447
448
449
450
451
452
453
454
455
456
457
458
459
460
461
462
463
464
465
466
467
468
469
470
471
472
473
474
475
476
477
478
479
480
481
482
483
484
485
486
487
488
489
490
491
492
493
494
495
496
497
498
499
500
501
502
503
504
505
506
507
508
509
510
511
512
513
514
515
516
517
518
519
520
521
522
523
524
525
526
527
528
529
530
531
532
533
534
535
536
537
538
539
540
541
542
543
544
545
546
547
548
549
550
551
552
553
554
555
556
557
558
559
560
561
562
563
564
565
566
567
568
569
570
571
572
573
574
575
576
577
578
579
580
581
582
583
584
585
586
587
588
589
590
591
592
593
594
595
596
597
598
599
600
601
602
603
604
605
606
607
608
609
610
611
612
613
614
615
616
617
618
619
620
621
622
623
624
625
626
627
628
629
630
631
632
633
634
635
636
637
638
639
640
641
642
643
644
645
646
647
648
649
650
651
652
653
654
655
656
657
658
659
660
661
662
663
664
665
666
667
668
669
670
671
672
673
674
675
676
677
678
679
680
681
682
683
684
685
686
687
688
689
690
691
692
693
694
695
696
697
698
699
700
701
702
703
704
705
706
707
708
709
710
711
712
713
714
715
716
717
718
719
720
721
722
723
724
725
726
727
728
729
730
731
732
733
734
735
736
737
738
739
740
741
742
743
744
745
746
747
748
749
750
751
752
753
754
755
756
757
758
759
760
761
762
763
764
765
766
767
768
769
770
771
772
773
774
775
776
777
778
779
780
781
782
783
784
785
786
787
788
789
790
791
792
793
794
795
796
797
798
799
800
801
802
803
804
805
806
807
808
809
810
811
812
813
814
815
816
817
818
819
820
821
822
823
824
825
\documentclass[14pt]{book}
\usepackage[a4paper,left=0.5cm,right=0.5cm,top=0.8cm,bottom=0.5cm,footskip=0.1cm,headsep=0.2cm]{geometry}
\usepackage{titlesec}
\usepackage{polyglossia}
\usepackage{fontspec}
%\defaultfontfeatures{Ligatures=TeX}
\setmainlanguage{brazil}
\usepackage{hyperref}
%\usepackage{longtable}
\usepackage{textcomp}
\usepackage{expex}
\usepackage{epltxfn}
\setmainfont{KadmosU}
\usepackage{covington}
\makeatletter
\usepackage{url}
\pagenumbering{Roman}
\lingset{glhangstyle=none, everyglb=\footnotesize, everyglft=\small}
%\twoacc[\u|\={a}]
\begin{document}
{\Large Chapter I}
1. [1 - 11]
Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο, καὶ πρεσβύτερος μέν ἐστιν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος. Δαρεῖος δὲ ἀσθενῶν, καὶ ἤδη μέλλων θανεῖν, βούλεται ἀμφοτέρω τὸ παῖδε παρεῖναι. ὁ μὲν οὖν πρεσβύτερος πάρεστι. Δαρεῖος δὲ κελεύει τὸν Κῦρον ἀναβαίνειν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς ἐστὶ σατράπης. ὁ δ’ οὖν Κῦρος ἀναβαίνει, ἔχων τριακοσίους ὁπλίτας τῶν Ἑλλήνων. ἀναβαίνων δὲ λαμβάνει Τισσαφέρνην σὺν ἑαυτῷ ὡς φίλον. ἀναβὰς δὲ ὁ Κῦρος ἔτι ἐστὶν ἐν τοῖς ¬βασιλείοις, ὅτε ὁ μὲν Δαρεῖος τελευτᾷ Ἀρταξέρξης δὲ γίγνεται βασιλεύς.
2. [12 - 25]
Ἔπειτα Τισσαφέρνης διαβάλλει τὸν Κῦρον, φάσκων τῷ Ἀρταξέρξῃ ὅτι ὁ Κῦρος ἐπιβουλεύει αὐτῷ. ὁ δὲ ’Ἀρταξέρξης πείθεταί τε καὶ συλλαμβάνει Κῦρον· καὶ βούλεται μὲν ἀποκτεῖναι αὐτὸν,ἡ δὲ μήτηρ ἑξαιτησαμένη αὐτὸν ἄποπέμπει πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχήν. ὁ δὲ Κῦρος ἀπέρχεται, καὶ ἤδη μισεῖ τὸν ἀδελφὸν, καὶ βουλεύεται ὅπως βασιλεύσει ἀντ’ ἐκείνου. καὶ Παρύσατίς τε ἡ μήτηρ φιλεῖ τὸν Κῦρον μᾶλλον ἢ τὸν βασιλεύοντα Ἀρταξέρξην· καὶ ὁ Κῦρος αὐτὸς χαρίζεται τοῖς Πέρσαις, ὅσοι ἀφικνοῦνται παρὰ βασιλέως πρὸς αὐτὸν, ὥστε καὶ οὗτοι γίγνονται μᾶλλον ἑαυτῷ φίλοι ἢ βασιλεῖ. χαρίζεται δὲ καὶ τοῖς βαρβάροις τοῖς παρ’ ἑαυτῷ, ἵνα ὦσιν εὖνον· καὶ ἐπιμελεῖται αὐτῶν, ἵνα ἔχωσιν ἐμπειρίαν τοῦ πολεμεῖν· καὶ ἀθροίζει στρατιώτας τῶν Ἑλλήνων λάθρα, ὅπως λάβῃ βασιλέα ἀπαράσκευου.
3. [26 - 36]
Συλλέγει δὲ στράτευμα ἐν Χερρονήσῳ ὧδε. Κλέαρχός ἐστι φυγᾶς Λακεδαιμόνιος· ὁ δὲ Κῦρος, γενόμενος φίλος τούτῳ τῷ Κλεάρχῳ, παρέχει αὐτῷ πολλὰ χρήματα. ὁ δὲ λαβὼν τὰ χρήματα συλλέγει στράτευμα, καὶ συλλέξας πολεμεῖ τοῖς Θρᾳξὶ βοηθῶν ταῖς πόλεσι τῶν Ἑλλήνων. αὗται δὲ αἱ πόλεις παρέχουσιν αὐτῷ χρήματα εἰς τὴν τροφῆν τῶν στρατιωτῶν. τοῦτο δὲ τὸ στράτευμα τρέφεται τῷ Κύρῳ λάθρα. ἔπειτα ὁ Κῦρος κελεύει Πρόξενον τὸν Βοιώτιον καὶ ἄλλους συλλέγειν στρατιώτας, φάσκων ὅτι βούλεται στρατεύεσθαι εἰς Πισίδας· οὗτοι γὰρ πολεμοῦσιν τῇ ἑαυτοῦ χώρᾳ. καὶ οὗτοι ποιοῦσιν οὕτως.
4. [37 - 47]
Κῦρος δὲ ἤδη βουλόμενος ἀναβαίνειν ἀθροίζει τό τε βαρβαρικὸν καὶ τὸ Ἑλληνικὸν στράτευμα. καὶ κελεύει τόν τε Κλέαρχον καὶ τοὺς ἄλλους, λαβόντας τὰ ἑαυτῶν στρατεύματα, παρεῖναι αὐτῷ εἰς Σάρδεις. οὗτοι οὖν ἀφικνοῦνται. Τισσαφέρνης δὲ ἀκούσας ταῦτα, καὶ φοβούμενος τὸ πλῆθος τῆς παρασκευῆς, πορεύεται πρὸς βασιλέα ταχὺ, ἔχων πεντακοσίους ἱππέας. καὶ βασιλεὺς μὲν δὴ, ἀκούσας παρὰ Τισσαφέρνους ὅτι ὁ Κῦρος ἀναβαίνει, καὶ αὐτὸς ἀντιπαρασκευάζεται. Κῦρος δὲ ἔχων τοῦτο τὸ στράτευμα ἀναβαίνει ἀπὸ Σάρδεων, καὶ ἐξελαύνει διὰ τῆς Λυδίας ἐπὶ τὸν Μαίανδρον ποταμόν.
5. [48 - 62]
Τούτου δὲ τοῦ ποταμοῦ τὸ εὖρός ἐστι δύο πλέθρα· γέφυρα δὲ ἔπεστι τῷ ποταμῷ ἐζευγμένη πλοίοις ἑπτά. καὶ διαβὰς τὸν ποταμὸν ἑξελαύνει διὰ Φρυγίας είς Κολοσσάς. καὶ ἐνταῦθα μένει ἡμέρας ἑπτά· καὶ Μένων ὁ Θετταλὸς πάρεστιν, ἔχων χιλίους ὁπλίτας καὶ πεντακοσίους πελταστάς. ἐντεῦθεν ὁ Κῦρος ἐξελαύνει εἰς Κελαινὰς, πόλιν τῆς Φρυγίας. ἐνταῦθα ἐστι βασίλεια Κύρῳ καὶ παράδεισος μέγας πλήρης ἀγρίων θηρίων, ἃ αὐτὸς θηρεύει ἀπὸ ἵππου, ὅταν βούληται γυμνάσαι ἑαυτόν τε καὶ τοὺς ἵππους. ἐνταῦθα Κῦρος μένει τριάκοντα ἡμέρας· καὶ Κλέαρχος ὁ Λακεδαιμόνιος φυγὰς πάρεστιν, ἔχων ὁπλίτας χιλίους καὶ πελταστὰς καὶ τοξότας. καὶ ἐνταῦθα Κῦρος ποιεῖ ἐξέτασιν καὶ ἀριθμὸν τῶν Ἑλλήνων ἐν τῷ παραδείσῳ. καὶ γίγνονται ὁπλῖται μὲν μύριοι καὶ χίλιοι, πελτασταὶ δὲ δισχίλιοι.
6. [63 - 73]
Ἐντεῦθεν ἑξελαύνει εἰς Καΰστρου πέδιον, καὶ μένει ἡμέρας πέντε· καὶ ἐνταῦθα Ἐπύαξα ἡ γυνὴ τοῦ Κιλίκων βασιλέως ἀφικνεῖται παρὰ Κῦρον· καὶ δίδωσι Κύρῳ χρήματα πολλά. ἐντεῦθεν ἐξελαύνει εἰς Τυριαῖον. καὶ ἐνταῦθα ἡ Κίλισσα δεῖται Κύρου ἐπιδεῖξαι τὸ στράτευμα αὐτῇ· ὁ δὲ αὖθις ποιεῖται ἐξέτασιν τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων ἐν τῷ πεδίῳ. κελεύει δὲ τοὺς Ἕλληνας ταχθῆναι οὕτως, ὡς εἰώθασι τάττεσθαι ἐἰς μάχην. τάττονται οὖν ἐπὶ τεττάρων· καὶ Μένων μὲν ἔχει τὸ δέξιον κέρας, Κλέαρχος δὲ τὸ εὐώνυμον, οἱ δ’ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔχουσι τὸ μέσον.
7. [74 - 84]
Ὁ δὲ Κῦρος θεωρεῖ πρῶτον μὲν τοὺς βαρβάρους· οἱ δὲ παρελαύνουσι τεταγμένοι κατὰ τάξεις· εἶτα δὲ θεωρεῖ τοὺς Ἕλληνας, αὐτὸς παρελαύνων ἐφ’ ἅρματος, καὶ ἡ Κίλισσα ἐφ’ ἁρμαμάξης. πάντες δὲ ἔχουσι κρανῆ χαλκᾶ καὶ χιτῶνας φοινικίους καὶ κνημῖδας καὶ τὰς ἀσπίδας ἐκκεκαλυμμένας. παρελαύνει δὲ πάντας, ἔπειτα δὲ στήσας τὸ ἅρμα πρὸ τῆς φάλαγγος, πέμπει τὸν ἑρμηνέα παρὰ τοὺς στρατηγοὺς τῶν Ἑλλήνων. καὶ κελεύει αὐτοὺς προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ὅλην τὴν φάλαγγα ἐπιέναι. οἱ δὲ λέγουσι ταῦτα τοῖς στρατιώταις· καὶ ἤδη ἡ σάλπιγξ σημαίνει, οἱ δὲ προβαλλόμενοι τὰ ὅπλα ἐπέρχονται.
8. [85 - 94]
Ἐκ δὲ τούτου οἱ στρατιῶται, προιόντες θᾶσσον σὺν κραυγῇ, χωροῦσι δρόμῳ ἐπὶ τὰς σκηνάς· πολὺς δὲ φόβος γίγνεται τοῖς βαρβάροις. καὶ ἥ τε Κίλισσα φεύγει ἐκ τῆς ἁρμαμάξης, καὶ οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς φεύγουσι καταλιπόντες τὰ ὤνια· οἱ δὲ Ἕλληνες σὺν γέλωτι ἔρχονται ἐπὶ τὰς σκηνάς. ἡ δὲ Κίλισσα ἰδοῦσα τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν τάξιν τοῦ στρατεύματος θαυμάζει. Κῦρος δὲ ἥδεται ἰδὼν τοὺς Ἕλληνας οὕτω ῥᾳδίως φοβῆσαι τοὺς βαρβάρους. Ἐντεῦθεν ἐξελαύνει σταθμοὺς πολλοὺς εἰς Ταρσοὺς τῇς Κιλικίας, καὶ μένει ἡμέρας εἴκοσιν.
9. [95 - 101]
Ἐνταῦθα οἱ στρατιῶται οὐκ ἐθέλουσιν ἰέναι πρόσω· ἤδη γὰρ νομίζουσι τὸν στόλον εἶναι ἐπὶ βασιλέα. πρῶτος δὲ Κλέαρχος βιάζεται τοὺς ἑαυτοῦ στρατιώτας ἰέναι· οἱ δὲ βάλλουσιν αὐτὸν λίθοις, ὥστε οὐ δύναται προιέναι. ὁ δ’ οὖν Κλέαρχος συνάγει τοὺς ἑαυτοῦ στρατιώτας· καὶ πρῶτον μὲν δακρύει πολὺν χρόνον· οἱ δὲ ὁρῶντες θαυμάζουσί τε καὶ σιωπῶσι. εἶτα δὲ λέγει τοιάδε·
10. [102 - 112]
“ Ἀνδρες στρατιῶται, μὴ θαυμάζετε ὅτι ἄχθομαι ἐπὶ τοῖς παροῦσι πράγμασι. Κῦρος γὰρ ἐγένετο ξένος ἐμοὶ, καὶ ἐτίμησέ με φεύγοντα ἐκ τῆς πατρίδος, καὶ ἔδωκέ μοι πολλὰ χρήματα. ἐγὼ δὲ λαβὼν ταῦτα ἐδαπάνων οὐκ εἰς ἐμαυτὸν ἀλλ’ εἰς ὑμᾶς. καὶ πρῶτον μὲν ἐπολέμησα πρὸς τοὺς Θρᾷκας, καὶ ὠφέλουν τοὺς Ἕλληνας μεθ’ ὑμῶν. ἐπειδὴ δὲ Κῦρος ἐκάλει με, τότε λαβὼν ὑμᾶς ἐπορευόμην, ἵνα ὠφελοίην αὐτὸν ἀντὶ τῶν πρὸς ἐμὲ εὐεργεσιῶν. ἐπεὶ δὲ ὑμεῖς νῦν οὐ βούλεσθε συμπορεύεσθαί μοι, ἀνάγκη μοί ἑστιν ἢ προδόντι ὑμᾶς χρῆσθαι τῇ Κύρου φιλίᾳ, ἢ προδόντι αὐτὸν ἀπιέναι μεθ’ ὑμῶν.”
11. [113 - 123]
“ Eἰ μὲν δὴ δίκαια ποιήσω, οὐκ οἶδα· ἀμφοῖν δὲ φίλοιν ὄντων, αἱρήσομαι οὐ Κῦρον ἀλλ’ ὑμᾶς· καὶ, ἐπεὶ ὑμεῖς οὐ θέλετε ἕπεσθαι ἐμοὶ, ἐγὼ ἕψομαι σὺν ὑμῖν. νομίζω γὰρ ὑμᾶς εἶναί μοι καὶ πατρίδα καὶ φίλους, καὶ συμμάχους· καὶ σὺν ὑμῖν μὲν οἴομαι ἂν εἶναι τίμιος, ὅπου ἂν ὦ· ἄνευ δὲ ὑμῶν οὐκ ἂ δυναίμην οὔτε ὠφελῆσαι φίλον, οὔτε ἀλέξασθαι ἐχθρόν. ἴστε οὖν ἐμὲ ἰόντα, ὅποι ἂν καὶ ὑμεῖς ἴητε.” ταῦτα εἶπεν· οἱ δὲ στρατιῶται ἀκούσαντες ταῦτα ἐπῄνεσαν αὐτόν· παρὰ δὲ Ξενίου καὶ Πασίωνος πλείους ἢ δισχίλιοι λαβόντες τὰ ὅπλα ἐστρατοπεδεύσαντο παρὰ Κλεάρχῳ.
12. [124 - 135]
Ἐνταῦθα Κῦρος μετεπέμπετο τὸν Κλέαρχον· ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν ἰέναι, πέμπων δὲ αὐτῷ ἄγγελον ἔλεγε θαρρεῖν περὶ τούτων· ἐκέλευε δὲ τὸν Κῦρον μεταπέμπεσθαι αὐτὸν δεύτερον· Κύρου δὲ μεταπεμψαμένου, πάλιν οὐκ ἤθελεν ἰέναι. μετὰ δὲ ταῦτα συναγαγὼν τοὺς στρατιώτας ἔλεξε τοιάδε· “ Νῦν οὖν, ἄνδρες στρατιῶται, οὔτε ἡμεῖς ἔτι ἐσμὲν στρατιῶται τοῦ Κύρου, οὔτε ἐκεῖνος ἔτι μισθοδότης ἐστὶν ἡμῖν. ὅτι δὲ νομίζει ἑαυτὸν ἀδικεῖσθαι ὑφ’ ἡμῶν εὖ οῖδα· ὥστε οὔκ ἐθέλω ἐλθεῖν παρ’ αὐτὸν, καίπερ μεταπεμπόμενόν με. αἰσχύνομαί τε γὰρ ὅτι ἔψευσμαι αὐτὸν, καὶ δέδοικα μὴ διὰ τοῦτο ἐπιθῇ μοι δίκην, ὅτι νομίζει ἠδικῆσθαι ὑπ’ ἐμοῦ.
13. [136 - 146]
Ἐμοὶ οἶν δοκεῖ οὐκ εἶναι καιρὸν ἡμῖν καθεύδειν. ἀλλὰ βουλεύεσθαι ὅ τι χρὴ ποιεῖν ἤδη. καὶ ἕως τε μένομεν ἐνθάδε, δεῖ ἡμᾶς σκέψασθαι ὅπως ἀσφαλέστατα μένωμεν· καὶ εἰ ἤδη δοκεῖ ἡμῖν ἀπιέναι, δεῖ βουλεύεσθαι ὅπως ἀσφαλέστατα ἀπίωμεν, καὶ ὅπως ἔχωμεν τὰ ἐπιτήδεια· ἄνευ γὰρ τούτων οὔτε στρατηγὸς οὔτε ἰδιώτης ἄξιός ἐστιν οὐδενός. ὁ δὲ Κῦρος χρήσιμος μέν ἐστι φίλος τούτοις, οἶς ἂν φίλος ᾖ, χαλεπώτατος δὲ ἐχθρὸς, οἷς ἂν ἐχθρὸς ᾖ· ἔχει γὰρ δύναμιν καὶ πεζὴν καὶ ἱππικὴν καὶ ναυτικὴν, ἥν πάντες ἡμεῖς ὁρῶμέν τε καὶ ἐπιστάμεθα· ὥστε καιρός ἐστι λέγειν ὅ τι τις νομίζει ἄριστον εἶναι.”
14. [147 - 157]
Μετὰ ταῦτα συμβουλευσάμενοι πέμπουσιν ἄνδρας σὺν Κλεάρχῳ, οἳ ἠρώτων Κῦρον ὅ τι βούλοιτο ποιεῖν. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· “ Ἀκούω Ἀβροκόμαν, ἐχθρὸν ἄνδρα, εἶναι ἐπὶ τῷ Εὐφράτῃ ποταμῷ· βούλομαι οὖν ἐλθεῖν πρὸς τοῦτον· καὶ ἐὰν μὲν ᾖ ἐκεῖ, τιμωρησόμεθα αὐτὸν, ἐὰν δὲ φεύγῃ, ἡμεῖς ἐκεῖ βουλευσόμεθα τί χρὴ ποιεῖν ἐκ τούτων.” καὶ οἱ μὲν πεμφθέντες ἀναγγέλλσυσι ταῦτα τοῖς στρατιώταις· οἱ δὲ ὑπώπτευον μὲν ὅτι ὁ Κῦρος ἄγοι αὐτοὺς πρὸς βασιλέα, ὅμως δὲ ἐδόκει ἔπεσθαι αὐτῷ. ,ἀλλ’ οὐδὲ ἐνταῦθα ὁ Κῦρος φανερῶς εἶπεν ὅτι ἄγοι τὸ στράτευμα ἐπὶ βασιλέα.
15. [158 - 168]
Ἐντεῦθεν ἐξελαύνει εἰς Ἴσσους ἐσχάτην πόλιν τῆς Κιλικίας· καὶ ἐνταῦθα ἑξήκοντα νῆες ἐκ Πελοποννήσου παρῆσαν Κυρῷ. παρῆν δὲ καὶ Χειρίσοφος Λακεδαιμόνιος ἐπὶ τῶν νεῶν, ἔχων ἑπτακοσίους ὁπλίτας. αἱ δὲ νῆες ὥρμουν παρὰ τὴν Κύρου σκηνήν. Ἀβροκόμας δὲ, ἐπεὶ ἤκουσε Κῦρον ὄντα ἐν Κιλικίᾳ, ἀναστρέψας ἐκ Φοινίκης ἀπήλαυνε παρὰ βασιλέα· εἶχε δὲ, ὡς ἐλέγετο, τριάκοντα μυριάδας. ἐντεῦθεν Κῦρος ἐξελαύνει διὰ Συρίας εἰς Μυρίανδρον, πόλιν οἰκουμένην ὑπὸ Φοινίκων ἐπὶ τῇ θαλάττῃ· καὶ ἐνταῦθα Ξενίας ὁ Ἀρκὰς, στρατηγὸς, καὶ Πασίων ὁ Μεγαρεὺς ἐμβάντες εἰς πλοῖον ἀπέπλευσαν.
16. [169 - 179]
Ἐπεὶ δὲ ᾤχοντο, πάντες ἔλεγον ὅτι Κῦρος διώξοι αὐτοὺς τριήρεσι. ὁ δὲ συγοκαλέσας τοὺς στρατηγοὺς εἶπεν· “ Ξενίας καὶ Πασίων ἄπολελοίπασιν ἡμᾶς. ἀλλ’ οὐκ ἀποδεδράκασιν (οῖδα γὰρ ὅπῃ οἴχονται), οὐδὲ ἀποπεφεύγασιν (ἔχω γὰρ τριήρεις, ὥστε δύνασθαι ἑλεῖν τὸ ἐκείνων πλοῖον). ἀλλ’ οὐκ ἔγωγε διώξω αὐτοὺς, οὐδὲ κακῶς ποιήσω τοὺς φίλους, οἳ ἂν βούλωνται ἀπιέναι. ἀλλὰ ἴτωσαν οἱ ἄνθρωποι, εἰδότες ὅτι κακίους εἰσὶ περὶ ἡμᾶς, ἢ ἡμεῖς ἐσμεν περὶ ἐκείνους. " καὶ ὁ μὲν Κῦρος εἶπε ταῦτα· οἱ δὲ Ἕλληνες, ἀκούοντες τὴν Κύρου ἀρετὴν, συνεπορεύοντο αὐτῷ προθυμότερον ἐκ τούτου.
17. [180 - 189]
Μετὰ ταῦτα Κῦρος ἐξελαύνει ἐπὶ τὸν Εὐφράτην ποταμόν· καὶ ἐνταῦθα μεταπεμψάμενος τοὺς στρατηγοὺς τῶν Ἑλλήνων ἔλεγεν ὅτι ἡ ὁδὸς ἔσοιτο πρὸς βασιλέα μέγαν εἰς Βαβυλῶνα· καὶ ἐκέλευσεν αὐτοὺς λέγειν ταῦτα τοῖς στρατιώταις, καὶ πείθειν αὐτοὺς ἕπεσθαι. οἱ δὲ στρατιῶται ἐχαλέπαινον τοῖς στρατηγοῖς καὶ οὐκ ἤθελον ἰέναι, εἰ μὴ Κῦρος δοίη αὐτοῖς πλείω χρήματα. οἱ δὲ στρατηγοὶ ἀπήγγελλον ταῦτα Κύρῳ· ὁ δ’ ὑπέσχετο δοῦναι. οἱ μὲν δὴ πλεῖστοι τῶν Ἑλλήνων οὕτως ἐπείσθησαν.
18. [190 - 200]
Διαβάντες δὲ τὸν Εὐφράτην ποταμὸν πορεύονται διὰ τῆς Ἀραβίας. ἐν τούτῳ δὲ τῷ τόπῳ ἡ γῆ ἦν πεδίον ἅπαν ὁμαλὸν, ὥσπερ θάλαττα· δένδρον δὲ οὐδὲν ἦν. θηρία δὲ ἦν παντοῖα· πλεῖστοι μὲν ὄνοι ἄγριοι, πολλοὶ δὲ στρουθοὶ οἱ μεγάλοι· ἦσαν δὲ καὶ ὠτίδες καὶ δορκάδες. οἱ δὲ ἱππεῖς πολλάκις ἐδίωκον ταῦτα τὰ θηρία. καὶ οἱμὲν ὄνοι, ἐπεί τις διώκοι αὐτοὺς, προδραμόντες ἕστασαν· ἔτρεχον γὰρ πολὺ θᾶττον τῶν ἵππων· καὶ πάλιν, ἐπεὶ οἱ ἵπποι πλησιάζοιεν, ἐποίουν ταὐτόν· καὶ οὐ ῥᾴδιον ἦν λαβεῖν τοὺς ὄνους. τὰ δὲ κρέα τῶν ἁλισκομένων ὄνων ὅμοια ἦν τοῖς ἐλαφείοις κρέασι, ἁπαλώτερα δέ.
19. [201 - 210]
Στρουθὸν δὲ οὐδεὶς ἔλαβεν· οἱ δὲ ἱππεῖς ταχὺ ἐπαύοντο διώκοντες. οἱ γὰρ στρουθοὶ ἐξέφευγον πρόσω, χρώμενοι τοῖς μὲν ποσὶ πρὸς τὸ δραμεῖν, ταῖς δὲ πτέρυξιν αἰρομέναις, ὥσπερ ἱστίοις. τὰς δὲ ὠτίδας δυνατὸν ἦν λαμβάνειν, εἴ τις ταχὺ ἀνισταίη αὐτάς· πέτονται γὰρ βραχὺ, ὥσπερ πέρδικες, καὶ ταχὺν ἀποκάμνουσι φεύγουσαι. τὰ δὲ κρέα αὐτῶν ἥδιστα ἦν. καὶ ἐν ταύτῃ τῇ ἐρήμῳ πολλὰ τῶν ὑποζυγίων ἀπώλετο ὑπὸ λιμοῦ· οὐ γὰρ ἦν χόρτος· καὶ ὁ σῖτος ἐπέλιπεν αὐτὸ τὸ στράτευμα, καὶ οὐκ ἐδύναντο πρίασθαι.
20. [211 - 224]
Πολλάκις δὲ ὁ Κῦρος ἤλαυνε τοὺς σταθμοὺς πάνυ μακροὺς, ὄποτε βούλοιτο ἀφικέσθαι ἢ πρὸς ὕδωρ ἢ πρὸς χιλόν. καὶ δή ποτε αἱ ἁμαξαι οὐκ ἐδύναντο προχωρεῖν διὰ τὴν στενοχωρίαν τε καὶ τὸν πηλόν. ὁ οῦν Κῦρος ἐπιστὰς σὺν τοῖς περὶ αὐτὸν ἀρίστοις ἐκέλευσε τοὺς ἑαυτοῦ στρατιώτας συνεκβιβάζειν τὰς ἁμάξας. ἐπεὶ δὲ ἐδόκουν αὐτῷ σχολαίως ποιεῖν τοῦτο, ἐκέλευσε τοὺς κρατίστους τῶν Περσῶν συνεπισπεῦσαι τὰς ἁμάξας. ἔνθα δὴ ἴδοι ἄν τις μέρος τι τῆς εὐταξίας αὐτῶν· ῥίψαντες γὰρ τὰς πορφυρᾶς χλαμύδας ἔσπευδον δραμόντες κατὰ τοῦ λόφου, οὗ ἔτυχον ἑστηκότες. εἶχον δὲ καὶ πολυτελεῖς χιτῶνας καὶ ποικίλας ἀναξυρίδας· ἔνιοι δὲ εἶχον καὶ στρεπτοὺς περὶ τοῖς τραχήλοις καὶ ψέλια περὶ ταῖς χερσίν· ὅμως δὲ σὺν τούτοις εἰσπηδήσαντες εἰς τὸν πηλὸν ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας.
21. [225 - 235]
Ἐντεῦθεν πορευομένοις αὐτοῖς ἴχνια ἵππων ἐφαίνετο καὶ κόπρος· ὁ δὲ στίβος εἰκάζετο εἶναι ὡς δισχιλίων ἵππων. οὗτοι προιόντες ἔκαιον καὶ χιλὸν καὶ τὰ ἄλλα ἐν τῇ χώρᾳ χρήσιμα. Ὀρόντης δὲ ἀνὴρ Πέρσης, συγγενὴς ὢν βασιλεῖ, ἐπιβουλεύει Κύρῳ· οὗτος δὲ εἶπεν ὅτι, εἰ Κῦρος δοίη αὐτῷ ἱππέας χιλίους, κωλύσειεν ἂν τοὺς τῶν πολεμίων ἱππέας τοῦ καίειν τὸν χιλόν. ταῦτα δὲ ἐδόκει τῷ Κύρῳ εἶναι ὠφέλιμα, καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν λαμβάνειν μέρος παρ’ ἑκάστου τῶν ἡγεμόνων. ὁ δὲ Ὀρόντης γράφει ἐπιστολὴν παρὰ βασιλέα, λέγων ὅτι ἥξοι ἔχων πολλοὺς ἱππέας.
22. [236 - 246]
Ταύτην τὴν ἐπιστολὴν δίδωσι πιστῷ ἀνδρὶ, ὡς ᾤετο. ὁ δὲ λαβὼν δίδωσι Κύρῳ. ὁ δὲ Κῦρος ἀναγνοὺς τὴν ἐπιστολὴν συλλαμβάνει Ὀρόντην, καὶ συγκαλεῖ εἰς τὴν ἑαυτοῦ σκηνὴν ἐπτὰ. τοὺς ἀρίστους τῶν Περσῶν. καὶ ἐκέλευσε τοὺς τῶν Ἑλλήνων στρατηγοὺς ἀγαγεῖν ὁπλίτας, τούτους δὲ ἐκέλευσε θέσθαι τὰ ὅπλα περὶ τὴν ἑαυτοῦ σκηνήν. οἱ δὲ ἐποίησαν ταῦτα, ἀγαγόντες ὡς τρισχιλίους ὁπλίτας. παρεκάλεσε δὲ καὶ Κλέαρχον σύμβουλον· ὁ δὲ, ἐπεὶ ἐξῆλθεν, ἐξήγγειλε τοῖς φίλοις τὴν κρίσιν τοῦ Ὀρόντου, ὡς ἐγένετο. ἔφη δὲ Κῦρον ἄρχειν τοῦ λόγου ὧδε·
23. [247 - 260]
“ Παρεκάλεσα ὑμᾶς, ἄνδρες φίλοι, ὅπως βουλευόμενος σὺν ὑμῖν πράξω ὅ τι δίκαιόν ἐστι περὶ Ὀρόντου τουτουΐ. πρῶτον μὲν γὰρ ὁ ἐμὸς πατὴρ ἔδωκε τοῦτον ὑπήκοον εἶναί μοι· ἐπεὶ δὲ κελευσθεὶς ὑπὸ τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ οὗτος ἐπολέμησεν ἐμοὶ, ἐγὼ προσπολεμῶν αὐτῷ ἐποίησα παύσασθαι τοῦ πολεμοῦ, καὶ ἔλαβον δεξιὰν καὶ ἔδωκα.”
“ Μετὰ ταῦτα,” ἔφη, “ ὦ Ὀρόντα, τί ἠδίκησά σε ; ” ὁ δὲ ἀπεκρίνατο ὅτι Κῦρος οὐδὲν ἠδίκησε. πάλιν δὲ ὁ Κῦρος ἠρώτα, “ Οὐκοῦν ὕστερον ἀποστὰς εἰς Μυσοὺς κακῶς ἐποίεις τὴν ἐμὴν χώραν;” ἔφη ὁ Ὀρόντης πεποιηκέναι ταῦτα. “ Οὐκοῦν” ἔφη ὁ Κῦρος, “ ὕστερον ἐλθὸν ἐπὶ τὸν τῆς Ἀρτέμιδος βωμὸν πάλιν ἔδωκάς μοι πιστὰ, καὶ ἔλαβες ταῦτα παρ’ ἐμοῦ;” ὁ δὲ Ὀρόντης ὡμολόγει καὶ τοῦτο.
24. [261 - 271]
“ Ἆρ’ οὖν,” ἔφη ὁ Κῦρος, “ ἀδικηθεὶς ὑπ’ ἐμοῦ νῦν τὸ τρίτον ἐπιβουλεύεις ἐμοί ;” ὁ δὲ Ὀρόντης εἶπεν ὅτι οὐδὲν ἠδικήθη. ἐνταῦθα ὁ Κῦρος ἠρωτήσεν αὐτόν· “ Ὀμολογεῖς οὖν γεγενῆσθαι ἄδικος περὶ ἐμέ;” “ Ὁμολογῶ,” ἔφη ὁ Ὀρόντης. πάλιν ὁ Κῦρος ἠρώτησεν αὐτόν· “ Βούλει σῦν ἔτι γενέσθαι τῷ μἐν ἐμῷ ἀδελφῷ πολέμιος, ἐμοὶ δὲ φίλος καὶ πιστός;” ὁ δὲ ἀπεκρίνατο, “Οὐδὲ εἰ γενοίμην σοι φίλος, ὦ Κῦρε, σοί γ’ ἄν ποτε δόξαιμι εἶναι.” πρὸς ταῦτα Κῦρος εἶπε τοῖς παροῦσιν, “ Ὁ μὲν ἀνὴρ λέγει τοιαῦτα· σὺ δὲ πρῶτος, ὦ Κλέαρχε, ἀπόφηναι τὴν σεαυτοῦ γνώμην περὶ τσύτου.”
25. [272 - 281]
Κλέαρχος δὲ εἶπε τάδε· “ Ἐγὼ σύμβουλεύω ἀφανίζειν τοῦτον τὸν ἄνδρα ὡς τάχιστα, ἵνα μηκέτι δέῃ φυλάττεσθαι τοῦτον, ἀλλ’ ἵνα σχολὴ ᾖ ἡμῖν εὖ ποιεῖν τοὺς φίλους.” οἱ δὲ ἄλλοι ἔλεγον ταύτά. μετὰ ταῦτα ἅπαντες ἀναστάντες ἔλαβον τῆς ζώνης τοῦ Ὀρόντου ἐπὶ θανάτῳ· εἶτα οἱ πρὸς τοῦτο τεταγμένοι ἐξῆγον αὐτόν. ἐπεὶ δὲ ὁ Ὀρόντης εἰσηνέχθη εἰς τὴν Ἀρταπάτου σκηνὴν, τοῦ πιστοτάτου τῶν Κύρου σκηπτούχων, μετὰ ταῦτα οὐδεὶς πώποτε εἶδεν αὐτὸν οὔτε ζῶντα οὔτε τεθνηκότα· τάφος δὲ οὐδεὶς αὐτοῦ ἐφάνη πώποτε.
26. [282 - 299]
Ἐντεῦθεν Κῦρος ἐξελαύνει διὰ τῆς Βαβυλωνίας σταθμοὺς τρεῖς. τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἡμέρα αὐτόμολοι ἥκοντες παρὰ μεγάλου βασιλέως ἀπήγγελλον Κύρῳ περὶ τῆς βασιλέως στρατιᾶς. Κῦρος δὲ συγκαλέσας τοὺς στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς τῶν Ἑλλήνων ἐθάρσυνεν αὐτοὺς, λέγων τοιάδε. “ Ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, οὐ διὰ τοῦτο ὑμᾶς ἄγω, ὅτι ἀπορῶ ἀνθρώπων βαρβάρων, ἀλλ’ ὅτι νομίζω ὑμᾶς εἶναι ἀμείνονας πολλῶν βαρβάρων. γενέσθε οὖν ἄνδρες ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας ἧς ἔχετε. εὖ γὰρ ἴστε, ὅτι καὶ αὐτὸς ἑλοίμην ἂν τὴν ἐλευθερίαν ἀντὶ πάντων ὧν ἔχω. ἐγὼ δὲ, εὖ εἰδὼς εἰς οἷον ἀγῶνα ἔρχεσθε, διδάξω ὑμᾶς. οἱ μὲν γὰρ πολέμιοι ἔσονται πολλοὶ, καὶ ἐπίασι πολλῇ κραυγῇ· ἐὰν δὲ ἀνάσχησθε ταῦτα, οὐδὲν ἄλλο φοβερὸν ἔσται· καὶ γὰρ αἰσχύνομαι δὴ λέγων ὡς δειλοί εἰσιν οἱ ἐν τῇ χώρᾳ ἄνθρωποι. ἐὰν δὲ ὑμεῖς ἄνδρες γένησθε καὶ εὔτολμοι, ἐγὼ ποιήσω τοὺς μὲν βουλομένους ἀπιέναι οἴκαδε ζηλωτοὺς τοῖς οἴκοι· οἴομαι δὲ πολλοὺς ὑμῶν αἱρήσεσθαι παρ’ ἐμοὶ μένειν.”
27. [300 - 313]
Ἐνταῦθα Γαυλίτης τις παρὼν εἶπε τῶ Κύρῳ· “ Καὶ μὴν, ὦ Κῦρε, λέγουσί τινες ὅτι νῦν ὑπισχνεῖ πολλὰ διὰ τὸν παρόντα κίνδυνον· ἐὰν δέ τι εὖ γένηται, οὐ μεμνήσεσθαί σέ φασιν· ἔνιοι δὲ λέγουσιν ὅτι οὐδ’ εἰ βούλοιο, δύναιο ἂν ἀποδοῦναι ὅσα ὑπισχνεῖ.” ὁ δὲ Κῦρος ἀπεκρίνατο· “ Ἀλλ’ ἔστι μὲν ἡμῖν, ὦ ἄνδρες, ἡ ἀρχὴ ἡ πατρῴα, πρὸς μὲν μεσημβρίαν μέχρι οὗ διὰ καῦμα ἄνθρωποι οὐ δύνανται οἰκεῖν, πρὸς δὲ ἄρκτον μέχρι οὗ διὰ χειμῶνα οὐ δύνανται οἰκεῖν· οἱ δὲ τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ φίλοι ἄρχονται πάσης τῆς ἐν μέσῳ χώρας. ἐὰν δὲ νικήσωμεν, δεῖ ἡμᾶς ποιῆσαι τοὺς ἡμετέρους φίλους ἄρχοντας τούτων. δώσω δὲ καὶ ἑκάστῳ ὑμῶν τῶν Ἑλλήνων στέφανον χρυσοῦν.” οἱ δὲ ἀκούσαντες ταῦτα αύτοί τε ἦσαν πολὺ προθυμότεροι, καὶ ἐξήγγελλον ταῦτα τοῖς ἄλλοις.
28. [314 - 328]
Ἐνταῦθα Κλέαρχος ἤρετο τὸν Κῦρον· “ Οἴει, ὦ Κῦρε, τὸν ἀδελφὸν μαχεῖσθαί σοι ;” “Ναὶ,” ἔφη ὁ Κῦρος, “ εἴπερ γε ἐμός ἐστιν ἀδελφὸς, οὐκ ἄνευ μάχης ἐγὼ λήψομαι ταύτην τὴν ἀρχήν.” ἐνταῦθα δὴ ἀριθμὸς ἐγένετο, τῶν μὲν Ἑλλήνων ὁπλῖται μύριοι καὶ τετρακόσιοι, πελτασταὶ δὲ δισχίλιοι καὶ πεντακόσιοι, τῶν δὲ μετὰ Κύρου βαρβάρων δέκα μυριάδες ἐγένοντο. τῶν δὲ πολεμίων ἐλέγοντο εἶναι ἑκατὸν καὶ εἴκοσι μυριάδες· καὶ παρὰ τούτους ἦσαν ἑξακισχίλιοι ἱππεῖς, ὧν Ἀρταγέρσης ἦρχεν. ἐντεῦθεν Κῦρος ἐξελαύνει σταθμὸν ἕνα παντὶ τῷ στρατεύματι συντεταγμένῳ· ᾤετο γὰρ βασιλέα μαχεῖσθαι ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἐπεὶ δὲ βασιλεὺς οὐκ ἐμάχετο διὰ πολλῶν ἡμερῶν, οἱ Ἕλληνες ᾤοντο αὐτὸν οὐκ ἐθέλειν μάχεσθαι· ὥστε τῇ ὑστεραίᾳ Κῦρος ἐπορεύετο ἀμελέστερον.
{\Large Chapiter II}
1. [ 1 - 16]
Τῇ δὲ τρίτῃ ἡμέρᾳ ὁ Κῦρος ἐπορεύετο καθημένος ἐπὶ τοῦ ἅρματος, καὶ ἔχων ὀλίγους ἐν τάξει πρὸ ἑαυτοῦ. καὶ ἤδη ὁ σταθμὸς, ἔνθα ἔμελλεν ἀναπαύεσθαι, πλησίον ἦν. τότε δὴ Πατηγύας, ἀνὴρ Πέρσης, προφαίνεται ἐλαύνων ἀνὰ κράτος· καὶ εὐθὺς ἐβόα, λέγων ὅτι βασιλεὺς προσέρχεται σὺν στρατεύματι πολλῷ, παρεσκευασμένος ὡς εἰς μάχην, ἔνθα δὴ πολὺς τάραχος ἐγένετο. Κῦρος δὲ καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἅρματος ἐνέδυ τὸν θώρακα, καὶ ἀναβὰς ἐπὶ τὸν ἵππον ἔλαβε τὰ παλτὰ εἰς τὰς χεῖρας· ἔπειτα δὲ ἐκέλευσε καὶ τοὺς ἄλλους ἐξοπλίζεσθαί τε καὶ καθίστασθαι εἰς τάξιν. οἱ δὲ εὐθὺς καθίσταντο. καὶ Κλέαρχος μὲν ἔσχε τὸ δεξιὸν κέρας πρὸς τῷ Εὐφράτῃ ποταμῷ, Πρόξενος δὲ μετὰ τοῦτον· Μένων δὲ ἔσχε τὸ εὐώνυμον κέρας τῶν Ἑλλήνων. Κῦρος δὲ ἔσχε τὸ μέσον· καὶ ἱππεῖς ἦσαν σὺν αὐτῷ ἑξακόσιοι, ὡπλισμένοι θώραξι καὶ κράνεσι· Κῦρος δὲ εἶχε τὴν κεφαλὴν ψιλήν.
2. [17 - 28]
Καὶ ἤδη τε ἦν μέσον ἡμέρας, καὶ οἱ πολέμιοι οὔπω ἐφαίνοντο. ἡνίκα δὲ δείλη ἐγίγνετο, ἐφάνη κονιορτὸς ὥσπερ λευκὴ νεφέλη· ὕστερον δὲ ὥσπερ μέλαινά τις νεφέλη ἐφαίνετο ἐν τῷ πεδίῳ πρόσω. ὅτε δὲ οἱ πολέμιοι ἐγίγνοντο ἐγγύτερον, τάχα δὴ καὶ χαλκός τις ἔλαμπε, καὶ αἱ λόγχαι καὶ αἱ τάξεις κατεφαίνοντο. καὶ ἦσαν ἱππεῖς μὲν λευκοθώρακες ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου τῶν πολεμίων, ἐχόμενοι δὲ τούτων γερροφόροι· ἐχόμενοι δὲ ἦσαν ὁπλῖται σὺν ξυλίναις ἀσπίσιν. πρὸ δὲ αὐτῶν ἅρματα ἦν, πολὺ ἀπόυτα ἀπ’ ἀλλήλων· ταῦτα δὲ τὰ ἅρματα εἶχε δρέπανα ἀποτεταμένα ἐκ τῶν ἀξόνων, ὥστε διακόπτειν τὰς τάξεις τῶν Ἑλλήνων.
3. [29 - 39]
Οἱ δὲ βάρβαροι προσῄεσαν σιγῇ καὶ βραδέως. καὶ ἐν τούτῳ Κῦρος, παρελαύνων σὺν τῷ ἑρμηνεῖ καὶ ἄλλοις τρισὶν ἢ τέτταρσιν, ἐκέλευε τὸν Κλέαρχον ἄγειν τὸ στράτευμα κατὰ τὸ μέσον τῶν πολεμίων, ὅτι βασιλεὺς εἴη ἐκεῖ· “ Ἐὰν γὰρ τοῦτο,” ἔφη, “ νικῶμεν, πάντα πεποιήκαμεν.” ὁ δὲ Κλέαρχος οὐκ ἤθελεν ἀποσπάσαι τὸ δεξιὸν κέρας ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, φοβούμενος μὴ κυκλωθεῖη ἑκατέρωθεν· ἀπεκρίνατο δὲ τῷ Κύρῳ, “ Ἐμοὶ,” ὦ Κῦρε, “ μελήσει ὅπως ταῦτα καλῶς ἔχῃ.” καὶ ἐνταῦθα ὁ Κῦρος ἔτι παρελαύνων κατεθεᾶτο τὸ στράτευμα, ἀποβλέπων εἰς τε τοὺς πολεμίους καὶ εἰς τοὺς φίλους.
4. [40 - 49]
Ξενοφῶν δὲ Ἀθηναῖος, ἰδὼν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατεύματος καὶ προσελθὼν αὐτῷ, ἤρετο εἴ τι παραγγέλλοι. ὁ δὲ Κῦρος ἐκέλευσεν αὑτὸν λέγειν πᾶσιν ὅτι τὰ ἱερὰ καλὰ εἴη. λέγων δὲ ταῦτα, ἤκουσε θορύβου ἰόντος διὰ τῶν τάξεων, καὶ ἤρετο τίς ὁ θόρυβος εἴη. ὁ δὲ Ξενοφῶν εἶπεν ὅτι σύνθημα παρέρχεται δεύτερον ἤδη. καὶ ὁ Κῦρος ἤρετο ὁ τι εἴη τὸ σύνθημα· ὁ δὲ ἀπεκρίνατο, ΖΕΥΣ ΣΩΤΗΡ ΚΑΙ NIKH. ὁ δὲ Κῦρος εἶπε, “ Δέχομαι τὸν οἰωνὸν, καὶ τοῦτο ἐστω.” εἰπὼν δὲ ταῦτα ἀπήλαυνεν εἰς τὸ μέσον πρὸς τὴν ἑαυτοῦ τάξιν.
5. [50 - 61]
Καὶ αὐτίκα οἱ μὲν Ἕλληνες ἐπαιάνιζον, καὶ προήρχοντο ἀντίοι τοῖς πολεμίοις. οἱ δὲ βάρβαροι φοβούμενοι ἐκκλίνουσι καὶ φεύγουσι. καὶ ἐνταῦθα δὴ οἱ Ἕλληνες ἐδίωκον μὲν κατὰ κράτος, ἐβόων δὲ ἀλλήλοις μὴ θεῖν δρόμῳ, ἀλλὰ ἕπεσθαι ἐν τάξει. τὰ δὲ ἅρματα ἤδη ἦν κενὰ ἡνιόχων, καὶ οἱ ἵπποι ἔφερον αὐτὰ διά τε τῶν πολεμίων καὶ διὰ τῶν Ἑλλήνων. οἱ ’δ’ Ἕλληνες, ἐπεὶ προίδοιεν τὰ ἅρματα, διΐσταντο· ὀλίγοι δὲ καὶ κατελήφθησαν ἐκπλαγέντες· ἀλλὰ οὐδὲ οὗτοι ἔπαθον οὐδὲν, οὐδὲ ἄλλος οὐδεὶς τῶν Ἑλλήνων ἔπαθεν οὗδὲν ἐν ταύτῃ τῇ μάχῃ· ἐλέγετο δέ τις τοξευθῆναι ἐπὶ τῷ εύωνύμῳ.
6. [62 - 74]
Κῦρος δὲ ὁρῶν τοὺς Ἕλληνας διώκοντάς τινας τῶν πολεμίων, καίπερ ἡδόμενος καὶ προσκυνούμενος ἤδη ὡς βασιλεὺς ὑπὸ τῶν ἀμφ’ αὐτὸν, ὅμως οὐκ αύτός συνεδίωκεν· ἀλλὰ ἔχων τοὺς σὺν ἑαυτῷ ἑξακοσίους ἱππέας ἐσκόπει ὅ τι βασιλεὺς ποιήσοι. καὶ γὰρ ᾔδει ὅτι ἐκεῖνος ἔχοι τὸ μέσον τοῦ Περσικοῦ στρατεύματος. καὶ βασιλεὺς δὴ τότε, ἔχων τὸ μέσον τῆς ἑαυτοῦ στρατιᾶς, ὅμως ἔξω ἐγένετο τοῦ εὐωνύμου κέρατος τοῦ Κύρου. ἐπεὶ δὲ οὐδεὶς τῶν Ἑλλήνων ἐμάχετο αὐτῷ, ἐπέκαμυπτεν ὡς κυκλώσων τοὺς Ἕλληνας. ἔνθα δὴ Κῦρος ἐλαύνει ἀντίος, καὶ νικᾷ τοὺς ἑξακισχιλίους τοὺς πρὸ βασιλέως τεταγμένους· καὶ ἀπέκτεινεν Ἀρταγέρσην τὸν ἄρχοντα αὐτῶν τῇ ἑαυτοῦ χειρί.
7. [75 - 85]
Ἐν δὲ τούτῳ οἱ Κύρου ἑξακόσια, ὁρμήσαντες εἰς τὸ διώκειν, διεσπείροντο· πλὴν πάνυ ὀλίγων, οἳ κατελείφθησαν ἀμφὶ αὐτόν. ἐνταῦθα δὴ ὁ Κῦρος καθορᾷ βασιλέα καὶ τὸ ἀμφὶ ἐκεῖνον στῖφος· καὶ εὐθὺς εἰπὼν, “ Τὸν ἄνδρα ὁμῶ,” ἐλαύνει ἐπ’ αὐτὸν, καὶ παίει κατὰ τὸ στέρνον, καὶ τιτρώσκει διὰ τοῦ θώρακος. ἐν δὲ τούτῳ ἀκοντίζει τις Κῦρον παλτῷ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν· καὶ Κῦρός τε αὐτὸς ἀπέθανε, καὶ ὀκτὼ οἱ ἄριστοι τῶν περὶ αὐτὸν ἔκειντο ἐπ’ αὐτῷ. ὁ μὲν οὖν Κῦρος οὕτως ἐτελεύτησεν· οἱ δὲ βάρβαροι ἀπέταμον τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ τὴν χεῖρα τὴν δεξιάν.
8. [86 - 100]
Βασιλεὺς δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ διώκοντες εἰσπίπτουσιν εἰς τὸ τοῦ Κύρου στρατόπεδον. καὶ οἱ μὲν ἐν τῷ εύωνύμῳ μετὰ Ἀριαίου τοῦ Κύρου ὑπάρχου φεύγουσι διὰ τοῦ ἑαυτῶν στρατοπέδου εἰς τὸν σταθμὸν, ἔνθεν ὥρμηντο· βασιλεὺς δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ διαρπάζουσι τὸ στρατόπεδον. ἔπειτα δὲ οἱ μὲν Ἕλληνες ᾔσθοντο ὅτι βασιλεὺς εἴη σὺν τῷ στρατεύματι ἐν τοῖς ἑαυτῶν σκευοφόροις, βασιλεὺς δὲ ἤκουσεν ὅτι οἱ Ἕλληνες νικῷεν τοὺς ἑαυτοῖς ἐναντίους. ἐνταῦθα δὴ βασιλεὺς ἤθροιζε τοὺς ἑαυτοῦ, καὶ συνετάττετο. ὡς δὲ οἱ Ἕλληνες εἶδον τοὺς πολεμίους ἐγγύς τε ὄντας καὶ παρατεταγμένους, ἐπῄεσαν ἐπ’ αὐτούς. οἱ δὲ βάρβαροι ἔφευγον· καὶ οἱ Ἕλληνες ἐδίωκον αὐτοὺς μέχρι κώμης τινός. ἐνταῦθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔστησαν· ὑπὲρ γὰρ τῆς κώμης λόφος τις ἦν, ἐφ’ οὗ οἱ βασιλέως ἱππεῖς ἀνεστράφησαν.
9. [101 - 113]
Ἐπεὶ δὲ οἱ Ἕλληνες ἐνταῦθα ἐχώρουν, οἱ ἱππεῖς λείπουσι τὸν λόφον. ὁ δὲ Κλέαρχος πέμπει ἀγγέλους ἐπὶ τὸν λόφον, καὶ κελεύει αὐτοὺς ἀπαγγεῖλαι τὰ ὑπὲρ τοῦ λόφου γιγνόμενα. οἱ δὲ ἀπαγγέλλουσιν ὅτι οἱ πολέμιοι φεύγουσιν ἀνὰ κράτος· καὶ ἐν τούτῳ ἥλιος ἐδύετο. ἐνταῦθα δὲ οἱ Ἕλληνες ἔστησαν καὶ ἀνεπαύοντο· καὶ ἐθαύμαζον ὅτι Κῦρος οὐδαμοῦ φαίνοιτο· οὐ γὰρ ᾔδεσαν αὐτὸν τεθνηκότα. ἔδοξεν οὖν αὐτοῖς ἀπιέναι· καὶ ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὰς σκηνάς. καταλαμβάνουσι δὲ τὰ πλεῖστα τῶν χρημάτων διηρπασμένα· καὶ εἴ τι σιτίον ἢ ποτὸν ἦν, τοῦτο οἱ σὺν βασιλεῖ διήρπασαν. ὥστε οἱ πλεῖστοι τῶν Ἑλλήνων ἄδειπνοι ἦσαν· ἦσαν δὲ καὶ ἀνάριστοι· πρὶν γὰρ τὸ στράτευμα ἀριστοποιεῖσθαι, βασιλεὺς ἐφάν η.
10. [114 - 122]
Ἅμα δὲ τῇ ἡμέρα οἱ στρατηγοὶ συνελθόντες ἐθαύμαζον ὅτι Κῦρος οὔπω φαίνοιτο· ἔδοξεν οὖν αὐτοῖς προϊέναι εἰς τὸ πρόσθεν, καὶ συμμίξαι τῷ Κύρῳ. ἐνταῦθα δὴ Προκλῆς καὶ Γλοῦς ἐλθόντες ἔλεγον ὅτι Κῦρος μὲν τεθνήκοι, Ἀριαῖος δὲ πεφευγὼς ἐν τῷ σταθμῷ εἴη, ὅθεν ὡρμήσαντο τῇ προτεραίᾳ. Κλέαρχος δὲ ἀκούσας ταῦτα εἶπεν· “ Ἐπεὶ Κῦρος τέθνηκεν, ἀπαγγέλλετε Ἀριαίῳ, ὅτι, ἐὰν ἐνθάδε ἔλθῃ, ποιήσομεν αὐτὸν βασιλέα.” ταῦτα εἰπὼν ἀπέστειλε μὲν τοὺς ἀγγέλους, αὐτὸς δὲ περιέμενε.
11. [123 - 138]
Μετὰ ταῦτα κήρυκες ἔρχονται παρὰ βασιλέως· ἦν δὲ εἷς αὐτῶν Φαλῖνος Ἕλλην. οὗτοι δὲ προσελθόντες εἶπον ὅτι βασιλεὺς κελεύει τοὺς Ἕλληνας παραδιδόναι τὰ ὅπλα. οἱ δὲ Ἕλληνες βαρέως μὲν ἤκουσαν ταῦτα, ὅμως δὲ, κελεύσαντος τοῦ Κλεάρχου, συνεβουλεύοντο. ἐπεὶ δὲ οὐ συνεχώρουν τῇ γνώμῃ, Κλέαρχος ἤρετο τὸν Φαλῖνον ὅ τι δέοι ἀποκρίνασθαι βασιλεῖ. ὁ δὲ εἶπεν· “ Εἰ μὲν μία τίς ἐστιν ἐλπὶς ὑμᾶς σωθῆναι πολεμοῦντας βασιλεῖ, ἐγὼ συμβουλεύω ὑμᾶς μὴ παραδιδόναι τὰ ὅπλα· εἰ δὲ μηδεμία ἐλπίς ἐστι σωτηρίας, συμβουλεύω ὑμῖν σώζεσθαι, ὅπῃ μόνον δύνατον ἐστί.” Κλέαρχος δὲ ἀπεκρίνατο· “ Ἀπάγγελλε παρ’ ἡμῶν τάδε· ὅτι, ἐὰν μὲν δέῃ ἡμᾶς φίλους εἶναι βασιλεῖ, πλείονος ἄξιοι ἔσομεθα ἔχοντες τὰ ὅπλα, ἢ παραδόντες ἄλλῳ· ἐὰν δὲ δέῃ πολεμεῖν, ἄμεινον πολεμήσομεν ἔχοντες τὰ ὅπλα, ἡ ἄλλῳ παραδόντες.”
12. [139 - 151]
Ὁ δέ Φαλῖνος εἶπε· “ Ταῦτα μὲν δὴ ἀπαγγελοῦμεν· ἀλλὰ βασιλεὺς ἐκέλευσεν ἡμᾶς εἰπεῖν ὑμῖν καὶ τάδε· ὅτι, ἐὰν μὲν μένητε ἐνθάδε, σπονδαὶ ἔσονται, ἐὰν δὲ ἀπίητε ἢ προΐητε, πόλεμος ἔσται. εἴπατε οὖν καὶ περὶ τούτου ἅπερ ὑμῖν δοκεῖ.” Κλέαρχος δ’ ἔλεξεν· “Ἀπάγγελλε τοίνυν ὅτι ταύτὰ δοκεῖ ἡμῖν, ἅπερ καὶ βασιλεῖ δοκεῖ.” “ Τί οὖν ἐστι ταῦτα;” ἔφη ὁ Φαλῖνος. ὁ δὲ Κλέαρχος ἀπεκρίνατο· “ Ἐὰν μὲν μένωμεν, σπονδαὶ ἔσονται, ἐὰν δὲ ἀπίωμεν ἢ προΐωμεν, πόλεμος ἐσται.” ὁ δὲ Φαλῖνος πάλιν ἠρώτησε· “Σπονδᾶς ἡ πόλεμον ἀπαγγελῶ;” Κλέαρχος δὲ ἀπεκρίνατο· “ Σπονδαὶ μὲν ἡμῖν μένουσιν, πόλεμος δὲ ἀπιοῦσι ἡ προϊοῦσιν.” ὅ τι δέ ποιήσοι οὐν διεσήμηνε.
13. [152 - 162]
Φαλῖνος μὲν δὴ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ᾤχοντο. καὶ ἐν τούτῳ οἱ πεμφθέντες πρὸς Ἀριαῖον πάλιν ἧκον· οὗτοι δὲ ἔλεγον· ¬ “ Ἀριαῖος μέν φησι πολλοὺς εἶναι Πέρσας βελτίους ἑαυτοῦ, οἱ οὐκ ἐάσουσιν αὐτὸν βασιλεύειν· εἰ δὲ ὑμεῖς βούλεσθε συναπιέναι αὐτῷ, κελεύει ὑμᾶς παρεῖναι· ἐὰν δὲ μὴ ἔλθητε, αὐτός φησιν ἀπιέναι εὐθύς.” ὁ δ’ οὖν Κλέαρχος ἡγεῖτο τοῖς ἄλλοις, οἱ δὲ εἵποντο αὐτῷ· καὶ ἀφικνοῦντο παρὰ Ἀριαῖον ἀμφὶ μέσας νύκτας. καὶ οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῖος ὤμοσαν ἀλλήλοις σύμμαχοι ἔσεσθαι· οἱ δὲ βάρβαροι προσώμοσαν ἡγήσεσθαι τοῖς Ἕλλησιν ἀδόλως.
{\Large Chapter III}
1. [1 - 12]
Ἐπεὶ δὲ ἡμέρα ἐγένετο, ἐπορεύοντο, ἔχοντες τὸν ἥλιον ἐν δεξιᾷ· καὶ ἅμα ἡλίῳ δύνοντι ἀφίκοντο είς κόμας τινὰς τῆς Βαβυλωνίας χώρας. ἐνταῦθα ἔδοξαν ὁρᾶν πολεμίους ἱππέας· οἱ δὲ προπεμφθέντες σκοποὶ πάλιν ἧκον, λέγοντες ὅτι οὐκ ἱππεῖς εἶεν, ἀλλ’ ὑποζύγια νεμόμενα. καὶ εὐθὺς πάντες ἔγνωσαν ὅτι βασιλεὺς ἐγγύς που ἐστρατοπεδεύετο· καὶ γὰρ καπνὸς ἐφαίνετο ἐν κώμαις οὐ πρόσω. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ οὔτε ὑποζύγιον οὐδὲν, οὔτε καπνὸς, οὔτε στρατόπεδον ἐφάνη. βασιλεὺς δὲ, ὥς ἔοικε, ἐφοβήθη τῇ ἐφόδῳ τοῦ στρατεύματος· ἐδήλωσε δὲ τοῦτο τῇ ὑστεραίᾳ· ἅμα γὰρ τῇ ἡμέρα ἔπεμψε κήρυκας περὶ σπονδῶν.
2. [13 - 22]
“Ο δὲ Κλέαρχος ἀκούσας τῶν κηρύκων ἀπεκρίνατο· “ Ἀπαγγέλλετε βασιλεῖ ὅτι δεῖ ἡμᾶς μάχεσθαι πρῶτον, οὐ γὰρ ἔχομεν ἄριστον· οὐδὲ τολμήσει τις λέγειν τοῖς Ἕλλησι περὶ σπονδῶν, ἐὰν μὴ πρῶτον πορίσῃ αὐτοῖς ἄριστον.” οἱ δὲ ἄγγελοι ἀπήλαυνον, καὶ πάλιν ἧκον ταχύ. ἔλεγον δὲ ὅτι ἥκοιεν ἔχοντες ἡγεμόνας, οἳ ἄξοιεν αὐτοὺς ἐκεῖσε, ὅθεν λάβοιεν τὰ ἐπιτήδεια. ὁ δὲ Κλέαρχος ἐκέλευσεν αὐτοὺς ἡγεῖσθαι πρὸς τά ἐπιτήδεια. καὶ οἱ μὲν ἡγοῦντο· Κλέαρχος δὲ ἐπορεύετο, ἔχων τὸ στράτευμα ἐν τάξει, καὶ αὐτὸς ὀπισθοφυλακῶν.
3. [23 - 38]
Καὶ εὗρον τάφρους πληρεῖς ὕδατος, οὓς οὐκ ἐδύναντο διαβαίνειν· ἐποιοῦντο οὖν διαβάσεις ἐκ τῶν φοινίκων, οἱ ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ. καὶ ἐν τούτῳ τῷ ἔργῳ ὁ Κλέαρχος ἐπεστάτει τοῖς στρατιώταις, ἐν μὲν τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ ἔχων τὸ δόρυ, ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ βακτηρίαν. καὶ εἴ τις δοκοίη αὐτῷ βλακεύειν, ἔπαιε τὸν βλακεύοντα· καὶ ἅμα αὐτὸς ἐπόνει σὺν αὐτοῖς ἐμβαίνων εἰς τὸν πηλόν· ὥστε πάντας αἰσχύνεσθαι μὴ συσπουδάζειν αὐτῷ. καὶ πρῶτον μὲν οἱ νεώτεροι ἐτάχθησαν πρὸς τοῦτο τὸ ἔργον· ἐπεὶ δὲ ἑώρων τὸν Κλέαρχον σπουδάζοντα, καὶ οἱ πρεσβύτεροι προσελάμβανον. πορευόμενοι δὲ ἀφίκοντο εἰς κώμας, ἐν αἷς πολὺς σῖτος ἦν καὶ οἶνος φοινίκων· οὗτος δὲ ἦν ἡδὺς μὲν πίνειν, κεφαλαλγὴς δέ. ἐνταῦθα οἱ στρατιῶται πρῶτον ἔφαγον τὸν ἐγκέφαλον τοῦ φοίνικος· καὶ οἱ πολλοὶ ἐθαύμασαν τό τε εἶδος καὶ τὴν ἡδονὴν αὐτοῦ. ἦν δὲ καὶ οὗτος σφόδρα κεφαλαλγής.
4. [39 - 55]
Ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς· καὶ Τισσαφέρνης ἥκων παρὰ μεγάλου βασιλέως ἔλεγε τοιάδε, “ Ἐγῶ, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, γείτων οἰκῶ τῇ Ἑλλάδι· καὶ ἐπεὶ εἶδον ὑμᾶς εἰς πολλὰ κακὰ πεπτωκότας, ᾐτούμην βασιλέα δοῦναι ἐμοὶ ἀποσῶσαι ὑμᾶς εἰς τὴν Ἑλλάδα, οἴομαι γὰρ καὶ ὑμᾶς καὶ πάντας τοὺς Ἕλληνας ἕξειν μοι χάριν διὰ ταῦτα. καὶ περὶ μὲν τούτων βασιλεὺς ὑπέσχετό μοι βουλεύσεσθαι· ἐκέλευσε δέ με ἐρέσθαι ὑμᾶς διὰ τί ἐστρατεύσατε ἐπ’ αὐτόν.” πρὸς ταῦτα Κλέαρχος ἀπεκρίνατο· “ Ἡμεῖς οὔτε συνήλθομεν ὡς πολεμήσοντες βασιλεῖ, οὔτε ἐπορεύομεθα ἐπὶ βασιλέα· ἀλλὰ Κῦρος ἀνήγαγεν ἡμᾶς ἐνθάδε. ἐπεὶ δὲ ἑωρῶμεν αὐτὸν ἐν ἀπόροις ὄντα, ᾐσχύνθημεν προδοῦναι αὐτόν. νῦν δὲ, ἐπεὶ Κῦρος τέθνηκεν, οὔτε βουλόμεθα κακῶς ποιεῖν τὴν βασιλέως χώραι, οὔτε ἀποκτεῖναι αὐτόν· πορευοίμεθα δ’ ἂν οἴκαδε, εἴ τις μὴ λυποίη ἡμᾶς· ἐὰν δέ τις ἀδικῃ ἡμᾶς, πειρασόμεθα ἀμυνάσθαι αὐτόν.”
5. [56 - 68]
Ὁ δὲ Τισσαφέρνης ἀκούσας εἶπε· “ Ταῦτα ἐγὼ ἀπαγγελῶ βασιλεῖ· αἱ δὲ σπονδαὶ μενόντων, μέχρι ἂν πάλιν ἥκω.” Ὁ δ’ οῦν ᾤχετο· τῇ δὲ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἥκων ἔλεγε τοιάδε, “ Βασιλεὺς μὲν δίδωσί μοι σώζειν ὑμᾶς εἰς τὴν Ἑλλάδα· ὑμᾶς δ’ αὖ δεήσει ὀμόσαι ἡμῖν, ἦ μὴν πορεύεσθαι ὡς διὰ φιλίας χώρας, λαμβάνοντας σῖτα καὶ ποτὰ, ὁπόταν μὴ παρέχωμεν ἀγοράν· ἐὰν δὲ ἀγορὰν παρέχωμεν, ὠνεῖσθαι τὰ ἐπιτήδεια.” Ταῦτα ἔδοξε τοῖς “Ελλησι· καὶ Τισσαφέρνης ὤμοσέ τε καὶ δεξιὰν ἔδωκε τοῖς τῶν Ἑλλήνων στρατηγοῖς καὶ λοχαγοῖς. μετὰ δὲ ταῦτα Τισσαφέρνης εἶπε· “ Νῦν μὲν δὴ ἄπειμι πρὸς βασιλέα· ἐπειδὰν δὲ διαπράξωμαι ἃ βούλομαι, ἥξω πάλιν, καὶ ἀπάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Ἑλλάδα.”
6. [69 - 85]
Μετὰ ταῦτα οἵ τε Ἕλληνες καὶ Ἀριαῖος περιέμενον Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσιν. ἐπεὶ δὲ οὐχ ἧκεν, οἱ στρατιῶται ἀχθόμενοι, καὶ ὐποπτεύουτες τὸν Ἀριαῖον, μὴ οὐ πιστὸς εἴη, προσῄεσαν τῷ Κλεάρχῳ, καὶ ἠξίουν ἀπιέναι εὐθύς. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο αὐτοῖς τοίαδε, “ Ἐγὸ ἐνθυμοῦμαι μὲν ταῦτα πάντα· ἐὰν δὲ νῦν ἀπίωμεν, δόξομεν ποιεῖν παρὰ τὰς σπονδάς. ἔπειτα οὐδεὶς παρέξει ἡμῖν ἀγορὰν, οὐδὲ ἡγήσεται ἡμῖν· καὶ Ἀριαῖος εὐθὺς ἀποβήσεται, ὥστε οὐδεὶς φίλος λελείψεται ἡμῖν. καὶ εἰ μέν τις καὶ ἄλλος ποταμὸς διαβατέος ἐστὶν, οὐκ οἶδα· ἴσμεν δὲ ὅτι ἀδύνατόν ἐστι διαβῆναι τὸν Εὐφράτην, πολεμίων κωλυόντων. καὶ ἡμεῖς μὲν οὐκ ἔχομεν ἱππέας, τοῖς δὲ πολεμίοις ἱππεῖς εἰσὶ πλεῖστοι· ὥστε νικῶντες μὲν οὐδένα ἂν ἀποκτείναιμεν, νικώμενοι δὲ οὐδαμῶς ἂν σωζοίμεθα. εἰ μὲν οῦν βασιλεὺς βούλεται ἀπολέσαι ἡμᾶς, τί δεῖ αὑτὸν ἐπιορκῆσαι καὶ ψεύσασθαι, καὶ ποιῆσαι τὰ πιστὰ ἑαυτοῦ ἄπιστα Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις ;”
7. [86 - 99]
Ἐν δὲ τούτῳ ἧκε Τισσαφέρνης ἔχων τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν· ὁ δὲ ἡγεῖτο τοῖς Ἕλλησι πορευομένοις, καὶ παρεῖχεν αὐτοῖς ἀγοράν. ἐπορεύετο δὲ καὶ Ἀριαῖος σὺν Τισσαφέρνει, καὶ συνεστρατοπεδεύετο σὺν αὐτῷ. οἱ δὲ Ἕλληνες, ὑποπτεύοντες τούτους, χωρὶς ἐπορεύοντο· ἀμφότεροι δὲ ἐφυλάττοντο ἀλλήλους ὥσπερ πολεμίους. οὕτω πορευόμενοι ἀφίκοντο ἐπὶ τὸ Μηδίας τεῖχος, καὶ παρῆλθον εἵσω αὐτοῦ. ἐντεῦθεν δ’ ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὸν Τίγρητα ποταμὸν, πρὸς ᾧ πόλις ἦν μεγάλη, ᾗ ὄνομα Σιττάκη· καὶ ἐνταῦθα ἔμενον τὴν νύκτα. διοβάντες δὲ τοῦτον τὸν ποταμὸν, ἐπορεύθησαν διὰ τῆς Μηδίας σταθμοὺς πολλοὺς, ἔχοντες τὸν Τίγρητα ποταμὸν ἐν ἀριστερᾷ. πέραν δὲ τοῦ ποταμοῦ ἄλλη ἦν πόλις, ὄνομα Καιναὶ, ἐξ ἧς οἱ βάρβαροι διῆγον τοῖς Ἕλλησιν ἄρτους, τυροὺς, οἶνον.
8. [100 - 116]
Μετὰ ταῦτα ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸν Ζαπάταν ποταμὸν, καὶ ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας τρεῖς· ἐν δὲ ταύταις ἡμέραις ὑποψίαι ἦσαν ἀλλήλων, ὥσπερ τὸ πρόσθεν. ἔδοξεν οῦν τῷ Κλεάρχῳ συγγενέσθαι τῷ Τισσαφέρνει· ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, ὁ Κλέαρχος λέγει τάδε, “ Ἐγὸ, ὦ Τισσαφέρνη, οἶδα μὲν ὅρκους ἡμῖν γεγενημένους μὴ ἀδικήσειν ἀλλήλους. ὅμως δὲ ὁρῶ σε φυλαττόμενον ἡμᾶς ὡς πολεμίους· καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ταῦτα ἀντιφυλαττόμεθα. βουλόμενος οὖν παῦσαι τὰς τοιαύτας ὑποψίας, ἥκω διδάξων σε ὡς οὐκ ὀρθῶς ἀπιστεῖς ἡμῖν. οἱ μὲν γὰρ θεῶν ὅρκοι κωλύουσιν ἡμᾶς πολεμίους εἶναι ἀλλήλοις· τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἀγαθῶν σὲ ἐγὼ νομίζω μέγιστον εἶναι ἐν τῳ παρόντι, σὺν μὲν γὰρ σοὶ πᾶσα μὲν ὁδὸς εὔπορός ἐστι, πᾶς δὲ ποταμὸς διαβατός· ἄνευ δὲ σοῦ πᾶσα μὲν ἡ ὁδὸς διὰ σκότους ἂν γένοιτο, πᾶς δὲ ποταμὸς δύσπορος, πᾶς δὲ ὄχλος φοβερός. φοβερωτάτη δ’ ἂν εἴη ἐρημία· ἐρημοὶ γὰρ ὄντες ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ ἅμα ἐσόμεθα.
9. [117 - 130]
Λέξω δὲ καὶ ὅσων ἐλπίδων ἐμαυτὸν ἂν στερήσαιμι, εἰ ἐπιχειρίσαιμι ποιεῖν σέ τι κακόν. ἐγὼ γὰρ τότε ἐπεθύμησα Κῦρον φίλον μοι γενέσθαι, νομίζων αὐτὸν ἱκανώτατον εἶναι εὖ ποιεῖν ἡμᾶς· σὺ δὲ νῦν ἔχεις τήν τε Κύρου δύναμιν καὶ τὴν σεαυτοῦ ἀρχὴν ἅμα· ἡ δὲ βασιλέως δύναμις, ἣ πολεμία ἦν τῷ Κύρῳ, σοὶ γεγένηται σύμμαχος. τίς οῦν οὐκ ἂν βούλοιτο φίλος εἶναί σοις ἔχω δὲ καὶ πολλὰς ἐλπίδας καὶ σὲ βουλήσεσθαι φίλον εἶναι ἡμῖν. ἀκούω γὰρ καὶ Μύσους καὶ ἄλλα ἔθνη πολλὰ ἐνοχλεῖν ὑμῖν ἀεὶ, οὓς ῥᾳδίως ἂν τιμωρήσαισθε, χρώμενοι τῇ ἡμετέρα δυνάμει· ἡμεῖς δὲ ὑπηρετήσομέν σοι, οὐ μόνον τοῦ μισθοῦ ἔνεκα, ἀλλά καὶ τῆς χάριτος, ἣν σωθέντες ὑπὸ σοῦ ἔχοιμεν ἄν σοι δικαίως.” Κλέαρχος μὲν οὖν εἶπε τοσαῦτα· Τισσαφέρνης δὲ ὧδε ἀπεκρίνατο·
10. [131 - 148]
“ Ἀλλ’ ἥδομαι μέν σοι, ὦ Κλέαρχε, οὕτω φρονίμως λέγοντι· ἐγὼ δέ σε διδάξω, ὅτι οὐδ’ ὑμεῖς δικαίως ἂν ἀπιστοίητε οὔτε βασιλεῖ, οὔτε ἐμοί. εἰ γὰρ ἐβουλόμεθα ἀπολέσαι ὑμᾶς, ἔχομεν πολλοὺς μὲν ἱππέας, καὶ πεζοὺς, καὶ ὁπλίτας, οἷς δυναίμεθα ἂν ὑμᾶς βλάπτειν. πολλὰ δὲ χωρία ἐστιν ἐπιτήδεια, ὅθεν ἐπιτιθώμεθα ὑμῖν. τοσαῦτα μὲν γὰρ πέδιά ἐστιν ἡμῖν φίλια, ἃ ὑμεῖς σὺν πολλῷ πόνῳ νῦν διαπορεύεσθε· τοσαῦτα δὲ ὄρη ὑμῖν ἐστὶ πορευτέα, ἃ ἡμεῖς προκαταλαβόντες παρέχοιμεν ἂν ὑμῖν ἄπορα· τοσοῦτοι δ’ εἰσὶ ποταμοὶ, οὓς οὐδαμῶς ἂν διαβαίητε, εἰ μὴ ἡμεῖς διαπορεύοιμεν ὑμᾶς. εἰ δὲ μηδὲν τούτων ὑπάρχοι ἡμῖν, ἀλλὰ τό γε πῦρ κρεῖττόν ἐστι τοῦ καρποῦ, ὃν ἡμεῖς κατακαύσαντες δυναίμεθα ἂν λιμὸν ὑμῖν ποιῆσαι· τῷ δὲ λιμῷ, οὐδ’. εἰ πάνυ ἀγαθοὶ εἴητε, δύναισθε ἂν ἀντίστῆναι. ἔχοντες οὖν τοσούτους πόρους πρὸς τὸ πολεμεῖν ὑμῖν, πῶς τοῦτον τὸν τρόπον ἂν ἐξελοίμεθα, ὃς μόνος ἀσεβής ἐστι καὶ αἰσχρός; ἡμεῖς, ὦ Κλέαρχε, οὐχ οὕτω μῶροι οὔτε ἀλογίστοι ἐσμέν.”
11. [149 - 161]
Ταῦτα εἰπὼν ἔδοξε τῷ Κλεάρχῳ ἀληθῆ λέγειν· καὶ ὁ Τισσαφέρνης πάλιν εἶπεν· “ Εἰ βούλεσθε οἵ τε στρατηγοὶ καὶ οἱ λοχαγοὶ ἐλθεῖν μοι εἰς τὴν σκηνὴν, λέξω ὑμῖν τὰ ὀνόματα τῶν λεγόντων, ὡς σὺ ἐπιβουλεύεις ἐμοί τε καὶ τῇ σὺν ἐμοὶ στρατιᾷ.” “ Ἐγὼ δὲ,” ἔφη ὁ Κλέαρχος, “ ἄξω πάντας.” τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἠλθε παρὰ Τισσαφέρνην ἄγων πέντε στρατηγοὺς καὶ εἴκοσι λοχαγούς. ἐπεὶ δὲ ἦσαν ἐπὶ ταῖς θύραις ταῖς Τισσαφέρνους, οἱ μὲν στρατηγοὶ παρεκλήθησαν εἴσω, οἱ δὲ λοχαγοὶ ἔμενον ἐπὶ ταῖς θύραις. οὐ πολλῷ δὲ ὕστερον οἵ τ’ ἔνδον συνελαμβάνοντο καὶ οἱ ἔξω κατεκόφθησαν. μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων τινὲς ἱππέων, ἐλαύνοντες διὰ τοῦ πεδίου, ἔκτεινον πάντας Ἕλληνας, οἷς ἐντυγχάνοιεν.
12. [162 - 177]
Ἐκ τούτου δὴ οἱ Ἕλληνες ἔθεον ἐπὶ τὰ ὅπλα, νομίζοντες τοὺς βαρβάρους αὐτίκα ἥξειν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον. οἱ δὲ πάντες μὲν οὐκ ἦλθον, Ἀριαῖος δὲ καὶ ἄλλοι, οἳ ἦσαν Κύρῳ πιστότατοι· καὶ ὁ Ἀριαῖος εἶπε τάδε, “ Κλέαρχος μὲν, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, τέθνηκεν, ἐπεὶ ἔλυσε, τὰς σπονδὰς καὶ ἐπεβσύλευσε Τισσαφέρνει· Πρόξενος δὲ καὶ Μένων, ὅτι κατήγγειλαν τὴν ἐπιβουλὴν αὐτοῦ, ἐν μεγάλῃ τίμῃ εἰσίν.” ἐπὶ τούτοις Ξενοφῶν εἶπε· “ Κλέαρχος μὲν, εἰ ἔλυε τὰς σπονδὰς, ἔχει τὴν δίκην· ἐπεὶ δὲ Πρόξενος καὶ Μένων εἰσὶν ὑμέτεροι μὲν εὐεργέται, ἡμέτεροι δὲ στρατηγοὶ, πέμψατε αὐτοὺς δεῦρο· φίλοι γὰρ ὄντες συμβουλεύσουσι καὶ ὑμῖν καὶ ἡμῖν τὰ βέλτιστα.” πρὸς ταῦτα οἱ μὲν βάρβαροι, διαλεχθέντες ἀλλήλοις πολὺν χρόνον, ἀπῆλθον οὐδὲν ἀποκρινάμενοι· οἱ δὲ στρατηγοὶ ἀνήχθησαν πρὸς βασιλέα, καὶ αἱ κεφαλαὶ αὐτῶν ἀπετμήθησαν.
13. [178 - 192]
Τούτων δὲ τῶν στρατηγῶν ὁ μὲν Κλέαρχος ὡμολογεῖτο . ὑπὸ πάντων γενέσθαι ἀνὴρ καὶ πολεμικὸς καὶ μάλιστα φιλοπόλεμος. καὶ γὰρ δὴ, ἕως μὲν πόλεμος ἦν τοῖς Λακεδαιμονίοις πρὸς τούς Ἀθηναίους, ὑπηρέτει τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι· ἐπεὶ δέ εἰρήνη ἐγένετο, πείσας τοὺς Λακεδαιμονίους ὡς οἱ Θρᾷκες ἀδικοῖεν τοὺς Ἕλληνας, ἐξέπλει ὡς πολεμήσων τοῖς Θρᾳξίν. ἐπεὶ δὲ οἱ ἔφοροι ἐπειρῶντο ἀποστρέφειν αὐτὸν ἐξ Ἰσθμοῦ, ἐνταῦθα οὐκέτι ἐπείθετο αὐτοῖς, ἀλλ’ ἀπέπλει εἰς Ἑλλήσποντον· καὶ ἐκ τούτου ἐθανατώθη ὑπὸ τῶν ἐν Σπάρτῃ ἀρχόντων. ἤδη δὲ φυγὰς ὢν ἔρχεται πρὸς Κῦρον, ὁ δὲ Κῦρος δίδωσιν αὐτῷ πολλὰ χρήματα. ὁ δὲ Κλέαρχος, λαβὼν ταῦτα καὶ συλλέξας στράτευμα, ἐπολέμει τοῖς Θρᾳξὶ, μέχρι Κῦρος ἐδεήθη τοῦ στρατεύματος· τότε δὲ ἀπῆλθε σὺν ἐκείνῳ. οὕτω μὲν οὖν ὁ Κλέαρχος φιλοπόλεμος ἦν.
14. [193 - 211]
Εἰς δὲ τὸ ἄρχειν τῶν ἀνθρώπων ἱκανὸς μέν ἦν παρασκευάζειν τῇ στρατιᾷ τᾶ ἐπιτήδεια, ἱκανὸς δὲ καὶ ἐμποιῆσαι τὴν γνώμην τοῖς στρατιώταις, ὡς πειστέον εἴη Κλεάρχῳ. τοῦτο δ’ ἐποίει ἐκ τοῦ εἶναι χαλεπός· καὶ γὰρ στυγνὸς ἦν ὁρᾶν καὶ τραχὺς τῇ φωνῇ· ἐκόλαζέ τε ἀεὶ ἰσχυρῶς καὶ ἐνίοτε ὀργῇ· ἠγεῖτο γὰρ οὐδὲν ὄφελος εἶναι ἀκολάστου στρατεύματος. ἀλλὰ καὶ ἔλεγεν ὡς δέοι τὸν στρατιώτην φοβεῖσθαι τὸν ἄρχοντα μᾶλλον ἢ τοὺς πολεμίους, εἰ μέλλοι ἢ εὖ φυλάξειν φυλακὰς, ἢ θαρραλέως ἰέναι πρὸς τοὺς πολεμίους. ἐν μὲν οὖν τοῖς κινδύνοις οἱ στρατιῶται ἤθελον πείθεσθαι αὐτῷ, καὶ οὐκ ἄλλον ᾑροῦντο στρατηγόν· ὅτε δὲ γένοιντο ἐν ἀσφαλεῖ, καὶ ἐξείη αὐτοῖς ἀπιέναι πρὸς ἄλλους ἄρχοντας, πολλοὶ ἀπέλειπον αὐτόν· οὐ γὰρ εἶχεν ἡδὺν τὸν τρόπον, ἀλλ’ ἀεὶ χαλεπὸς ἦν καὶ ὠμός· ὥστε οἱ στρατιῶται διέκειντο πρὸς αὐτὸν ὥσπερ παῖδες πρὸς διδάσκαλον. εἶχεν οῦν τοὺς στρατιώτας χρησίμους μὲν καὶ σφόδρα ἀεὶ πειθομένους, φιλίᾳ δὲ καὶ εὐνοίᾳ οὐδείς ποτε συνείπετο αὐτῷ. τοιοῦτος μὲν δὴ ἄρχων ἦν· ἄρχεσθαι δὲ ὑπὸ ἀλλων ἐλέγετο οὐ μάλα ἐθέλειν.
{\Large Chapter IV}
1. [1 - 8]
Ἐν τούτῳ δὲ οἱ Ἕλληνες ἦσαν ἐν πολλῇ δὴ ἀπορίᾳ, καὶ ἀθύμως εἶχον μάλιστα· καὶ ὀλίγοι μὲν αὐτῶν ἐγεύσαντο σίτου εἰς τὴν ἑσπέραν, ὀλίγοι δὲ πῦρ ἀνέκαυσαν· πολλοὶ δὲ οὐκ ἦλθον ἐπὶ τὰ ὅπλα ταύτην τὴν νύκτα, ἀνεπαύοντο δὲ ὅπου ἕκαστος ἐτύγχανεν ὢν, οὐ δυνάμενοι καθεύδειν ὑπὸ λύπης καὶ πόθου πατρίδων, γονέων, γυναικῶν, παίδων, οὓς ἐνόμιζον μήποτε ἔτι ὄψεσθαι. οὕτω μὲν δὴ διακείμενοι ἀνεπαύοντο.
2. [9 - 25]
Ἦν δέ τις ἐν τῇ στρατιᾷ Ξενοφῶν Ἀθηναῖος, ὃς οὔτε στρατηγὸς οὔτε λοχαγὸς οὔτε στρατιώτης ὢν συνηκολούθει· ἀλλὰ Πρόξενος, ξένος ὢν ἀρχαῖος, μετεπέμψατο αὐτὸν οἴκοθεν· ὑποισχνεῖτο δὲ αὐτῷ, εἰ ἔλθοι, ποιήσειν αὐτὸν φίλον τῷ Κύρῳ. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἀκούσας ταῦτα συμβουλεύεται Σωκράτει τῷ Ἀθηναίῳ περὶ τῆς πορείας. καὶ ὁ Σωκράτης συμβουλεύει τῷ Ξενοφῶντι ἐλθεῖν εἰς Δελφοὺς καὶ ἀνακοινῶσαι τῷ θεῷ περὶ τῆς πορείας· ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐλθὼν ἐπήρετο τὸν Ἀπόλλω τίνι ἂν θεῶν θύοι καὶ εὔχοιτο, ὥστε κάλλιστα πορεύεσθαι τὴν ὁδὸν καὶ καλῶς πράξαι. καὶ ὁ Ἀπόλλων ἐσήμηνεν αὐτῷ θεοὺς, οἷς ἔδει θύειν. ἐπεὶ δὲ πάλιν ἦλθεν, ἔλεξε τὴν μαντείαν τῷ Σωκράτει. ὁ δὲ ᾐτιᾶτο αὐτὸν, ὅτι οὐ πρῶτον ἠρώτα πότερον εἴη ἄμεινον αὐτῷ πορεύεσθαι ἢ μένειν, ἀλλ’ ὅτι αὐτὸς ἐπιθυμήσας ἰέναι ἠρώτα ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη. “ Ἐπεὶ μέντοι οὕτως ἤρου,” ἔφη ὁ Σωκράτης, “ ταῦτα χρὴ ποιεῖν ὅσα ὁ θεὸς ἐκέλευσεν.”
3. [26 - 39]
Ὁ μὲν δὴ Ξενοφῶν, θυσάμενος τούτοις τοῖς θεοῖς· οἷς ὁ θεὸς ἐκέλευσε θύειν, ἐξέπλει τῆς Ἑλλάδος, καὶ κατέλαβεν ἐν Σάρδεσι Πρόξενον καὶ Κῦρον μέλλοντας ἤδη πορεύεσθαι, καῖ συνετάχθη Κύρῳ· ὁ δὲ Κῦρος ἐκέλευσεν αὐτὸν μεῖναι παρ’ ἑαυτῷ. εἶπε δὲ ὅτι, ἐπεὶ τάχιστα ἡ στρατεία λήξειεν, ἀποπέμψοι αὐτὸν οἰκάδε· ὁ δὲ στόλος ἐλέγετο εἶναι εἰς Πισίδας. ὁ μὲν δὴ Ξενοφῶν ἐστρατεύετο οὕτως ἐξαπατηθεὶς, οὐχ ὑπὸ Προξένου· οὐδεὶς γὰρ τῶν Ἑλλήνων, πλὴν Κλεάρχου, ᾔδει τὴν ὁρμὴν ἐπὶ βασιλέα εἶναι. ἐπεὶ δὲ ἦλθον εἰς Κιλικίαν, σαφές ἤδη ἐδόκει εἶναι πᾶσιν, ὅτι ὁ στόλος εἴη ἐπὶ βασιλέα. φοβούμενοι δὲ τὴν ὁδὸν καὶ ἄκοντες, ὅμως οἱ πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν, αἰσχυνόμενοι ἤδη προδοῦναι Κῦρον, συνηκολούθησαν αὐτῷ· ὧν εἷς καὶ Ξενοφῶν ἦν.
4. [40 - 49]
Νῦν δέ, ἐπεὶ οἱ Ἕλληνες ἐν ἀπορίᾳ ἦσαν, ὁ Ξενοφῶν ἐλυπεῖτο σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ οὐκ ἐδύνατο καθεύδειν· ὕστερον δὲ λαχὼν ὕπνου εἶδεν ὄναρ. ἔδοξεν αὐτῷ βροντὴν μὲν γενέσθαι, σκηπτὸν δὲ πεσεῖν εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν, καὶ ἐκ τούτου πᾶσαν λάμπεσθαι. φοβούμενος δὲ εὐθὺς ἀνηγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο μὲν ἔκρινε τὸ ὄναρ ἀγαθὸν εἶναι, ὅτι ἐν κινδύνοις ὢν ἔδοξεν ἰδεῖν φῶς μέγα ἐκ Διός· ὅμως δὲ ἐφοβεῖτο, μὴ οὐ δύναιτο ἐξελθεῖν ἐκ τῆς χώρας τῆς βασιλέως, ὅτι τὸ ὄναρ ἐδόκει αὐτῷ εἶναι ἀπὸ Διὸς βασιλέως, τὸ δὲ πῦρ ἐδόκει λάμπεσθαι κύκλῳ.
5. [50 - 63]
Ἐπειδὴ δὲ ἀνηγέρθη, πρῶτον μὲν ἐννοία ἐμπίπτει αὐτῷ· “Τί κατάκειμαι; ἡ δὲ νὺξ προβαίνει· ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ εἰκός ἐστι τοὺς πολεμίους ἥξειν. ἐὰν δὲ ληφθῶμεν ὑπὸ βασιλέως, δεῖ ἡμᾶς παθόντας πάντα τὰ δεινότατα καὶ ὑβριζομένους ἀποθανεῖν. ὅπως δὲ σωσόμεθα οὐδεὶς ἐπιμελεῖται· ἀλλὰ κατακείμεθα ἐνθάδε, ὥσπερ ἐξὸν ἡμῖν ἡσυχίαν ἄγειν.” ἐκ τούτου ἀνίσταται καὶ συγκαλεῖ τοὺς Προξένου πρῶτον λοχαγούς. ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, ἔλεξε τὰ δοκοῦντα αὐτῷ· οἱ δ’ ἀκούσαντες παρεκάλουν τοὺς ἄλλους λοχαγοὺς καὶ στρατηγούς. ἐπεὶ δὲ πάντες συνῆλθον, ἐκαθέζοντο· καὶ οἱ συνελθόντες στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ ἐγένοντο ἀμφὶ ἑκατόν. συμβουλευσάμενοι δὲ εἵλοντο ἄρχοντας πέντε, ὧν εἷς ἦν Ξενοφῶν Ἀθηναῖος.
6. [64 - 78]
Ἐπεὶ δὲ οἱ ἄρχοντες ᾕρηντο, ἔδοξεν αὐτοῖς συγκαλεῖν τοὺς στρατιώτας. ἐπεὶ δὲ οἱ στρατιῶται συνῆλθον, πρῶτον μὲν Χειρίσοφος ἀνέστη, καὶ μετὰ τοῦτον Κλεάνωρ Ὀρχομένιος. τούτων δὲ εἰπόντων, Ξενοφῶν ἀνίσταται, καὶ ἔλεξεν ὧδε· “ Τὴν μὲν τῶν βαρβάρων ἐπιορκίαν τε καὶ ἀπιστίαν ὑμεῖς, οἶμαι, ἐπίστασθε. εἰ μὲν οὖν βουλόμεθα πάλιν εἶναι φίλοι αὐτοῖς, ἀνάγκη ἡμᾶς ἔχειν πολλὴν ἀθυμίαν, ὁρῶντας οἷα οἱ στρατηγοὶ ἡμῶν ἀρτι πεπόνθασιν· εἰ δὲ διανοσύμεθα σὺν τοῖς ὅπλοις ἀμύνεσθαι αὐτοὺς καὶ τὸ λοιπὸν πολεμεῖν αὐτοῖς, πολλαί εἰσιν ἡμῖν καὶ καλαὶ ἐλπίδες σωτηρίας. πρῶτον μὲν γάρ ἡμεῖς μὲν ἐμπεδοῦμεν τοὺς τῶν θεῶν ὅρκους, οἱ δὲ πολέμιοι λελύκασι τὰς σπονδὰς παρὰ τοὺς ὅρκους. οὕτω δὲ εἰκός ἐστι τοὺς θεοὺς τοῖς μὲν πολεμίοις εἶναι ἐναντίους, ἡμῖν δὲ συμμάχους.
7. [79 - 90]
Ἐπειτα δὲ ἀναμνήσω ὑμᾶς τὰς τῶν προγόνων τῶν ἡμετέρων ἀρετὰς, ἵνα εἰδῆτε ὡς προσήκει ὑμῖν εἶναι ἀγαθοῖς. ἐλθόντων γὰρ Περσῶν παμπληθεῖ στόλῳ ἐπὶ τὰς Ἀθήνας, οἱ Ἀθηναῖοι πρῶτον τολμήσαντες ἐνίκησαν αὐτούς. ἔπειτα, ὅτε Ξέρξης ὕστερον ἦλθεν ἐπὶ τὴν Ἐλλάδα, καὶ τότε οἱ ἡμέτεροι πρόγονοι ἐνίκων τοὺς τούτων προγόνους καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. οὕτω δὲ καὶ ὑμεῖς ἀντιταξάμενοι ἄρτι τοῖς ἐκείνων ἐκγόνοις ἐνικᾶτε αὐτοὺς σὺν τοῖς θεοῖς. καὶ τότε μὲν δὴ περὶ τῆς Κύρου βασιλείας ἦτε ἄνδρες ἀγαθοί· νῦν δὲ, ἐπεὶ περὶ τῆς ὑμετέρας σωτηρίας δεῖ μάχεσθαι, προσήκει ὑμᾶς εἶναι πολὺ καὶ ἀμείνονας καὶ προθυμοτέρους.
8. [91 - 104]
Εἰ δέ τις ὑμῶν ἀθυμεῖ ὅτι ἡμῖν μὲν οὐκ εἰσὶν ἱππεῖς, τοῖς δὲ πολεμίοις πολλοὶ ἱππεῖς πάρεισιν, ἐνθυμήθητε ὅτι οἱ μύριοι ἱππεῖς οὐδὲν ἄλλο εἰσὶν ἢ μύριοι ἄνθρωποι· οἱ γὰρ ἄνδρες εἰσὶν οἱ ποιοῦντες ὅ τι ἂν γίγνηται ἐν ταῖς μάχαις. ἡμεῖς δ’ ἐσμεν ἐπ’ ἀσφαλεστέρου ὀχήματος τῶν ἱππέων· οἱ μὲν γὰρ κρέμανται ἀφ’ ἵππων, φοβούμενοι οὐχ ἡμᾶς μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ καταπεσεῖν· ἡμεῖς δὲ ἐπὶ γῆς ἑστηκότες πολὺ ἰσχυρότερον παίσομεν τοὺς πολεμίους, ἐὰν προσίωσιν ἡμῖν. ἑνὶ μόνῳ οἱ ἱππεῖς προέχουσιν ἡμῶν· φεύγειν ἀσφαλέστερόν ἐστιν αὐτοῖς ἢ ἡμῖν. εἰ δὲ τοὺς ποταμοὺς νομίζετε εἶναι ἀπόρους, σκέψασθε καὶ τοῦτο. πάντας γὰρ τοὺς ποταμοὺς, εἰ καὶ πρόσω τῶν πηγῶν ἄποροί εἰσι, προϊόντες πρὸς τὰς πηγὰς ῥᾳδίως διαβησόμεθα.
9. [105 - 119]
Εἰ δὲ μήτε οἶ ποταμοὶ ,γενήσονται διαβατοὶ, ἡγέμων τε μηδεὶς φανεῖται ἡμῖν, οὐ δεῖ ἡμᾶς ἀθυμεῖν διὰ τοῦτο. οἵ τε γὰρ Μυσοὶ καὶ ἄλλα ἔθνη, βασιλέως ἄκοντος οἰκοῦσιν ἐν τῇ βασιλέως χώρᾳ πολλάς τε καὶ εὐδαίμονας πόλεις. οὕτω δὲ καὶ ἡμᾶς, ὡς ἔμοιγε δοκεῖ, χρὴ κατασκευάζεσθαι ὡς οἰκήσοντας ἐνθάδε. οἷδα γὰρ ὅτι βασιλεὺς δοίη ἂν πολλοὺς ἡγεμόνας τοῖς Μυσοῖς, καὶ ὅτι ποιήσειεν ἂν ὁδοὺς αὐτοῖς, εἰ βούλοιντο ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας. καὶ ἡμῖν γε τρισάσμενος ἐποίει ἂν ταῦτα, εἰ ἑώρα ἡμᾶς παρασκευαζομένους καταμένειν. τοῦτο δὲ καὶ δέδοικα, μὴ ἐπιλαθώμεθα τῆς οἴκαδε ὁδοῦ, ἐὰν μάθωμεν ζῆν ἀργοὶ, καὶ βιοτεύειν ἐν ἀφθονία. δοκεῖ οὖν μοι δίκαιον εἶναι πρῶτον πειρᾶσθαι ἀφικνεῖσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἐπιδεῖξαι τοῖς Ἕλλησιν, ὅτι ἔξεστι τοῖς πενομένοις τῶν πολιτῶν ἐνθάδε κομισαμένοις πλουτίζεσθαι.
10. [120 - 130]
Λοιπόν ἐστί μοι εἰπεῖν ὅπερ καὶ νομίζω εἶναι μέγιστον. ὁρᾶτε γὰρ ὅτι οἱ πολέμιοι οὐ πρόσθεν ἐτόλμησαν πολεμεῖν πρὸς ἡμᾶς, πρὶν συνέλαβον τοὺς στρατηγοὺς ἡμῶν· λαβόντες γὰρ τοὺς ἄρχοντας ἐνόμιζον ἡμᾶς ἀπολέσθαι ἂν ἀναρχίᾳ καὶ ἀταξία. δεῖ οὖν τοὺς μὲν νῦν ἄρχοντας πολὺ ἐπιμελεστέρους γενέσθαι τῶν πρόσθεν ἀρχόντων, τοὺς δὲ ἀρχομένους πολὺ εὐτακτοτέρους εἶναι νῦν ἡ πρόσθεν. ἐὰν δέ τις ἀπειθῇ, δεήσει τὸν ἀεὶ ὑμῶν ἐντυγχάνοντα κολάζειν αὐτὸν σὺν τῷ ἄρχοντι. ἀλλ’ ἤδη ὥρα ἐστι περαίνειν τὸν λόγον· ἴσως γὰρ οἱ πολέμιοι αὐτίκα παρέσονται. ὅτῳ οὖν ταῦτα δοκεῖ καλῶς ἔχειν, ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα.”
11. [131 - 141]
Ἐκ τούτου δὴ ἅπαντες ἀνέτειναν τὰς χεῖρας· καὶ ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο ποιησάμενοι πλαίσιον ἐκ τῶν ὁπλιτῶν, ἔχοντες τὰ ὑποζύγια καὶ τὸν ὄχλον ἐν μέσῳ. καὶ Χειρίσοφος μὲν ἡγεῖτο, δύο δὲ τῶν πρεσβυτάτων στρατηγῶν ἐπεμελοῦντο τῶν πλευρῶν ἑκατέρων, Ξενοφῶν δὲ καὶ Τιμασίων ὠπισθοφυλάκουν. κατακαύσαντες δὲ τὰς ἀμάξας καὶ τὰς σκηνὰς διέβησαν τὸν Ζαπάταν ποταμόν· καὶ ἐκ τούτου Μιθριδάτης ἐπιφαίνεται, ἔχων ἱππέας καὶ τοξότας καὶ σφενδονήτας. ἐπεὶ δὲ ἐγγὺς ἐγένετο, οἱ μὲν αὐτῶν ἐτόξευον· οἱ δὲ ἐσφενδόνων καὶ ἐτίτρωσκον τοὺς Ἕλληνας.
12. [142 - 152]
Ἐκ τούτου ἐδόκει Ξενοφῶντι διωκτέον εἶναι τοὺς πολεμίους· διώκοντες δὲ κατελάμβανον οὐδένα· οὔτε γὰρ ἱππεῖς ἦσαν τοῖς Ἕλλησιν, οὔτε οἱ πεζοὶ ἐδύναντο καταλαμβάνειν τοὺς ἐκείνων πεζούς. ἔνθα δὴ πάλιν ἀθυμία ἦν. ἔδοξε δέ τοῖς στρατηγοῖς κατασκευάζειν σφενδονήτας καὶ ἱππέας ὡς τάχιστα. ἀκούσαντες δὲ Ῥοδίους εἶναι ἐν τῷ στρατεύματι ἐπισταμένους σφενδονᾶν, τούτους τε ἐξελέξαντο καὶ ἄλλους, οἵτινες ἐθέλοιεν τάττεσθαι πρὸς τοῦτο τὸ ἔργον, ὡς διακοσίους. κατεσκεύασαν δὲ εἰς ἱππέας ἵππους σκευοφοροῦντας ὡς πεντήκοντα· καὶ ἵππαρχος ἐπεστάθη αὐτοῖς Λύκιος Ἀθηναῖος.
13. [153 - 164]
Μετὰ ταῦτα ἀφίκοντο ἐπὶ τὸν Τίγρητα ποταμόν. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ Τισσαφέρνης ἐφάνη, ἔχων ἱππέας πολλοὺς καὶ σφενδονήτας καὶ τοξότας. ἐπεὶ δ’ ἐγγὺς ἐγένετο, ἐμβαλεῖν μὲν οὐκ ἐτόλμησεν, σφενδονᾶν δὲ παρήγγειλε τοὺς ἑαυτοῦ καὶ τοξεύειν. ἐπεὶ δὲ οἱ Ῥόδιοι ἐσφενδόνησαν καὶ οἱ τοξόται ἐτόξευσαν, ὁ Τισσαφέρνης ἀπεχώρει ἔξω βελῶν, καὶ αἱ ἄλλοι τάξεις ἀπεχώρησαν. καὶ τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας οἱ μὲν ἐπορεύοντο οἱ δ’ εἵποντο· καὶ οἱ βάρβαροι οὐκέτι ἐσίνοντο τοὺς Ἕλληνας· οἱ γὰρ Ῥόδιοι ἐσφενδόνων μακρότερον τῶν Περσῶν. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ οἱ Ἕλληνες ἐπορεύοντο διὰ τοῦ πεδίου, καὶ Τισσαφέρνης εἵπετο ἀκροοβολιζόμενος.
14. [165 - 176]
Ἔνθα δὴ οἱ Ἕλληνες ἔγνωσαν ὅτι πλαίσιον ἰσόπλευρον πονηρὰ τάξις εἴη τοῖς ὑπὸ πολεμίων διωκομένοις· ἀνάγκη γάρ ἐστι τούς ὁπλίτας ἐκθλίβεσθαι καὶ πορεύεσθαι χαλεπῶς, ἐὰν τὰ κέρατα τοῦ πλαισίου ,συγκύπτῃ, ἢ ὁδοῦ στενῆς οὔστης, ἢ ὀρέων ἀναγκαζόντων ἡ γεφύρας· ὥστε δυνχρήστους εἶναι, ἀτάκτους ὄντας. ὅταν δ’ αὖ τὰ κέρατα διάσχῃ, ἀνάγκη ἐστὶ τοὺς τότε θλιβομένους διασπᾶσθαι, καὶ τὸ μέσον τῶν κεράτων κενὸν γίγνεσθαι, καὶ τοὺς ταῦτα πάσχοντας ἀθυμεῖν, πολεμίων ἑπομένων. καὶ ὁπότε δέοι διαβαίνειν γέφυραν ἢ ἀλλην τινα διάβασιν, ἔκαστος ἔσπευδε, βουλόμενος διαβῆναι πρῶτος· καὶ ἐνταῦθα ῥᾴδιον ἦν τοῖς πολεμίοις ἐπιτίθεσθαι αὐτοῖς.
15. [177 - 188]
Ἐπεὶ δὲ οἱ στρατηγοὶ ἔγνωσαν ταῦτα, ἐποίησαν ἓξ λόχους ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας, καὶ ἐπέστησαν λοχαγοὺς αὐτοῖς, καὶ ἄλλους πεντηκοντῆρας καὶ ἄλλους ἐνωμοτάρχας. οὕτω 66 πορευόμενοι, ὁπότε μὲν τὰ κέρατα συγκόπτοι, οἱ λοχαγοὶ ὑπέμενον ὕστερον, ὥστε τὰ κέρατα μὴ ταράττεσθαι· τότε δὲ παρῆγον ἔξωθεν τῶν κεράτων. ὁπότε δέ αἱ πλευραὶ τοῦ πλαισίου διάσχοιειν, οὗτοι ἀνεξεπίμπλασαν τὸ μέσον, ὥστε τὸ μέσον ἀεὶ ἔμπλεων εἶναι. εἰ δὲ καὶ δέοι διαβαίνειν τινὰ διάβασιν ἢ γέφυραν, οὐκ ἐταράττοντο, ἀλλὰ οἱ λοχαγοὶ διέβαινον ἐν τῷ μέρει. τούτῳ τῷ τρόπῳ ἐπορεύθησαν πολλὰς ἡμέρας διὰ χώρας ὀρεινῆς.
16. [189 - 201]
Μίᾳ δὲ τῶν ἡμερῶν οἱ βάρβαροι καταλαμβάνουσι χωρίον τι ὑψηλὸν ὑπὲρ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ, ᾗ οἱ Ἕλληνες ἔμελλον παριέναι. ἐνταῦθα Ξενοφῶν ὁρῶν τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους οὖσαν ὑπὲρ τοῦ ἑαυτῶν στρατεύματος, καὶ ἀπὸ ταύτης ἔφοδον οὖσαν ἐπὶ τὸν λόφον, ἔνθα οἱ πολέμιοι ἦσαν, λέγει τῷ Χειρισόφῳ· “ Κράτιοτόν ἐστιν, ὦ Χειρίσοφε, ἡμῖν ἱέσθαι ὡς τάχιστα ἐπὶ τὸ άκρον· ἐὰν γὰρ τοῦτο λάβωμεν, οἱ ὑπὲρ τῆς ὁδοῦ πολέμιοι οὐ δυνήσονται μένειν. σὺ δέ, εἰ βούλει, μένε ἐπὶ τῷ στρατεύματι, ἐγὼ δ’ ἐθέλω πορεύεσθαι.” καὶ ὁ Χειρίσοφος, ἐπαινέσας αὐτὸν, συμπέμπει τοὺς παρ’ ἑαυτῷ ὄντας πελταστάς· ἐκέλευσε δὲ καὶ ἄλλους τριακοσίους συνέπεσθαι, οὓς αὐτὸς εἶχεν ἐπιλέκτους ἄνδρας.
17. [202 - 211]
Ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο ὡς ἐδύναντο τάχιστα. οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ λόφου πολέμιοι, ὡς ἐνόησαν αὐτοὺς πορευομένους ἐπὶ τὸ ἄκρον, εὐθὺς καὶ αὐτοὶ ὥρμησαν ἐπὶ τὸ ἀκρον. καὶ ἐνταῦθα πολλὴ μὲν κραυγὴ ἦν τῶν Ἑλλήνων διακελευομένων τοῖς ἑαυτῶν, πολλὴ δέ κραυγὴ τῶν ἀμφὶ Τισσαφέρνην τοῖς ἑαυτῶν διακελευομένων. Ξενοφῶν δὲ παρελαύνων ἐπὶ τοῦ ἵππου παρεκελεύετο· “ Ἄνδρες, νῦν ἐπὶ τὴν Ἐλλάδα ἁμιλλᾶσθε, νῦν πρὸς τοὺς παῖδας καὶ τάς γυναῖκας· νῦν ὀλίγον πονήσαντες ἀμαχεὶ πορευσόμεθα τὴν λοιπὴν ὁδόν.”
18. [212 - 225]
Σωτηρίδης δέ τις εἶπεν· “ Οὐκ ἐξ ἴσον, ὦ Ξενοφῶν, ἐσμεν· σὺ μὲν γὰρ ὀχεῖ ἐφ’ ἵππου, ἐγὼ δὲ χαλεπῶς κάμνω φέρων τὴν ἀσπίδα.” ὁ δὲ Ξενοφῶν ἀκούσας ταύτα, καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἵππου, ὠθεῖται τὸν Σωτηρῶην ἐκ τῆς τάξεως· καὶ ἀφελόμενος τὴν ἀσπίδα ἐπορεύετο ὡς ἐδύνατο τάχιοτα, ἔχων αὐτήν. ἐτύγχανε δὲ καὶ ἔχων θώρακα τὸν ἱππικόν· ὥστε ἐπιέζετο. καὶ παρεκελεύετο τοῖς μὲν ἔμπροσθεν ὑπάγειν, τοῖς δὲ ὄπισθεν παριέναι. οἱ δὲ ἄλλοι στρατιῶται ἔπαιον καὶ ἐλοιδόρουν τὸν Σωτηρίδην, ἔστε ἠνάγκασαν αὐτὸν λαβόντα τὴν ἀσπίδα πορεύεσθαι. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἀναβὰς, ἕως μὲν τὰ χωρία βάσιμα ἦν τῷ ἵππῳ, ἦγεν ἐπὶ τοῦ ἵππου· ἐπεὶ δὲ ἄβατα ἦν, καταλιπὼν τὸν ἵππον ἔσπευδε πεζῇ. καὶ οἱ Ἕλληνες φθάνουσι τοὺς πολεμίους γενόμενοι ἐπὶ τῶ ἄκρῳ.
19. [226 - 243]
Ἔνθα δὴ οἱ μὲν βάρβαροι στραφέντες ἔφευγον, οἱ δὲ Ἕλληνες εἶχον τὸ ἀκρον. ἐπεὶ δὲ κατέβησαν εἰς τὸ πεδίον, ἐνταῦθα πολλὴ ἀπορία ἦν. ἔνθεν μὲν γὰρ ἦν ὄρη ὑπερύψηλα, ἔνθεν δὲ ποταμὸς οὐ διαβατός. καὶ ἐν τούτῳ ἀνήρ τις Ῥόδιος προσελθὼν εἶπεν· “ Ἐγὼ θέλω, ὦ ἄνδρες, διαβιβάσαι ὑμᾶς κατὰ τετρακισωχιλίους ὁπλίτας, ἐὰν πορίσητε ἐμοὶ ταῦτα ὧν δεόμαι, καὶ ἐπιδῶτέ μοι τάλαντον μισθόν.” ἐρωτώμενος δὲ ὅτου δέοιτο, “ Ἀσκῶν,” ἔφη, “δισχιλίων δεήσομαι· ὁρῶ δὲ πολλὰ πρόβατα καὶ αἶγας καὶ βοῦς, ὧν τὰ δέρματα φυσηθέντα ῥᾳδίως ἂν παρέχοι τὴν διάβασιν. δεήσομαι δὲ καὶ τῶν δεσμῶν, οἷς χρῆσθε περὶ τὰ ὑποζύγια· τούτοις ζεύξας τοὺς ἀσκοὺς πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὁρμίσας ἕκαστον λίθοις, ὥσπερ ἀγκύραις, δήσω τοὺς ἀσκοὺς ἀμφοτέρωθεν τοῦ ποταμοῦ· καὶ ἐπιβαλῶ ὕλην τοῖς ἀσκοῖς, καὶ γῆν ἐπὶ τῇ ὕλῃ. τούτοις δὲ ἐπιβάντες οὐ καταδύσεσθε· πᾶς γὰρ ἀσκὸς οἴσει δύο ἄνδρας· ἡ δὲ ὕλη καὶ ἡ γῆ κωλύσουσι μὴ ὀλισθάνειν.”
20. [244 - 255]
Τοῖς δὲ στρατηγοῖς ἀκούσασιταὺτα τὸ μὲν ἐνθύμημα ἐδόκει χαρίεν εἶναι, τὸ δ’ ἔργον ἀδύνατον· ἦσαν γὰρ πέραν τοῦ ποταμοῦ πολλοὶ ἱππεῖς τῶν πολεμίων, οἳ οὐκ ἂν ἐπέτρεπον τοῖς Ἕλλησι ποιεῖν ταῦτα. καὶ διὰ ταῦτα ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς ἀναγκαῖον εἶναι ἐμβαλεῖν διὰ τῶν ὀρέων εἰς Καρδούχους, καὶ ἐντεῦθεν διελθεῖν εἰς Ἀρμενίαν, χώραν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα, ἧς Ὀρόντης ἦρχεν. ἐντεῦθεν ἀφίκοντο ἔνθα ὁ μὲν Τίγρης ποταμὸς παντάπασιν ἄπορος ἧν, πάροδος δὲ οὐκ ἦν· ἀλλὰ τὰ Καρδούχων ὄρη ὑπὲρ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ ἐκρέματο. ἐνταῦθα ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς πορεύεσθαι διὰ τῶν ὀρέων· καὶ πορευόμενοι τῆς νυκτὸς ἀφικνοῦνται ἅμα τῇ ἡμέρᾳ πρὸς τὸ ὄρος.
21. [256 - 266]
Ἔνθα δὴ Χειρίσοφος μὲν ἡγεῖτο τοῦ στρατεύματος, Ξενοφῶν δὲ εἵπετο ὁπισθοφυλακῶν. καὶ οὕτω παρεγένοντο εἰς τὰς κώμας τῶν Καρδούχων. ἔνθα δὴ οἱ μὲν Καρδοῦχοι ἐξέλιπον τὰς οἰκίας, καὶ ἔφευγον ἐπὶ τὰ ὄρη, ἔχοντες καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας· οἱ δὲ Ἓλληνες ἐλάμβανον πολλὰ ἐπιτήδεια ἐκ τῶν κωμῶν. ἐπεὶ δὲ οἱ τελευταῖοι τῶν Ἑλλήνων κατέβαινον εἰς τὰς κώμας, τότε δὴ συλλεγέντες τινὲς τῶν Καρδούχων ἐπετίθεντο αὐτοῖς· καὶ ἀπέκτεινάν τινας καὶ ἄλλους ἔτρωσαν. καὶ ταύτην μὲν τὴν νύκτα ηὐλίσθησαν ἐν ταῖς κώμαις· ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ αὖθις ἐπορεύοντο.
22. [267 - 280]
Καὶ ταύτην μὲν τὴν ἡμέραν οὕτως ἐπορεύθησαν· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ γίγνεται χειμὼν πολὺς, ἀναγκαῖον δ’ ἦν πορεύεσθαι· οὐ γὰρ ἦν ἱκανὰ τὰ ἐπιτήδεια, καί οἰ μὲν πολέμιοι ἰσχυρῶς ἐπετίθεντο αὐτοῖς. ὁ δὲ Χειρίσοφος οὐχ ὑπέμενεν, ἀλλ’ ἦγε ταχέως, ὥστε ἡ πορεία ἐγίγνετο ὁμοία φυγῇ τοῖς ὀπισθοφύλαξι. ἐνταῦθα ὁ Ξενοφῶν ἐλθὼν πρὸς τὸν Χειρίσοφον ᾐτιᾶτο αὐτὸν ὅτι οὐχ ὑπέμεινεν· ὁ δὲ ἀποκρινόμενος, “Βλέψον,” ἔφη, “ πρὸς τὰ ὄρη, καὶ ἰδὲ ὡς πάντα ἐστὶ ἄβατα· μία δὲ αὕτη ἐστὶν ὁδὸς, ἣν ὁρᾷς, ὀρθία· καὶ ἐπὶ ταύτῃ ἄνθρωποι καθῆνται πολλοὶ, φυλάττοντες τὴν ἔκβασιν· οἱ δ’ ἡγεμόνες, οὓς ἔχομεν, οὔ φασιν εἶναι ἄλλην ὁδόν.” ὁ δὲ Ξενοφῶν εἶπεν· “ Ἀλλ’ ἔχω δύο ἄνδρας, οὓς ἔλαβον ζῶντας, ὅπως εἶεν ἡγεμόνες ἡμῖν τῆς ὁδοῦ.”
23. [281 - 293]
Καὶ εὐθὺς ἀγαγόντες τοὺς ἀνθρώπους ἠρώτων αὐτοὺς εἴ τινα εἰδεῖεν ἄλλην ὁδὸν, ἢ τὴν φανεράν. ὁ μὲν οὖν ἔτερος οὐκ ἔφη ἀλλην τινὰ εἰδέναι· ἐπεὶ δὲ ἔλεγεν οὐδὲν ὠφέλιμον, ὁρῶντος τοῦ ἑτέρου κατεσφάγη. ὁ δὲ λοιπὸς ἔλεξεν ὅτι οὗτος οὐ φαίη εἰδέναι, ὅτι εἴη αὐτῷ θυγάτηρ ἐκεῖ ἐκδεδομένη παρ’ ἀνδρί· αὐτὸς δ’ ἔφη ἡγήσεσθαι τῷ στρατεύματι. ἐρωτώμενος δὲ εἰ εἴη τι ἐν τῇ ὁδῷ δυσπάριτον χωρίον, ἔφη εἶναι ἄκρον· εἰ δὲ μὴ προκαταλήψοιντο τοῦτο, ἀδύνατον ἔσεσθαι παρελθεῖν. ἐνταῦθα οἱ στρατηγοὶ συγκαλέσαντες λοχαγοὺς τῶν τε πελταστῶν καὶ τῶν ὁπλιτῶν, ἠρώτων αὐτοὺς εἴ τις εἴη, ὅστις ἐθέλοι ἂν γενέσθαι ἀνὴρ ἀγαθὸς, καὶ ὑποστὰς ἐθελοντὴς πορεύεσθαι. καὶ ὑφίστανται δὴ ὡς δισχίλιοι.
24. [294 - 305]
Καὶ ἦν μὲν δείλη ἤδη, οἱ δὲ στρατηγοὶ ἐκέλευον τοὺς ἐθελοντὰς πορεύεσθαι. καὶ δήσαντες τὸν ἡγεμόνα παραδιδόασιν αὐτοῖς. καὶ συντίθενται τὴν μὲν νύκτα φυλάττειν τὸ χωρίον, ἐὰν λάβωσι τὸ ἄκρον, ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ σημαίνειν τῇ σάλπιγγι· καὶ τοὺς μὲν ἄνω ὄντας ἰέναι ἐπὶ τοὺς πολεμίους τοὺς κατέχοντας τὴν φανερὰν ἔκβασιν. αὐτοὶ δὲ ὑπισχνοῦντο συμβοηθήσειν ἐκβαίνοντες, ὡς ἂν δύναιντο τάχιστα. ταῦτα συνθέμενοι οἱ μὲν δισχίλιοι ἐπορεύοντο· καὶ ὕδωρ πολὺ ἦν ἐξ οὐρανοῦ. Ξενοφῶν δὲ , ἔχων τοὺς ὀπισθοφύλακας ἡγεῖτο πρὸς τὴν φανέραν ἔκβασιν, ὅπως οἱ πολέμιοι προσέχοιεν τὸν νοῦν ταύτῃ τῇ ὁδῷ, καὶ ὅπως οἱ περιϊόντες μάλιστα· λάθοιεν αὐτούς.
25. [306 - 320]
Ἐπεὶ δὲ οἱ ὁπισθοφύλακες ἦσαν ἐπὶ χαράδρᾳ, ἣν ἔδει πρότερον δια-βῆναι, τότε οἱ βάρβαροι ἐκυλίνδουν λίθους καὶ μείζους καὶ ἐλάττους, οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας πταίοντες διεσφενδονῶντο· καὶ παντάπασιν οὐ δυνατὸν ἦν πελάσαι τῇ εἰσόδῳ. ἐπεὶ δὲ σκότος ἐγένετο, καὶ ᾤοντο λήσειν τοὺς πολεμίους ἀπιόντες, τότε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸ δεῖπνον. οἱ δὲ πολέμιοι οὐδὲν ἐπαύσαντο δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς κυλινδοῦντες τοὺς λίθους. οἱ δὲ ἔχοντες τὸν ἡγεμόνα, περιϊόντες κύκλῳ, καταλαμβάνουσι φύλακας τῶν πολεμίων ἀμφὶ πῦρ καθημένους· καὶ τοὺς μὲν κατακτείναντες, τοὺς δέ καταδιώξαντες αὐτοὶ ἔμενον ἐνταῦθα, ὡς κατέχοντες τὸ ἄκρον. οἱ δέ οὐ κατεῖχον αὐτὸ, ἀλλὰ λόφος ἦν ὑπὲρ αὐτῶν, παρ’ ὃν ἦν ἡ στενὴ αὕτη ὁδὸς, ἐφ’ ᾗ οἱ φύλακες ἐκάθηντο. ἔφοδος μέντοι αὐτόθεν ἦν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, οἳ ἐκάθηντο ἐπὶ τῇ φανερᾷ ὁδῷ.
26. [321 - 332]
Ἐπεὶ δὲ ἡμέρα ἐγένετο, ἐπορεύοντο σιγῇ συντεταγμένοι ἐπὶ τοὺς πολεμίους· καὶ γὰρ ἦν ὁμίχλη, ὥστε ἔλαθον αὐτοὺς ἐγγὺς προσελθόντες. ἐπεὶ δὲ εἶδον ἀλλήλους, ἥ τε σάλπιγξ ἐφθέγξατο, καὶ ἀλαλάξαντες ἱέντο ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους. οἱ δὲ οὐκ ἐδέξαντο αὐτοὺς, ἀλλὰ λιπόντες τὴν ὁδὸν ἔφευγον· ὀλίγοι δ’ ἀπέθνησκον· εὔζωνοι γὰρ ἦσαν. οἰ δ’ ἀμφὶ Χειρίσοφον, ἀκούσαντες τῆς σάλπιγγος, εὐθὺς ἱέντο ἄνω κατὰ τὴν φανερὰν ὁδόν. ἄλλοι δέ τῶν στρατηγῶν ἐπορεύοντο κατὰ ἀτριβεῖς ὁδοὺς, ᾗ ἕκαστοι ἔτυχον ὄντες, καὶ ἀνανβάντες ὡς ἐδύναντο ἀνεῖλκον ἀλλήλους τοῖς δόρασι. καὶ οὗτοι πρῶτοι συνέμιξαν τοῖς προκαταλαβοῦσι τὸ χωρίον.
27. [333 - 347]
Ξενοφῶν δὲ ὀπισθοφυλακῶν ἐπορεύετο τῇ αὐτῇ ὁδῷ, ᾗπερ οἱ τὸν ἡγεμόνα ἔχοντες ἐπορεύοντο. πορευόμενοι. δὲ ἐντυγχάνουσι λόφῳ ὑπὲρ τῆς ὁδοῦ κατειλημμένῳ ὑπὸ τῶν πολεμίων, καὶ προσβάλλουσι πρὸς τὸν λόφον. οἱ δὲ βάρβαροι ἐτόξευον καὶ ἔβαλλον, ἐγγὺς δ’ οὐ προσίεντο, ἀλλὰ φυγῇ ἔλειπον τὸ χωρίον. καὶ οἱ Ἕλληνες, παρεληλυθότες τοῦτον τὸν λόφον, ὁρῶσιν ἕτερον λόφον ἔμπροσθεν, κατεχόμενον ὑπὸ τῶν πολεμίων· καὶ τῷ αὐτῷ τρόπῳ αἱροῦσι καὶ τοῦτον. ἔτι δὲ τρίτος λόφος ἦν πολὺ ὀρθιώτατος· ἐπεὶ δὲ οἱ Ἕλληνες ἐγγὺς ἐγένοντο, οἱ βάρβαροι ἔλειπον τοῦτον ἀμαχεί. καὶ Ξενοφῶν μὲν σὺν τοῖς νεωτάτοις ἀνέβαινεν ἐπὶ τὸ ἄκρον, τοὺς δὲ ἄλλους ἐκέλευσεν ἔπεσθαι βραδέως. καὶ ἐν τούτῳ ἄγγελος ἦλθε πεφευγὼς, καὶ ἔλεξεν ὡς οἱ ἐν τῷ πρώτῳ λόφῳ λειφθέντες ἀπηλάθησαν, καὶ ὅτι πολλοὶ ἀπέθανον.
28. [348 - 362]
Ἐνταῦθα δὴ οἱ βάρβαροι ἦλθον ἐπὶ ἐναντιόν τινα λόφον· καὶ ὁ Ξενοφῶν διελέγετο αὐτοῖς περὶ σπονδῶν, καὶ ἀπῄτει τοὺς νέκρονς. οἱ δ’ ἔφασαν ἀποδώσειν ἐπὶ τούτῳ ὥστε μὴ ἀδικεῖν τὰς κώμας· καὶ ὁ Ξενοφῶν συνωμολόγει ταῦτα. ἐν ᾧ δὲ διελέγοντο ταῦτα, πάντες οἱ βάρβαροι ἐκ τούτου τοῦ τόπου συνῆλθον. ἐνταῦθα οἱ πολέμιοι ἵσταντο· καὶ ἐπεὶ οἱ ἀμφὶ Ξενοφῶντα ἤρξαντο καταβαίνειν ἀπὸ τοῦ λόφου πρὸς τοὺς ἄλλους, ἱέντο δὴ οἱ πολέμιοι πολλῷ πλήθει καὶ θορύβῳ. καὶ ἐπεὶ ἐγένοντο επὶ τῆς κορυφῆς τοῦ λόφου, ἀφ’ οὗ Ξενοφῶν κατέβαινεν, ἐκυλίνδουν πέτρας· καὶ ἑνὸς μὲν κατέαξαν τὸ σκέλος, Ξενοφῶντα δὲ ὁ ὑπασπιστὴς ἀπέλιπεν, ἔχων τὴν ἀσπίδα. Εὐρύλοχος δὲ ὁπλίτης προσέδραμεν αὐτῷ, καὶ προβαλλόμενος τὴν ἑαυτοῦ ἀσπίδα πρὸ ἀμφοῖν ἐχώρει· καὶ οἱ ἄλλοι συνέμιξαν τοῖς ἤδη συντεταγμένοις.
29. [363 - 374]
Ἐκ δὲ τούτου πᾶν τὸ Ἑλληνικὸν ὁμοῦ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνησαν ἐν πολλαῖς καὶ καλαῖς οἰκίαις καὶ μεσταῖς ἐπιτηδείων· καὶ γὰρ οἶνος ἦν, ὃν εἶχον ἐν λάκκοις· κονιατοῖς, Ξενοφῶν δὲ καὶ Χειρίσοφος λαβόντες τοὺς νεκροὺς ἀπέδοσαν τὸν ἡγεμόνα, καὶ ἐποίησαν τοῖς ἀποθανοῦσι πάντα τὰ νομιζόμενα, ὡς ἐδύναντο. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἐπορεύοντο ἄνευ ἡγεμόνος· καὶ ἀφικόμενοι ἐπὶ τὸν Κεντρίτην ποταμὸν, ὃς ὁρίζει τὴν Ἀρμενίαν καὶ τὴν τῶν Καρδούχων χώραν, ἐνταῦθα ἀνεπαύσαντο ἐν τῷ πεδίῳ. οὕτως ἀπηλλαγμένοι πάντων τῶν πόνων ἡδέως ἐκοιμήθησαν.
{\Large Chapter V}
1. [1 - 14]
Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ οἱ Ἕλληνες ὁρῶσιν ἱππέας τῶν Ἀρμενίων πέραν τοῦ ποταμοῦ ἐξωπλισμένους, ὡς κωλύσοντας αὐτοὺς διαβαίνειν· ὁρῶσι δὲ καὶ πεζοὺς παρατεταγμένους ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἄνω τῶν ἱππέων. ἐπεὶ δὲ ἑώρων τὸν μὲν ποταμὸν δύσπορον ὄντα, τοὺς δὲ Καρδούχους συνειλεγμένους ἐν τοῖς ὅπλοις, ὡς ἐπικεισομένους αὐτοῖς ὄπισθεν, ἐνταῦθα δὴ πολλὴ ἦν ἀθυμία τοῖς Ἕλλησι ταύτῃ δὲ τῇ νυκτὶ Ξενοφῶν εἶδεν ὄναρ· ἔδοξεν ἐν πέδαις δεδέσθαι, αὖται δὲ ἔδοξαν αὐτόμαται αὐτῷ περιρρυῆναι, ὥστε λυθῆναι αὐτὸν καὶ διαβαίνειν ὅπου ἐβούλετο ἐπεὶ δὲ ὄρθρος ἦν, ἔρχεται πρὸς τὸν Χειρίσοφον, καὶ λέγει ὅτι ἐλπίδας ἔχει πάντα καλῶς ἔσεσθαι, καὶ διηγεῖται αὐτῷ τὸ ὄναρ. ὁ δὲ ἥδετο, καὶ ὡς τάχιστα πάντες οἱ στρατηγοὶ ἐθύοντο· καὶ τὸ ἱερὰ καλὰ ἦν.
2. [15 - 26]
Καὶ ἀπιόντες ἀπὸ τῶν ἱερῶν οἱ στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ παρήγγελλον τῇ στρατιᾷ ἀριστοποιεῖσθαι. καὶ ἀριστῶντι τῷ Ξενοφῶντι δύο νεανίσκω προσέτρεχον· καὶ ἔλεγον τοιάδε, “ Ἐτύχομεν συλλέγοντες φρύγανα, καὶ εἴδομεν ἐν τῷ πέραν τοῦ ποταμοῦ γέροντά τε καὶ γυναῖκας κατατιθεμένους ὥσπερ μαρσίπους ἱματίων ἐν πέτρᾳ ἀντρώδει. ἰδόντες δὲ ἐνομίζομεν ἀσφαλὲς εἶναι διαβῆναι τὸν ποταμόν· ταύτῃ γὰρ τοὺς τῶν πολεμίων ἱππέας οὐκ ἂν δύνασθαι προσβῆναι· ἐκδύντες δὲ γυμνοὶ διεβαίνομεν, ὡς νευσόμενοι· πορευόμενοι δὲ πρόσθεν διέβημεν, πρὶν βρέξαι τοὺς μηρούς· καὶ διαβάντες καὶ λαβόντες τὰ ἱμάτια πάλιν δεῦρο ἥκομεν.”
3. [27 - 39]
Ἀκούσας ταῦτα ὁ Ξενοφῶν ἔσπενδε, καὶ ἐκέλευε τοὺς στρατιώτας εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς. σπείσας δ’ εὐθὺς ἦγε τοὺς νεανίσκους παρὰ τὸν Χειρίσοφον· οἱ δὲ διηγοῦντο αὐτῷ ταὐτά. ἀκούσας δὲ καὶ ὁ Χειρίσοφος σπονδᾶς ἐποίει. καὶ ἔδοξε τοῖς στρατηγοῖς Χειρίσοφον μὲν ἡγεῖσθαι, καὶ διαβαίνειν τὸν ποταμὸν ἔχοντα τὸ ἥμισυ τοῦ στρατεύματος· τὸ δὲ ἥμισυ ἔτι ὑπομένειν οὖν Ξενοφῶντι, τὰ δὲ ὑποζύγια καὶ τὸν ὄχλον διοβαίνειν ἐν μέσῳ τούτων. ἐνταῦθα δὴ ἐπορεύοντο· οἱ δὲ νεανίσκοι ἡγοῦντο ἔχοντες τὸν ποταμὸν ἐν ἀριστερᾷ. καὶ Χειρίσοφος μὲν πρῶτον ἐνέβαινεν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· οἱ δὲ πολέμιοι ὁρῶντες αὐτοὺς διαβαίνοντας φεύγουσιν ἀνὰ κράτος πρὸς τὸ ὄρος.
4. [40 - 59]
Λύκιος δὲ ἔχων τοὺς ἱππέας καὶ Αἰσχίνης ἔχων τοὺς πελταστὰς εἵποντο. Χειρίσοφος δὲ, ἐπεὶ διέβη τὸν ποταμὸν, τοὺς μὲν ἱππέας οὐκ ἐδίωκεν, εὐθὺς δὲ ἐξέβαινεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους τοὺς ἐν τοῖς ἄκροις τεταγμένους. οἱ δὲ ὁρῶντες ταῦτα ἐκλείπουσι τὰ ἄκρα. Ξενοφῶν δὲ, ἐπεὶ ἐώρα τοὺς ἀμφὶ Χειρίσοφον πέραν ἤδη γενομένους, ἀπεχώρει ὡς τάχιστα πρὸς τὸ νῦν διαβαῖνον στράτευμα· καὶ γὰρ οἱ Καρδοῦχοι φανεροὶ ἤδη ἦσαν καταβαίνοντες εἰς τὸ πεδίον, ὡς ἐπιθησόμενοι τοῖς τελευταίοις. καὶ Χειρίσοφος μὲν κατεῖχε τὰ ἄκρα, Λύκιος δέ σὺν ὀλίγοις ἐπιδιώξας τοὺς πολεμίους ἔλαβε τὰ ὑπολειπόμενα τῶν σκευοφόρων, καὶ μετὰ τούτων ἐσθῆτά τε καλὴν καὶ ἐκπώματα. καὶ ἐν τούτῳ τὰ μὲν σκευοφόρα τῶν Ἑλλήνων καὶ ὁ ὄχλος διέβαινε, Ξενοφῶν δὲ στρέψας πρὸς τοὺς Καρδούχους ἔθετο ἀντία αὐτοῖς τὰ ὅπλα, καὶ παρήγγειλε τοῖς λοχαγοῖς ποιήσασθαι τοὺς λόχους, καὶ ἰέναι πρὸς τῶν Καρδούχων· οὐραγοὺς δὲ ἐκέλευσε καταστήσασθαι πρὸς τοῦ ποταμοῦ. οἱ δὲ Καρδοῦχοι, ὡς ἑώρων τοὺς ὀπισθοφύλακας ὀλίγους ἤδη γενομένους, θᾶττον δὴ ἐπῄεσαν ᾠδάς τινας ᾄδοντες.
5. [60 - 73]
Ὁ δὲ Χειρίσοφος πέμπει παρὰ Ξενοφῶντα τοὺς πελταστὰς καὶ σφενδονήτας καὶ τοξότας, καὶ κελεύει αὐτοὺς ποιεῖν ὅτι ἂν ἐκεῖνος παραγγέλλῃ. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἰδὼν αὐτοὺς ἤδη διαβαίνοντας, πέμψας ἄγγελον κελεύει αὐτοὺς μεῖναι ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ καὶ μὴ διαβαίνειν· ὅταν δὲ οἱ παρ’ ἑαυτῷ ἄρξωνται διαβαίνειν, τότε ἐμβαίνειν ὡς διαβησομένους, πρόσω δὲ τοῦ ποταμοῦ μὴ προβαίνειν. τοῖς δὲ παρ’ ἑαυτῷ παρήγγειλεν, ἐπειδὴ σφενδόνη ἐξικνοῖτο πρὸς αὐτοὺς καὶ ἀσπὶς ψοφοῖ, θεῖν εἰς τοὺς πολεμίους· ἐπεὶ δὲ οἱ πολέμιοι ἀναστρέψειαν, καὶ ὁ σαλπιγκτὴς σημήνειε τὸ πολεμικὸν ἐκ τοῦ ποταμοῦ, τότε πάντας ἀναστρέψαι καὶ διαβαίνειν ὡς τάχιστα, ᾗ ἕκαστος εἶχε τὴν τάξιν· ἔλεγε δὲ ὅτι οὗτος ἔσοιτο ἄριστος, ὅστις πρῶτος ἐν τῷ πέραν γένοιτο.
6. [74 - 87]
Οἱ δὲ Καρδοῦχοι, ὁρῶντες τοὺς λοιποὺς ὀλίγους ἤδη ὄντας, ἐνταῦθα δὴ ἐπέκειντο θρασέως καὶ ἤρχοντο σφενδονᾶν καὶ τοξεύειν. οἱ δὲ Ἕλληνες παιανίσαντες ὥρμησαν δρόμῳ ἐπ’ αὐτούς· οἱ δὲ οὐκ ἐδέξαντο. ἐν τούτῳ ὁ σαλπιγκτὴς σημαίνει· καὶ οἱ μὲν πολέμιοι ἔφευγον πολὺ ἔτι θᾶττον· οἱ δὲ Ἕλληνες ἀναστρέψαντες ἔφευγον διὰ τοῦ ποταμοῦ ὡς τάχιστα. τῶν δὲ πολεμίων οἱ μέν τινες ὁρῶντες ταῦτα πάλιν ἔδραμον ἐπὶ τὸν ποταμὸν καὶ τοξεύοντες ἔτρωσαν ὀλίγους τῶν Ἑλλήνων οἱ δὲ πολλοὶ αὐτῶν ἔτι φανεροὶ ἦσαν φεύγοντες· οἱ δὲ ὑπὸ Χειρισόφου πρότερον πεμφθέντες παρὰ Ξενοφῶντα προῄεσαν εἰς τὸν ποταμὸν προσωτέρω ἢ ἔδει, καὶ ὕστερον τῶν μετὰ Ξενοφῶντας διέβησαν πάλιν· τούτων δέ τινες ἐτρώθησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων.
7. [88 - 99]
Ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν διὰ τῆς Ἀρμενίας ἐπὶ τὸν Τηλεβόαν ποταμόν. ὕπαρχος δ’ ἦν ταύτης τῆς χώρας Τιρίβαζος, ὃς καὶ βασιλεῖ φίλος ἐγένετο. οὗτος εἶπεν ὅτι βούλοιτο σπείσασθαι τοῖς Ἕλλησι· καὶ ταῦτα ἔδοξε τοῖς στρατηγοῖς, καὶ ἐσπείσαντο. στρατοπεδευομένων δ’ αὐτῶν ἐν τῇ χώρᾳ, γίγνεται τῆς νυκτὸς χιὼν πολλὴ, ὥστε ἀπέκρυψε καὶ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἀνθρώπους κατακειμένους· καὶ ἡ χιὼν συνεπόδισε τὰ ὑποζύγια. καὶ πολὺς ὄκνος ἦν ἀνίστασθαι· ἐπεὶ δὲ Ξενοφῶν ἐτόλμησεν ἀνίστασθαι καὶ σχίζειν ξύλα, τάχα ἀναστάς τις καὶ ἄλλος ἀφελόμενος ἐκείνου τὰ ξύλα ἔσχιζεν. ἐκ δὲ τούτου καὶ οἱ ἄλλοι ἀναστάντες πῦρ ἔκαιον.
8. [100 - 112]
Μετὰ ταῦτα ἐδόκει διασκηνῆσαι εἰς στέγας κατὰ τὰς κώμας. ἔνθα δὴ οἱ στρατιῶται σὺν πολλῇ ἡδονῇ ᾔεσαν ἐπὶ τὰς στέγας καὶ τὰ ἐπιτήδεια· καὶ ἐνταῦθα διήγαγον τὴν νύκτα. τῇ δ’ ὑστεραία ἐπορεύοντο διὰ χιόνος πολλῆς ἐπὶ τὸν Εὐφράτην ποταμὸν, καὶ διέβαινον αὐτόν· αἱ δὲ πηγαὶ αὐτοῦ ἐλέγοντο οὐ πρόσω εἶναι. ἐντεῦθεν δὲ ἐπορεύοντο ἡμέραν ὅλην διὰ χιόνος, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐβουλιμίασαν. Ξενοφῶν δὲ ἠγνόει ὅ τι τὸ πάθος εἴη. εἶπε δέ τις αὐτῷ ὅτι οἱ ἄνθρωποι βουλιμιῷεν, καὶ ὅτι φαγόντες τι ἀναστήσαντο. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἀκούσας ταῦτα περιῄει περὶ τὰ ὑποζύγια, καὶ εἴ πού τι ὁρῴη βρωτὸν, διεδίδου τοῖς βουλιμιῶσιν. ἐπειδὴ δέ τι φάγοιεν, ἀνίσταντο καὶ ἐπορεύοντο.
9. [113 - 125]
Πορευομένων δὲ Χειρίσοφος μὲν ἀφικνεῖται ἀμφὶ κνέφας πρὸς κώμην, καὶ καταλαμβάνει γυναῖκας καὶ κόρας ὑδροφορούσας πρὸς τῇ κρήνῃ ἔμπροσθεν τοῦ ἐρύματος. αὗται ἠρώτων αὐτοὺς τίνες εἶεν. ὁ δὲ ἑρμηνεὺς εἶπε Περσιστὶ ὅτι πορεύοιντο παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην. αἱ δὲ ἀπεκρίναντο ὅτι οὐκ εἴη ἐνταῦθα, ἀλλ’ ἀπέχοι ὅσον παρασάγγην. οἱ δὲ, ἐπεὶ ὄψε ἦν, συνεισέρχονται πρὸς τὸν κωμάρχην εἰς τὸ ἔρυμα σὺν ταῖς ὑδροφόροις. Χειρίσοφος μὲν οὖν, καὶ ὅσοι τῶν στρατιωτῶν ἐδυνήθησαν, ἐνταῦθα ἐστρατοπεδεύσαντο, τῶν δὲ ἄλλων οἱ μὴ δυνάμενοι ἀφικνεῖσθαι ἐνταῦθα ἐνυκτέρευσαν ἄσιτοι καὶ ἄνευ πυρός· καὶ ἐνταῦθά τινες τῶν στρατιωτῶν ἀπώλοντο.
10. [126 - 136]
Ἐλείποντο δὲ καί τινες οἵ τε διεφθαρμένοι τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπὸ τῆς χιόνος, οἵ τε ἀποσεσηπότες τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν ὑπὸ τοῦ ψύχους. ἦν δὲ τοῖς μὲν ὀφθαλμοῖς ἐπικούρημα τῆς χιόνος, εἴ τις μέλαν τι ἔχων πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν πορεύοιτο, τοῖς δὲ ποσὶν, εἴ τις κινοῖτο καὶ μηδέποτε ἔχοι ἡσυχίαν, καὶ εἰ ὑπολύοιτο τὸ ὑποδήματα τὴν νύκτα. εἰ δέ τινες ἐκοιμῶντο ὑποδεδεμένοι, οἱ ἱμάντες εἰσεδύοντο εἰς τοὺς πόδας, καὶ τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυτο· καὶ γὰρ, ἐπειδὴ τὰ ἀρχαῖα ὑποδήματα ἐπέλιπεν αὐτοὺς, ἐποίησαν καρβατίνας ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν.
11. [137 - 152]
Διὰ ταῦτα οὖν ὑπελείποντό τινες τῶν στρατιωτῶν· καὶ ἰδόντες μέλαν τι χωρίον εἴκαζον τὴν χιόνα αὐτόθι τετηκέναι· καὶ ἐτετήκει διὰ θερμήν τινα κρήνην, ἢ πλησίον ἦν ἀτμίζουσα ἐν νάπῃ. ἐνταῦθα οὖν ἐκάθηντο, καὶ οὐκ ἔφασαν πορεύεσθαι. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐδεῖτο αὐτῶν μὴ ἀπολείπεσθαι, λέγων ὅτι πολλοὶ πολέμιοι ἕποιντο· τέλος δὲ καὶ ἐχαλέπαινεν. οἱ δὲ ἐκέλευον κτείνειν· οὐ γὰρ ἔφασαν δύνασθαι πορευθῆναι. ἐνταῦθα ἔδοξε κράτιστον εἶναι φοβῆσαι τοὺς ἑπομένους πολεμίους, ὅπως μὴ ἐπίοιεν τοῖς κάμνουσι. καὶ ἦν μὲν σκότος ἤδη, οἱ δὲ πολέμιοι προσῄεσαν πολλῷ θορύβῳ. ἔνθα δὴ οἱ ὀπισθοφύλακες ἐξαναστάντες ἔδραμον εἰς τοὺς πολεμίους· οἱ δὲ κάμνοντες, ἀνακραγόντες ὅσον ἐδύναντο, ἔκρουσαν τὰς ἀσπίδας πρὸς τὰ δόρατα. οἱ δὲ πολέμιοι δείσαντες ἧκαν ἑαυτοὺς κατὰ τῆς χιόνος εἰς τὴν νάπην, καὶ οὐδεὶς ἔτι ἐφθέγξατο οὐδέν.
12. [153 - 162]
Καὶ Ξενοφῶν μὲν καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἐπορεύοντο· τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ὁ μὲν Ξενοφῶν πέμψας πρὸς τοὺς ἀσθενοῦντας τοὺς νεωτάτους ἐκέλευεν ἀναγκάζειν αὐτοὺς προϊέναι, Χειρίσοφος δὲ πέμπει τινὰς ἐκ τῆς κώμης σκεψομένους πῶς οἱ τελευταῖοι ἔχοιεν. οἱ δὲ παρέδοσαν μὲν τούτοις τοὺς ἀσθενοῦντας κομίζειν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον· αὐτοὶ δὲ ἐπορεύοντο, καὶ ἦλθον εἰς τὴν κώμην ἔνθα Χειρίσοφος ηὐλίζετο. καὶ Χειρίσοφος μὲν αὐτοῦ ἔμενεν, οἱ δὲ ἄλλοι στρατηγοὶ διέλαχον ἀλλήλοις τὰς κώμας, ἃς ἑώρων, ἕκαστοι ἔχοντες τοὺς ἑαυτῶν ἄνδρας.
13. [163 - 174]
Ἐν δὲ ταύταις ταῖς κώμαις αἱ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι, ἔχουσαι τὸ μὲν στόμα ὥσπερ φρέατος, κάτω δὲ εὐρεῖαι· καί τοῖς μὲν ὑποζυγίοις αἱ εἴσοδοι ὀρυκταὶ ἦσαν, οἱ δὲ ἄνθρωποι κατέβαινον ἐπὶ κλίμακος. ἐν δὲ ταῖς οἰκίαις ἦσαν αἶγες, οἶες, βόες, ὄρνιθες, καὶ τὰ ἔκγονα τούτων· τὰ δὲ κτήνη πάντα ἔνδον ἐτρέφετο χιλῷ. ἦσαν δὲ καὶ πυροὶ καὶ κριθαὶ καὶ ὄσπρια καὶ οἶνος κρίθινος ἐν κρατῆρσιν· ἐν οἷς καὶ αὐταὶ αἱ κριθαὶ ἐνῆσαν. καὶ κάλαμοι ἐνέκειντο αὐτοῖς, οἰ μὲν μείζους, οἱ δὲ ἐλάττους· τούτους δὲ λάβοντες εἰς τὸ στόμα ἔμυζον, καὶ ὁ οἶνος ἦν πάνυ ἄκρατος, εἰ μή τις ἐπιχέοι ὕδωρ· ἐπεὶ δέ τις συνεθισθείη αὐτῷ, πάνυ ἡδὺς ἦν.
14. [175 - 188]
Ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας πολλάς· μετὰ, δὲ τοῦτο ἐπορεύθησαν παρὰ τὸν Φᾶσιν ποταμόν. ἐπὶ δὲ τῇ εἰς τὸ πεδίον ὑπερβολῇ ἀπήντησαν αὐτοῖς Χάλυβες καὶ Τάοχοι καὶ Φασιανοί. Χειρίσοφος δὲ, ἐπεὶ κατεῖδε τοὺς πολεμίους ἐπὶ τῇ ὑπερβολῇ, ἐπαύσατο πορευόμενος· καὶ συγκαλέσας τοὺς στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς ἔλεξεν ὧδε· “ Οἱ μὲν πολέμιοι, ὡς ὁρᾶτε, κατέχουσι τὰς ὑπερβολὰς τοῦ ὄρους· ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ παραγγεῖλαι μὲν τοῖς στρατιώταις ἀριστοποιεῖσθαι, ἡμᾶς δὲ βουλεύεσθαι εἴτε τήμερον εἴτε αὔριον δοκεῖ ὑπερβάλλειν τὸ ὄρος.” “ Ἐμοὶ δέ γε,” ἔφη ὁ Κλεάνωρ, “ δοκεῖ ὡς τάχιστα ἰέναι ἐπὶ τοὺς ἄνδρας. εἰ γὰρ διατρίψομεν τήνδε τὴν ἡμέραν, οἵ τε νῦν ἡμᾶς ὁρῶντες πολέμιοι ἔσονται θαρραλεώτεροι, καὶ ἄλλοι πλείους τούτων προσγενήσονται.”
15. [189 - 198]
Μετὰ τοῦτον Ξενοφῶν εἶπεν· “ Ἐγὼ δὲ οὕτω γιγνώσκω. εἰ μὲν ἀνάγκη ἐστὶ μάχεσθαι, δεῖ τοῦτο παρασκευάσασθαι, ὅπως ὡς κράτιστα μαχούμεθα· εἰ δὲ βουλόμεθα ὡς ῥᾷστα ὑπερβάλλειν τὸ ὄρος, τοῦτο δεῖ σκέψασθαι, ὅπως ὡς ἐλαχίστους ἄνδρας ἀποβάλωμεν. πολὺ οὖν κρεῖττόν μοι δοκεῖ πειρᾶσθαι κλέψαι τι τοῦ ἐρήμου ὄρους λαθόντας, ἢ μάχεσθαι πρὸς ἰσχυρᾰ χωρία καὶ ἄνδρας παρεσκευασμένους. καὶ κλέψαι δὲ οὐκ ἀδύνατόν μοι δοκεῖ εἶναι, ἐπεὶ ἔξεστιν ἡμῖν ἰ¬έναι νυκτὸς, ὥστε μὴ ὁρᾶσθαι ὑπερβαίνοντας.”
16. [199 - 209]
“ Ἀτάρ τί ἐγὼ σνμβάλλομαι λόγους περὶ κλοπῆς; ἔγωγε γὰρ, ὦ Χειρίσοφε, ἀκούω ὑμᾶς τοὺς Λακεδαιμονίους εὐθὺς ἐκ παίδων μελετᾶν κλέπτειν, καὶ οὐκ αἰσχρὸν εἶναι ἐν ὑμῖν, ἀλλά καλὸν κλέπτειν ὅσα νόμος μὴ κωλύει. ὅπως δὲ ὡς κράτιστα κλέπτητε, νόμιμόν ἐστιν ὑμῖν μαστιγοῦσθαι, ἐὰν ληφθῆτε κλέπτοντες. νῦν οὖν καιρός σοί ἐστιν ἐπιδείξασθαι τὴν παιδείαν, καὶ φυλάξασθαι μὴ ληφθῶμεν κλέπτοντές τι τοῦ ὄρους, ὅπως μὴ πληγὰς λάβωμεν.” “Ἀλλὰ μέντοι,” ἔφη ὁ Χειρίσοφος, “ καὶ ἐγὼ ἀκούω ὑμᾶς τοὺς Ἀθηναίους δεινοὺς εἶναι κλέπτειν τὰ δημόσια· ὥστε ὥρα ἐστὶ καὶ σοὶ ἐπιδείκνυσθαι τὴν παιδείαν.”
17. [210 - 220]
“ Ἐγὼ μὲν τοίνυν,” ἔφη ὁ Ξενοφῶν, “ ἕτοιμός εἰμι, ἔχων τοὺς ὀπισθοφύλακας, ἰέναι καταληψόμενος τὸ ὄρος. ἔχω δὲ καὶ ἡγεμόνας· τούτων δὲ πυνθάνομαι ὅτι τὸ ὄρος οὐκ ἄβατόν ἐστι. ἐλπίζω δὲ τοὺς πολεμίους οὐκέτι μενεῖν, ἐπειδᾶν ἴδωσιν ἡμᾶς ἐπὶ τῶν ἄκρων· οὐδὲ γὰρ νῦν ἐθέλουσι καταβαίνειν εἰς τὸ ἴσον ἡμῖν.” ὁ δὲ Χειρίσοφος εἶπε· “ Καὶ τί δεῖ σὲ ἰέναι καὶ λιπεῖν τὴν ὀπισθοφυλακίον ; ἀλλὰ πέμψον ἄλλους, ἐὰν μή τινες φαίνωνται ἐθελονταί.” ἐκ τούτου ἐθελονταὶ ἐφαίνοντο πολλοί· καὶ ἐποιήσαντο σύνθημα, ὁπότε ἔχοιεν τὰ ἄκρα, πυρᾶ καίειν πολλά.
18. [221 - 232]
Ἐπειδὴ δὲ νὺξ ἐγένετο, οἱ μὲν ταχθέντες ἀπήρχοντο, καὶ κατέλαβον τὸ ὄρος· οἱ δὲ ἄλλοι ἀνεπαύοντο. ἅμα δὲ τῇ ἡμέρα Χειρίσοφος μὲν ἦγε κατὰ τὴν ὁδὸν, οἱ δὲ καταλαβόντες τὸ ὄρος ἐπῄεσαν κατὰ τὰ ἄκρα. καὶ οὗτοι συμμιγνύασι μέρει τῶν πολεμίων, καὶ οἱ Ἕλληνες νικῶσι καὶ διώκουσιν αὐτούς. ἐν τούτῳ οἱ μὲν πελτασταὶ τῶν Ἑλλήνων ἔθεον ἐκ τοῦ πεδίου πρὸς τοὺς παρατεταγμένους, Χειρίσοφος δὲ ἐφείπετο σὺν τοῖς ὁπλίταις, οἱ δὲ λοιποὶ τῶν πολεμίων, ἐπειδὴ ἑώρων τούτους ἡττωμένους, ἔφευγον· οἱ δὲ Ἕλληνες, θύσαντες καὶ στησάμενοι τρόπαιον, κατέβησαν πάλιν εἰς δὲ πεδίον, καὶ ἦλθον εἰς κώμας μεστὰς πολλῶν ἐπιτηδείων.
19. [233 - 245]
Ἐκ δὲ τούτων ἐπορεύθησαν εἰς Ταόχους· καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπεν· οἱ γὰρ Τάοχοι ᾤκουν χωρία ἰσχυρὰ, εἰς ἃ ἀνεκομίσαντο πάντα τὰ ἐπιτήδεια. ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο πρὸς χωρίον τι, ἐν ᾧ καὶ ἄνδρες ἦσαν καὶ γυναῖκες καὶ κτήνη πολλὰ, Χειρίσοφος λέγει τῷ Ξενοφῶντι· “ Τοῦτο τὸ χωρίον αἱρετέον ἐστὶν ἡμῖν· τῇ γὰρ στρατιᾷ οὐκ ἔστι τὰ ἐπιτήδεια, εἰ μὴ ληψόμεθα τὸ χωρίον.” ἐνταῦθα δὴ ἐβουλεύοντο· καὶ τοῦ Ξενοφῶντος ἐρωτῶντος τί κωλύοι αὐτοὺς εἰσελθεῖν, ὁ Χειρίσοφος εἶπεν· “ Αὕτη μία ἐστὶ πάροδος, ἣν ὁρᾷς· ὅταν δέ τις πειρᾶται ταύτῃ παριέναι, οἱ πολέμιοι κυλινδοῦσι λίθους ὑπὲρ ταύτης τῆς πέτρας, καὶ συντρίβουσι καὶ σκέλη καὶ πλευρὰς τῶν στρατιωτῶν.”
20. [246 - 257]
“ Ἀλλὰ, ” ἔφη ὁ Ξενοφῶν, “τὸ χωρίον, ὃ δεῖ ἡμᾶς διελθεῖν, σχεδὸν τρία ἡμίπλεθρά ἐστι· τούτου δὲ ὅσον πλέθρον δασύ ἐστι πίτυσι μεγάλαις, ὑφ’ αἷς ἑστηκότες ἄνδρες οὐδὲν ἂν πάσχοιεν ὑπὸ τῶν κυλινδουμένων λίθων. τὸ δὲ λοιπὸν χωρίον γίγνεται ὡς ἡμίπλεθρον, ὁ δεῖ παραδραμεῖν, ὅταν οἱ πολέμιοι λήγωσι βάλλοντες τοὺς λίθους. πορευώμεθα οὖν ἐνταῦθα, ἔνθεν δεήσει ἡμῖν παραδραμεῖν μικρόν τι, καὶ ῥᾴδιον ἔσται ἀπελθεῖν, ἐὰν βουλώμεθα.” ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο Χειρίσοφος καὶ Ξενοφῶν καὶ Καλλίμαχος λοχαγός· καὶ μετὰ τοῦτο ἄνθρωποι ἀπῆλθον ὑπὸ τὰ δένδρα ὡς ἑβδομήκοντα, οὐκ ἀθρόοι, ἀλλὰ καθ’ ἕνα, ἕκαστος φυλαττόμενος ὡς ἐδύνατο.
21. [258 - 275]
Ἔνθα δὴ Καλλίμαχος μηχανᾶταί τι. προέτρεχε δύο ἢ τρία βήματα ἀπὸ τοῦ δένδρου, ὑφ’ ᾧ αὐτὸς ἦν· ἐπειδὴ δὲ οἱ λίθοι φέροιντο, ἀνεχώρει εὐπετῶς· ἐπεὶ δὲ προδράμοι, πλέον ἢ δέκα ἅμαξαι πετρῶν ἑκάστοτε ἀνηλίσκοντο. ὁ δὲ Ἀγασίας, δείσας μὴ οὐ πρῶτος αὐτὸς παραδράμοι εἰς τὸ χωρίον, ὁρμᾶται μόνος, καὶ παρέρχεται πάντας τοὺς ἑταίρους. ὁ δὲ Καλλίμαχος, ὁρῶν αὐτὸν παριόντα, ἐπιλαμβάνεται αὐτοῦ τῆς ἴτυος· ἐν δὲ τούτῳ Ἀριστώνυμος παρατρέχει αὐτοὺς, καὶ μετὰ τοῦτον Εὐρύλοχος· καὶ οὕτως αἱροῦσι τὸ χωρίον. ἐνταῦθα δὴ δεινὸν ἦν θέαμα. αἱ γὰρ γυναῖκες ἔρριπτον τά τε παιδία καὶ ἑαυτὰς κατὰ τῶν πετρῶν, καὶ οἱ ἄνδρες ἐποίουν ταὐτά. ἔνθα δὴ λοχαγός τις ἰδών τινα τῶν πολεμίων καταρρίψοντα ἑαυτὸν, στολὴν ἔχοντα καλὴν, ἐπιλαμβάνεται αὐτῆς· ὁ δὲ ἐπισπᾶται τὸν λοχαγόν· καὶ ἀμφότεροι ᾤχοντο κατὰ τῶν πετρῶν φερόμενοι καὶ ἀπέθανον. ἐντεῦθεν ἄνθρωποι μὲν πάνυ ὀλίγοι ἐλήφθησαν, βόες δὲ καὶ ὄνοι πολλοὶ καὶ πρόβατα.
22. [276 - 292]
Ἐντεῦθεν ἐπορεύθησαν διὰ Χαλύβων, καὶ ἀφίκοντο ἐπὶ Ἅρπασον ποταμόν· ἐντεῦθεν δὲ ἦλθον πρὸς πόλιν μεγάλην, ἣ ἐκαλεῖτο Γυμνίας. ἐκ ταύτης τῆς πόλεως ὁ τῆς χώρας ἅρχων πέμπει ἡγεμόνα τοῖς Ἕλλησιν· ἐλθὼν δὲ ἐκεῖνος εἶπεν ὅτι ἄξοι αὐτοὺς πέντε ἡμερῶν εἰς χωρίον ὅθεν ὄψοιντο θάλατταν. ὁ δὲ ἡγεῖτο αὐτοῖς· καὶ ἀφικνοῦνται ἐπὶ τὸ ὄρος τῇ πέμπτῃ ἡμέρᾳ· ὄνομα δὲ τῷ ὄρει ἦν Θήχης. ἐπεὶ δὲ οἱ πρῶτοι ἐγένοντο ἐπὶ τοῦ ὄρους καὶ κατεῖδον τὴν θάλατταν, κραυγὴ πολλὴ ἐγένετο. ὁ δὲ Ξενοφῶν καὶ οἱ ὀπισθοφύλακες ἀκούσαντες ᾠήθησαν πολεμίους ἐπιτίθεσθαι τοῖς ἔμπροσθεν. ἐπειδὴ δὲ βοὴ πλείων ἐγίγνετο, καὶ οἱ ἀεὶ ἐπιόντες ἔθεον δρόμῳ ἐπὶ τοὺς ἀεὶ βοῶντας, ἐδόκει δὴ τῷ Ξενοφῶντι μεῖζόν τι εἶναι· καὶ ἀναβὰς ἐφ’ ἵππον καὶ ἀναλαβὼν τοὺς ἱππέας παρεβοήθει. καὶ τάχα δὴ ἀκούουσι τῶν στρατιωτῶν βοώντων θάλαττα, θάλαττα, καὶ παρακελευομένων ἀλλήλοις.
23. [293 - 301]
Ἔνθα δὴ πάντες ἔθεον, καὶ τὰ ὑποζύγιᾳ καὶ οἱ ἵπποι ἠλαύνοντο. ἐπεὶ δὲ πάντες ἀφίκοντο ἐπὶ τὸ ἄκρον, ἐνταῦθα δὴ περιέβαλλον ἀλλήλους καὶ στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς δακρύοντες· καὶ εὐθὺς οἱ στρατιῶται φέρουσι λίθους καὶ ποιοῦσι κολωνὸν μέγαν. μετὰ ταῦτα οἱ Ἕλληνες ἀποπέμπουσι τὸν ἡγεμόνα δῶρα δόντες αὐτῷ, ἵππον καὶ φιάλην ἀργυρᾶν καὶ σκευὴν Περσικὴν καὶ χρήματα· ὁ δέ δείξας αὐτοῖς κώμην, οὗ ἔδει σκηνεῖν, καὶ τὴν ὁδὸν ἢν πορεύσοιντο εἰς Μάκρωνας, ᾤχετο τῆς νυκτός.
24. [302 - 311]
Ἐντεῦθεν οἱ Ἕλληνες ἐπορεύοντο διὰ Μακρώνων· οἱ δὲ Μάκρωνες παρήγαγον αὐτοὺς ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐπὶ τὰ Κόλχων ὅρια. ἐνταῦθα ἦν ὄρος μέγα, καὶ ἐπὶ τούτου οἱ Κόλχοι παρατεταγμένοι ἦσαν. καὶ τὸ μὲν πρῶτον οἱ Ἕλληνες ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα· ἔπειτα δὲ ἔδοξε τοῖς στρατηγοῖς ποιῆσαι ὀρθίους τοὺς λόχους. Ξενοφῶν δὲ ἀπιὼν ἐπὶ τὸ εὐώνυμον ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ ἔλεγε τοῖς στρατιώταις· “ Ἀνδρες, οὗτοι οὓς ὁρᾶτε μόνοι ἔτι κωλύουσιν ἡμᾶς τὸ μὴ ἤδη εἶναι, ἔνθα πάλαι ἐσπεύδομεν ἀφικέσθαι. τούτους, ἐάν πως δυνώμεθα, δεῖ καὶ ὠμοὺς καταφαγεῖν.”
25. [312 - 324]
Ἐπεὶ δὲ ἕκαστοι ἐγένοντο ἐν ταῖς χώραις, καὶ ἐποιήσαντο ὀρθίους τοὺς λόχους, οἱ στρατηγοὶ παρήγγειλαν εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς. εὐξάμενοι δὲ καὶ παιανίσαντες ἐπορεύοντο. οἱ δὲ πολέμιοι, ὡς εἶδον αὐτοὺς δρόμῳ θέοντας, ἔφευγον. οἱ δὲ Ἕλληνες ὑπερβάντες τὸ ὄρος ἐστρατοπεδεύσαντο ἐν κώμαις πολλαῖς καὶ μέσταις ἐπιτηδείων. καὶ σμήνη πολλὰ ἦν αὐτόθι· καὶ ὅσοι τῶν στρατιωτῶν ἔφαγον τῶν κηρίων, πάντες ἐγίγνοντο ἄφρονες, καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο ἵστασθαι ὄρθος. οὕτω δὲ πολλοὶ ἔκειντο, ὥσπερ τροπῆς γεγενημένης, καὶ πολλὴ ἦν ἀθυμία· τῇ δ’ ὑστεραίᾳ οὐδεὶς μὲν ἀπέθανε, ἀμφὶ δὲ τὴν αὐτὴν ὥραν ἀνεφρόνουν· τρίτῃ δὲ καὶ τετάρτῃ ἡμέρα· ἀνίσταντο, ὥσπερ φάρμακον πεπωκότες.
26. [325 - 341]
Ἐντεῦθεν δὲ ἦλθον ἐπὶ θάλατταν εἰς Τραπεζοῦντα, πόλιν Ἑλληνίδα ἐν τῇ Κόλχων χώρᾳ. ἐνταῦθα ἐποίησαν ἀγῶνα γυμνικὸν ἐν τῷ ὄρει, ἔνθαπερ ἐσκήνουν. εἵλοντο δὲ Δρακόντιον Σπαρτιάτην καθιστάναι τὸν ἀγῶνα, καὶ ἐκέλευον αὐτὸν δεῖξαι ὅπου δέοι τρέχειν. ὁ δὲ δείξας τὸν λόφον, ἐν ᾧ εἱστήκεσαν, εἶπεν· “ Οὗτος ὁ λόφος κάλλιστος ἔσται τῷ ἀγῶνι.” “ Πῶς οὖν,” ἔφασαν, “ δυνήσονται παλαίειν ἐν χώρᾳ οὕτω σκληρᾷ καὶ δασείᾳ ; ” ὁ δὲ εἶπεν, “ Ὁ καταπεσὼν μᾶλλόν τι ἀνιάσεται.” καὶ παῖδες μὲν πολλοὶ τῶν αἰχμαλώτων ἠγωνίζοντο, Κρῆτες δὲ πλείους ἢ ἐξήκοντα ἔθεον· πάλη δὲ ἦν καὶ πυγμὴ καὶ παγκράτιον. ἔθεον δὲ καὶ ἵπποι· καὶ ἔδει αὐτοὺς ἐλάσαντας κατὰ τοῦ λόφον ἀναστρέψαι ἐν τῇ θαλάττῃ καὶ πάλιν ἄνω ἐλθεῖν πρὸς τὸν βωμόν. καὶ οἱ μὲν πολλοὶ ἐκυλινδοῦντο κάτω, οἱ δὲ ἵπποι μόλις ἐπορεύοντο πρὸς τὸ ὄρθιον· ἔνθα πολλὴ κραυγὴ καὶ γέλως καὶ παρακέλευσις ἐγίγνετο.
{\Large Chapter VI}
1. [1 - 14]
Μετὰ ταῦτα οἱ Ἕλληνες ἐβουλεύοντο περὶ τῆς λοιπῆς πορείας· πρῶτος δὲ Ἀντιλέων ἀνέστη καὶ ἔλεξεν ὧδε· “ Ἔγωγε, ὦ ἄνδρες, ἀποκάμνω ἤδη βαδίζων καὶ τρέχων καὶ φέρων τὰ ὅπλα καὶ φυλάττων φυλακᾶς καὶ μαχόμενος· ἐπεὶ δὲ νῦν ἔχομεν θάλατταν, ἐπιθυμῶ πλεῖν τὸ λοιπὸν τῆς πορείας, καὶ οὕτως ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα.” οἱ δὲ στρατιῶται ἀκούσαντες ταῦτα ἀνεθορύβησαν ὡς εὖ λέγοι, καὶ πάντες οἱ παρόντες ἔλεγον ταὐτά. ἔπειτα δὲ Χειρίσοφος ἀνέστη καὶ εἶπεν ὧδε· “ Φίλος μοί ἐστιν, ὦ ἄνδρες, Ἀναξίβιος ὁ ἐν Βυζαντίῳ ναύαρχος· ἐὰν οὖν πέμψητέ με, ἥξω πάλιν ἔχων καὶ τριήρεις καὶ πλοῖα· ὑμεῖς δὲ περιμένετε ἔστ’ ἂν ἐγὼ ἔλθω.” ἀκούσαντες ταῦτα οἱ στρατιῶται ἥσθησάν τε καὶ ἐψηφίσαντο αὐτὸν πλεῖν ὡς τάχιστα.
2. [15 - 26]
Ἐν ᾧ δὲ ἀνέμενον τὸν Χειρίσοφον, οἱ Ἕλληνες ἐξῄεσαν ἐπὶ λείαν· Ξενοφῶν δὲ, λαβὼν ἡγεμόνας τῶν Τραπεζουντίων, ἐξῆγε τὸ ἥμισυ τοῦ στρατεύματος εἰς Δρίλας, τὸ δὲ ἥμισυ κατέλιπε φυλάττειν τὸ στρατόπεδον. ἐπεὶ δὲ οἱ Ἕλληνες ἦσαν ἐν τῇ ἄνω χώρᾳ, οἱ Δρῖλαι ἐμπίμπραντες πολλὰ τῶν χωρίων ἀπῄεσαν. ἓν δὲ ἦν χωρίον μητρόπολις αὐτῶν· εἰς τοῦτο πάντες συνερρυήκεσαν. περὶ δὲ τοῦτο ἦν χαράδρα ἰσχυρῶς βαθεῖα, καὶ πρόσοδοι χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον. οἱ δὲ πελτασταὶ διαβάντες τὴν χαράδραν προσέβαλλον πρὸς τὸ χωρίον· πολλοὶ δὲ καὶ δορυφόροι συνείποντο αὐτοῖς, ὥστε οἱ διαβάντες ἐγένοντο πλείους ἢ δισχίλιοι.
3. [27 - 37]
Ἐπεὶ δὲ μαχόμενοι οὐκ ἐδύναντο λαβεῖν τὸ χωρίον, ἐπεχείρουν ἤδη ἀπιέναι. ὡς δὲ οὐκ ἐδύναντο ἀποστρέφειν, πέμπουσι πρὸς Ξενοφῶντα· ὁ δὲ ἡγεῖτο τοῖς ὁπλίταις. καὶ ὁ Ξενοφῶν, προσαγαγὼν τοὺς ὁπλίτας πρὸς τὴν χαράδραν, ἐκέλευσεν αὐτοὺς θέσθαι τὰ ὅπλα· αὐτὸς δὲ διαβάς σὺν τοῖς λοχαγοῖς ἐσκοπεῖτο τὸ χωρίον. καὶ τοὺς μὲν λοχαγοὺς ἔπεμπε πάλιν, ὅπως διαβιβάσειαν τοὺς ὁπλίτας· αὐτὸς δὲ ἔμενεν ἀναχωρίσας ἅπαντας τοὺς πελταστὰς, καὶ οὐκ εἴα αὐτοὺς ἀκροβολίζεσθαι. ἐπεὶ δὲ οἱ ὁπλῖται ἧκον, ἐκέλευσεν ἕκαστον τῶν λοχαγῶν ποιῆσαι τὸν ἐαυτοῦ λόχον.
4. [38 - 49]
Καὶ οἱ μὲν ἐποίουν ταῦτα· ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐκέλευσε τοὺς πελταστὰς ἰέναι διηγκυλωμένους, καὶ τοὺς τοξότας ἰέναι ἐπιβεβλημένους ἐπὶ ταῖς νευραῖς· ἐκέλευσε δὲ καὶ τοὺς γυμνῆτας ἔχειν τὰς διφθέρας μεστὰς λίθων. ἐπεὶ δὲ πάντα παρεσκεύαστο, καὶ ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο, οἱ ὁπλῖται παιανίσαντες ἔθεον δρόμῳ· καὶ τὰ βέλη ὁμοῦ ἐφέρετο, λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι, πλεῖστοι δὲ ἐκ τῶν χειρῶν λίθοι· ἦσαν δὲ οἳ καὶ πῦρ προσέφερον. ὑπὸ δὲ τοῦ πλήθους τῶν βελῶν οἱ πολέμιοι ἔλιπον τά τε σταυρώματα καὶ τὰς τύρσεις· ὥστε Ἀγασίας καὶ Φιλόξενος, καταθέμενοι τὰ ὅπλα, ἐν χιτῶνι μόνον ἀνέβησαν, καὶ ἄλλοι μετὰ τούτους· καὶ τὸ χωρίον ἡλώκει, ὡς ἐδόκει.
5. [50 - 58]
Καὶ οἱ μὲν πελτασταὶ καὶ οἱ ψιλοὶ εἰσδραμόντες ἥρπαζον ὅ τι ἕκαστος ἐδύνατο· ὁ δὲ Ξενοφῶν στὰς κατὰ τὰς πύλας κατεκώλυσε τοὺς ὁπλίτας ἔξω· πολέμιοι γὰρ ἄλλοι ἐφαίνοντο ἐπ’ ἄκροις τισὶν ἰσχυροῖς. μετὰ δὲ ὀλίγον χρόνον κραυγή τε ἐγένετο ἔνδον, καὶ οἱ ’Έλληνες ἔφευγον, οἱ μὲν ἔχοντες ἃ ἔλαβον, οἱ δὲ καὶ τετρώμενοι· καὶ πολὺς ἦν ὠθισμὸς ἀμφὶ τὰ θύρετρα. καὶ οἱ ἐκπίπτοντες ἔλεγον ὅτι ἄκρᾱ τε εἴη ἔνδον, καὶ πολλοὶ πολέμιοι ἐν αὐτῇ, οἳ ἐκδεδραμηκότες παίοιεν τοὺς ἔνδον ἀνθρώπους.
6. [59 - 71]
Ἐνταῦθα ἐκέλευσε τὸν κήρυκα ἀνειπεῖν, τοὺς βουλομένους τι λαμβάνειν ἰέναι εἴσω. καὶ πολλοὶ εἰσῄεσαν, καὶ κατέκλεισαν τοὺς πολεμίους πάλιν εἰς τῆν ἄκραν. καὶ τά μὲν ἔξω τῆς ἄκρας πάντα διηρπάσθη, καὶ οἱ Ἕλληνες ἐξεκομίσαντσ τὴν λείαν· οἱ δέ ὁπλῖται ἔθεντο τὰ ὅπλα, οἱ μὲν ἀμφὶ τὰ σταυρώματα, οἱ δὲ κατὰ τῆν ὁδὸν τὴν φέρουσαν ἐπὶ τὴν ἄκραν. ὁ δὲ Ξενοφῶν καὶ οἱ λοχαγοὶ ἐσκόπουν εἰ δυνατὸν εἴη λαβεῖν τὴν ἄκραν· ἔδοξε δ’ αὐτοῖς τὸ χωρίον οὐ ληπτέον εἶναι. ἐνταῦθα οἱ Ἕλληνες ἤρξαντο ἀποχωρεῖν· χωρούντων δ’ αὐτῶν πολλοὶ τῶν πολεμίων ἐξέθεον ἔχοντες γέρρα καὶ λόγχας· καὶ ἄλλοι ἀνέβαινον ἐπὶ τὰς οἰκίας, καὶ ἐπέρριπτον ξύλα μέγαλα ἄνωθεν, ὥστε χαλεπὸν ἦν καὶ μένειν καὶ ἀπιέναι.
7. [72 - 84]
Ἐν ᾧ δὲ ἐμάχοντο καὶ ἠποροῦντο, θεῶν τις δίδωσιν αὐτοῖς μηχανὴν σωτηρίας. ἐξαπίνης γὰρ οἰκία τις ἐν δεξιᾷ ἀνέλαμψε, καὶ πάντες ἔφευγον ,ἀπὸ τῶν ἐν δεξιᾷ οἰκιῶν. ὡς δέ ὁ Ξενοφῶν ἔμαθε τοῦτο, ἐκέλευεν ἐνάπτειν καὶ τὰς ἐν ἀριστερᾷ οἰκίας, αἳ ἦσαν ξύλιναι, ὥστε καὶ ταχὺ ἐκαίοντο. οἱ δ’ οὖν πολέμιοι ἔφευγον καὶ ἀπὸ τούτων τῶν οἰκιῶν. ἐνταῦθα ἐκέλευσε φέρειν ξύλα εἰς τὸ μέσον ἑαυτῶν καὶ τῶν πολεμίων. ἐπεὶ δὲ ξύλα ἱκανὰ ἦν, ἐνῆψαν· καὶ οὕτω μόλις ἀπῆλθον ἀπὸ τοῦ χωρίου, ποιησάμενοι πῦρ ἐν μέσῳ ἑαυτῶν καὶ τῶν πολεμίων. καὶ πᾶσα ἡ πόλις κατεκαύθη, καὶ αἱ οἰκίαι καὶ αἱ τύρσεις καὶ τὰ σταυρώματα καὶ τὰ ἀλλὰ πάντα κατεκαύθησαν, πλὴν αὐτῆς τῆς ἄκρας.
8. [85 - 96]
Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ οἱ Ἕλληνες ἀπῄεσαν ἔχοντες τὰ ἐπιτήδεια. ἐπεὶ δὲ οὔτε Χειρίσοφος ἧκεν, οὔτε πλοῖα ἱκανὰ ἦν, οὔτε ἔτι ἦν λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια, ἐδόκει αὐτοῖς ἀπιτεόν εἶναι τῆς Τραπεζοῦντος. καὶ εἰς μὲν τὰ πλοῖα ἐνεβίβασαν τούς τε ἀσθενοῦντας καὶ τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη, καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας, καὶ τῶν σκευῶν ὅσα μὴ ἀνάγκη ἦν ἔχειν· οἱ δὲ ἄλλοι ἐπορεύοντο κατὰ γῆν. καὶ ἀφικνοῦντο πορευόμενοι εἰς Κερασοῦντα, πόλιν Ἑλληνίδα ἐπὶ θαλάττῃ ἐν τῇ Κολχίδι χώρᾳ. ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας δέκα· καὶ ἐξέτασις ἐγίγνετο καὶ ἀριθμὸς τῆς στρατιᾶς· καὶ ἐγένοντο ὀκτακισχίλιοι καὶ ἑξακόσιοι.
9. [97 - 113]
Ἐκ Κερασοῦντος δὲ πορεύονται ἐπὶ τά Μοσσυνοίκων ὅρια, καὶ αἱροῦσι χωρίον τι ὑψηλὸν ἐν τῇ ἐκείνων χώρᾳ. τὰ δὲ πλεῖστα τούτων τῶν χωρίων τοιάδε ἦν. αἱ πόλεις ἀπεῖχον ἀπ’ ἀλλήλων ὅσον ὀγδοήκοντα στάδια· ἀναβοώντων δὲ ἀλλήλων συνήκουον ἐκ τῆς ἑτέρας πόλεως εἰς τὴν ἑτέραν· οὕτως ὑψηλή τε καὶ κοίλη ἡ χώρα ἦν. πορευόμενοι δὲ οἱ Ἓλληνες εἶδον παῖδάς τινας τῶν εὐδαιμόνων σιτευτούς, τεθραμμένους καρύοις ἑφθοῖς, ἁπαλοὺς καὶ σφόδρα λευκοὺς, ποικίλους δὲ τὰ νῶτα καὶ τὰ ἔμπροσθεν πάντα ἐστιγμένους. πάντες δὲ οἱ ἄνδρες καὶ αἱ γυναῖκες ἦσαν λευκοί. τούτους οἱ στρατευσάμενοι ἔλεγον βαρβαρωτάτους εἶναι πάντων, οὒς διέλθοιεν. ἔν τε γὰρ ὄχλῳ ὄντες ἐποίουν ἅπερ ἄνθρωποι ἐν ἐρημίᾳ ἂν ποιήσειαν, μόνοι τε ὄντες ἔπραττον ἅπερ μετ’ ἄλλων ὄντες πράξειαν ἄν· διελέγοντό τε ἑαυτοῖς, καὶ ἐγέλων ἐφ’ ἑαυτοῖς, καὶ ὠρχοῦντο ὅπου τύχοιεν ὄντες, ὥσπερ ἐπιδεικνύμενοι ἄλλοις τὴν ἐμπειρίαν.
10. [114 - 129]
Διὰ ταύτης τῆς χώρας οἱ Ἕλληνες ἐπορεύθησαν ὀκτὼ σταθμοὺς, καὶ ἀφικνοῦνται εἰς Χάλυβας. ἐντεῦθεν ἀφικνοῦνται εἰς Τιβαρηνοὺς, καὶ μετὰ ταῦτα πορευόμενοι δύο ἡμέρας ἀφίκοντο εἰς Κοτύωρα πόλιν Ἑλληνίδα. ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας τετταράκοντα πέντε. ἐν δὲ ταύταις πρῶτον μὲν ἔθυσαν τοῖς θεοῖς, καὶ ἐποίησαν πομπὰς καὶ ηο ἀγῶνας γυμνικούς. τὰ δ’ ἐπιτήδεια ἐλάμβανον τὰ μὲν ἐκ τῆς Παφλαγονίας, τὰ δὲ ἐκ τῶν χωρίων τῶν Κοτυωριτῶν. ἐν τούτῳ ἔρχονται ἐκ Σινώπης πρέσβεις, προηγόρει δὲ αὐτῶν Ἑκατώνυμος, δεινὸς ὢν λέγειν. οὗτοι δὲ εἶπον ὅτι οὐκ ἥκοιεν ποιησόμενοι πόλεμον, ἀλλὰ ἐπιδείξαντες ὅτι φίλοι εἶεν. ἐκ τούτου οἵ τε Κοτυωρῖται ἔπεμπον ξένια, καὶ οἱ στρατηγοὶ τῶν Ἑλλήνων ἐξένιζον τοὺς τῶν Σινωπέων πρέσβεις· καὶ ἐπυνθάνοντο αὐτῶν περὶ τῆς λοιπῆς πορείας, εἰ κατὰ γῆν ἢ κατὰ θάλατταν δέοι πορεύεσθαι.
11. [130 - 148]
“Ο δὲ Ἑκατώνυμος ἀναστὰς εἶπεν· “ Οἶδα, μὲν ὅτι ἡμεῖς ἕξομεν πολὺ πλείω πράγματα, ἐὰν κατὰ θάλατταν κομίζησθε· δεήσει γὰρ ἡμᾶς πορίζειν τὰ πλοῖα· ἐὰν δὲ κατὰ γῆν πορεύησθε, ὑμᾶς δεήσει εἶναι τοὺς μαχομένους. ὅμως δὲ δεῖ λέγειν ἃ γιγνώσκω· ἔμπειρος γάρ εἰμι τῆς τῶν Παφλαγόνων χώρας. ἔχει δὲ καὶ πεδία κάλλιστα καὶ ὄρη ὑψηλότατα· τούτων δὲ κατεχομένων ὑπὸ τῶν πολεμίων, οὐδὲ οἱ πάντες ἄνθρωποι δύναιντο ἂν διελθεῖν. εἰ δὲ καὶ δύναισθε ὑπερβῆναι τὰ. ὄρη, καὶ κρατῆσαι τῶν Παφλαγόνων ἐν τῷ πεδίῳ, ἥξετε ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς, πρῶτον μὲν τὸν Θερμώδοντα, δεύτερον δὲ Ἴριν, τρίτον δὲ Ἅλυν, ὧν οὐδένα ἂν δύναισθε διαβῆναι ἄνευ πλοίων· τίς δὲ παρέξει ὑμῖν τὰ πλοῖα; ἐὰν δὲ διαβῆτε τὸν Ἅλυν, ἀφίξεσθε ἐπὶ τὸν Παρθένιον, ὃς ἄβατός ἐστιν ὡσαύτως. ἐγὼ μὲν οὖν νομίζω τὴν κατὰ γῆν πορείαν εἶναι παντάπασιν ἀδύνατον· ἐὰν δὲ πλέητε, ἐνθένδε μὲν παραπλεύσεσθε εἰς Σινώπην, ἐκ Σινώπης δὲ εἰς Ἡράκλειαν· πολλὰ δὲ πλοῖά ἐστιν ἐν Ἡρακλείᾳ.” οἱ δὲ Ἕλληνες, ἀκούσαντες ταῦτα, ἐψηφίσαντο ἰέναι κατὰ θάλατταν.
12. [149 - 162]
Ἐν δὲ τούτῳ τῷ χρόνῳ ἐδόκει Ξενοφῶντι καλὸν εἶναι πόλιν κατοικίσαι ἐν τῷ Πόντῳ, καὶ οὕτω προσκτήσασθαι χώραν καὶ δύναμιν τῇ Ἑλλάδι. καὶ ἐπὶ τούτοις ἐθύετο λάθρα τῶν στρατιωτῶν, παρακαλέσας Σιλανὸν, τὸν Κύρου μάντιν γενόμενον. ὁ δὲ Σιλανὸς, δεδιὼς μὴ ταῦτα γένοιτο καὶ ἡ στρατιὰ καταμείνειεν (ἐβούλετο γὰρ ὡς τάχιστα ἀφικέσθαι εἰς τὴν Ἑλλάδα), ἔλεγε πρὸς τὸ στράτευμα ὅτι Ξενοφῶν βούλοιτο οἰκίσαι πόλιν αὐτόθι, καὶ ποιῄσασθαι ὄνομα καὶ δύναμιν ἐαυτῷ. τοῖς δὲ πολλοῖς τῶν στρατιωτῶν, ἐπεὶ ἤκουσαν ταῦτα, ἐδόκει βέλτιστον εἶναι μὴ καταμεῖναι ἐν τῷ Πόντῳ. Τιμασίων δὲ καὶ Θώραξ ἐφόβησαν ἐμπόρους τινὰς παρόντας τῶν Ἡρακλεωτῶν καὶ Σινωπέων, λέγοντες ὅτι κίνδυνος εἴη πολὺς, εἰ τοσαύτη δύναμις μείνειεν ἐν τῷ Πόντῳ.
13. [163 - 173]
Οἱ δὲ ἔμποροι ἀκούσαντες ταῦτα ἀπήγγελλον ταῖς πόλεσι· Σινωπεῖς δὲ καὶ Ἡρακλεῶται πέμπουσι πρὸς τὸν Τιμασίωνα, καὶ κελεύουσιν αὑτὸν πείθειν τὴν στρατιὰν ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ Πόντον. ὁ δὲ συλλέξας τοὺς στρατιώτας λέγει τάδε· “ Οὐ δεῖ ἡμᾶς ἐνθάδε μένειν, ὦ ἄνδρες, ἀλλὰ ὡς τάχιστα ἀπιέναι ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα. ἀκούω δέ τινας θύεσθαι ἐπὶ τούτῳ λάθρα ὑμῶν. ὑπισχνοῦμαι δὲ ὑμῖν, ἐὰν ἐκπλεήτε, παρέξειν ὑμῖν μισθόν· καὶ ἄξω ὑμᾶς εἰς τὴν Τρῳάδα, ἔνθεν εἰμὶ φυγὰς, καὶ ἡ ἐμὴ πόλις ὑπάρξει ὑμῖν· ἡγήσομαι δὲ ὑμᾶς καὶ ἄλλοσε, ἔνθεν λήψεσθε πολλὰ χρήματα.”
14. [174 - 184]
Ὀ δὲ Ξενοφῶν ἐν τούτῳ μὲν ἐσίγα· ὕστερον δὲ ἀναστᾶς εἶπε τάδε· “ Ἐγὼ μὲν, ὦ ἄνδρες, θύομαι καὶ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ὑπὲρ ἐμαυτοῦ, ὅπως ταῦτα λέξω καὶ νοήσω καὶ πράξω, ἃ ἔσται κάλλιστα ὑμῖν τε καὶ ἐμοί. καὶ νῦν ἐθυόμην περὶ αὑτοῦ τούτου, εἰ ἄμεινον εἴη λέγειν εἰς ὑμᾶς ἅπερ ἐν νῷ ἔχω πράττειν, ἢ παντάπασι σιγᾶν περὶ τούτων. Σίλανος δὲ ὁ μάντις ἀπεκρίνατό μοι τὰ μὲν ἱερὰ εἶναι καλά· ἔλεξε δὲ ὅτι ἐν τοῖς ἱεροῖς φαίνοιτό τις δόλος καὶ ἐπιβουλὴ ἐμοί· ἐγίγνωσκε γὰρ ὅτι αὑτὸς ἐπεβούλευε διαβάλλειν με πρὸς ὑμᾶς, λέγων ὡς ἐγὼ διανοοίμην πράττειν ταῦτα λάθρα ὑμῶν.”
15. [185 - 200]
“Ἐγὸ δὲ, εἰ μὲν ἐώρων ὑμᾶς ἀποροῦντας τῶν ἐπιτηδείων, ἐσκόπουν ἂν τοῦτο, ὅπως ὑμεῖς λαβόντες πόλιν τινὰ ἀποπλεύσαιτε ἤδη, εἰ βούλοισθε· εἰ δὲ μὴ βούλοισθε ἀπιέναι, ἐσκόπουν ὅπως ἐνθάδε μένοντες κτήσαισθε χρήματα. ἐπεὶ δὲ ὁρῶ Ἡρακλεώτας καὶ Σινωπέας πέμποντας ὑμῖν πλοῖα, καὶ ἄνδρας τινᾶς ὑπισχνουμένους ὑμῖν μισθὸν, καλόν μοι δοκεῖ εἶναι ἡμᾶς σωζομένους ἀποπλεῖν· καὶ αὐτός τε παύομαι ἐκείνης τῆς διανοίας, καὶ τοὺς ἄλλους χρῆναί φημι παύεσθαι, ὅσοι σὺν ἐμοὶ διενοοῦντο ταῦτα. γιγνώσκω γὰρ ὅτι ὁμοῦ μὲν ὄντες πολλοὶ, ὥσπερ νῦν ἔστε, καὶ ἔντιμοι ἔσεσθε καὶ ἕξετε τὰ ἐπιτήδεια· ἐὰν δὲ διαρσπασθῆτε καὶ ὀλίγοι γένησθε, οὔτε δυνήσεσθε λαμβάνειν τροφὴν, οὔτε καλῶς ἀποχωρεῖν. ταύτὰ οὖν δοκεῖ ἐμοὶ ἅπερ ὑμῖν, ἐκπορεύεσθαι εἰς τὴν Ἐλλάδα· καὶ ἐάν τις ἀπολίπῃ ἡμᾶς, πρὶν πᾶν τὸ στράτευμα εἶναι ἐν ἀσφαλεῖ, τοῦτον κρίνεσθαι ὡς ἀδικοῦντα. ”
16. [201 - 213]
Ἐπὶ τούτοις ἅπαντες ἀνέτειναν τὰς χεῖρας· ὁ δὲ Σιλανὸς ἐβόα, λέγων ὡς δίκαιον εἴη ἀπιέναι τὸν βουλόμενον. οἱ δὲ στρατιῶται ἠπείλουν αὐτῷ ὅτι, εἰ λήψοιντο ἀποδιδράσκοντα, κολάσειαν αὐτόν. ἐντεῦθεν οἱ Ἡρακλεῶται τὰ μὲν πλοῖα πέμπουσι, τὰ δὲ χρήματα, ἃ ὕπέσχοντο Τιμασίωνι καὶ Θώρακι, οὐκ ἔφασαν δώσειν. ἐνταῦθα δὴ Τιμασίων καὶ Θώραξ, παραλαβόντες τοὺς ἄλλους στρατηγοὺς, πλὴν Νέωνος τοῦ Ἀσιναίου, ἔρχονται πρὸς Ξενοφῶντα, καὶ λέγουσιν ὅτι δοκεῖ αὐτοῖς ἤδη κράτιστον εἶναι πλεῖν εἰς Φᾶσιν, καὶ κατασχεῖν τὴν Φασιανῶν χώραν. Ξενοφῶν δὲ ἀπεκρίνατο ὅτι οὐκ ἂν εἴποι ταῦτα εἰς τὴν στρατιάν· “ ὑμεῖς δὲ,” ἔφη, “συλλέξαντες τοὺς στρατιώτας, εἰ βούλεσθε, λέγετε.”
17. [214 - 223]
Οἱ δὲ στρατιῶται ἐπύθοντο ταῦτα πραττόμενα· καὶ ὁ Νέων ἔλεγεν ὡς Ξενοφῶν διανοοῖτο ἄγειν τοὺς στρατιώτας πάλιν εἰς Φᾶσιν. ἀκούσαντες δὲ οἱ στρατιῶται χαλεπῶς ἔφερον ταῦτα· καὶ σύλλογοι ἐγίγνοντο αὐτῶν καὶ κύκλοι συνίσταντο. ἐπεὶ δὲ Ξενοφῶν ᾐσθάνετο, ἔδοξεν αὐτῷ ὡς τάχιστα συναγαγεῖν τοὺς στρατιώτας, καὶ μὴ ἐᾶσαι αὐτούς συλλεγῆναι αὐτομάτους· καὶ ἐκέλευσε τὸν κήρυκα συλλέγειν ἐκκλησίαν. οἱ δὲ, ἐπεὶ ἥκουσαν τοῦ κήρυκος, συνέδραμον μάλα ἑτοίμως. ἐνταῦθα ὁ Ξενοφῶν ἔλεξεν ὧδε·
18. [224 - 237]
“ Ἀκούω τινα διαβάλλειν ἐμὲ, ὦ ἄνδρες, ὡς ἐγῶ ἐξαπατήσας ὑμᾶς μέλλω ἄγειν εἰς Φᾶσιν. ἀκούσατε οὖν ἐμοῦ λέγοντος· καὶ ἐὰν μὲν ἐγὼ φαινώμαι ἀδικεῖν, ἐπιθέτε μοι δίκην· ἐὰν δέ οἱ ἐμὲ διαβάλλοντες φαίνωνται ὑμῖν ἀδικεῖν, οὕτω χρῆσθε αὐτοῖς, ὥσπερ ἄξιόν ἐστι. ὑμεῖς δὲ, οἶμαι, ἴστε ὅθεν ἥλιος ἀνίσχει, καὶ ὅπου δύεται· καὶ ὅτι ἐὰν μέν τις εἰς τὴν Ἑλλάδα μέλλῃ ἰέναι, πρὸς ἑσπέραν δεῖ πορεύεσθαι, ἐὰν δέ τις βούληται ἰέναι εἰς τοὺς βαρβάρους, ὅτι δεῖ πορεύεσθαι πρὸς ἕω. ἐπίστασθε δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι βορέας· μὲν φέρει ἔξω τοῦ Πόντου εἰς τὴν Ἑλλάδα, νότος δὲ φέρει εἴσω εἰς Φᾶσιν· καὶ λέγετε, ὅταν βορέας πνέῃ, ὡς καλοὶ πλοῖ εἰσιν εἰς τὴν Ἑλλάδα. τίς οὖν δύναιτο ἂν ἐξαπατῆσαι ὑμᾶς ἢ πεῖσαι ἐμβαίνειν, ὅταν νότος πνέῃ ;”
19. [238 - 250]
“ Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἐμβιβάσω ὑμᾶς, ὅταν γαλήνη ᾖ, ἐγὼ μὲν ἐν ἑνὶ πλοίῳ πλεύσομαι, ὑμεῖς δὲ ἐν ἑκατόν. πῶς οὖν ἐγὼ ἂν βιασαίμην ὑμᾶς πλεῖν σὺν ἐμοὶ μὴ βουλομένους ; καὶ δὴ ἐὰν ἐξαπατήσας ἄγω ὑμᾶς εἰς Φᾶσιν, καὶ ἀποβαίνωμεν εἰς τὴν χώραν, γνώσεσθε ὅτι οὔκ ἐστε ἐν τῇ Ἑλλάδι, καὶ ἐγὼ μὲν ἔσομαι εἷς, ὑμεῖς δὲ ἔσεσθε μυρίοι, ἔχοντες ὅπλα. ἀλλά οὗτοί εἰσιν οἱ λόγοι ἄνδρων ἠλιθίων, οἱ φθονοῦσιν ἐμοὶ, ὅτι ἐγὼ τιμῶμαι ὑφ’ ὑμῶν. καίτοι οὐ δικαίως γε ἄν μοι φθονοῖεν· ἐγὼ γὰρ κωλύω οὐδένα αὐτῶν ἢ λέγειν περὶ τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ ἢ μάχεσθαι ὑπὲρ ὑμῶν τε καὶ ἑαυτοῦ. ἀλλά ταῦτα μὲν ἀρκεῖ ἐμοὶ, ἃ εἴρηκα περὶ τούτων· εἰ δέ τινι ὑμῶν ἄλλο τι δοκεῖ, λεξάτω.”
20. [251 - 266]
Ἐκ ,τούτου πάντες ἀνιστάμενοι ἔλεγον τοὺς τὸν Ξενοφῶντα διαβαλόντας δοῦναι δίκην· ἔδοξε δὲ καὶ τοὺς στρατηγοὺς ὑποσχεῖν δίκην τῶν ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ πεπραγμένων. ἐνταῦθα δὴ κατηγόρησάν τινες Ξενοφῶντος, φάσκοντες παίεσθαι ὑπ’ αὐτοῦ, ἐν τῇ πορείᾳ. καὶ ὁ Ξενοφῶν ἐκέλευσε τὸν πρῶτον λέξαντα εἰπεῖν ποῦ καὶ ἐπλήγη. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· “ Ὅπου ἀπωλλύμεθα τῷ ῥίγει, καὶ χιὼν πλείστη ἦν.” ὁ δὲ Ξενοφῶν εἶπεν· “ Ἀλλὰ μὴν, εἰ ἐν τοιούτῳ καιρῷ ὕβριζον, ὁμολογῶ ὑβριστότερος εἶναι τῶν ὄνων· ὅμως δὲ καὶ λέξον, διὰ τί ἐπλήγης· πότερον ᾔτουν τί σε, καὶ ἔπαιόν σε, ἐπεί μοι οὐκ ἐδίδους ; ἢ ἀπῄτουν τι ; ἢ μεθύων σε ὕβριζον ;” ἐπεὶ δὲ ὁ ἀνὴρ εἶπεν οὐδὲν εἶναι τούτων, ὁ Ξενοφῶν ἐπήρετο αὐτὸν εἰ ὁπλιτεύοι. οὐκ ἔφη ὁ ἀνήρ. πάλιν ἤρετο αὐτὸν εἰ πελτάζοι. οὐδὲ τοῦτο ἔφη, ἀλλὰ ἐλαύνειν ἡμίονον κελευσθεὶς ὑπὸ τῶν συσκήνων.
21. [267 - 288]
Ἐνταῦθα δὴ ὁ Ξενοφῶν ἀνεγίγνωσκεν αὐτὸν καὶ ἤρετο· “ Ἦ σὺ εἶ ὁ τὸν κάμνοντα ἀγαγών ; ” “ Ναὶ,” ἔφη ὁ ἀνὴρ, “σὺ γὰρ ἠνάγκαζές με τοῦτο ποιῆσαι· διέρριψας δὲ τὰ τῶν ἐμῶν συσκήνων σκεύη.” “Ἀλλὰ ἡ μὲν διάρριψις,” ἔφη ὁ Ξενοφῶν, “ὧδέ πως ἐγένετο· διέδωκα τὰ σκεύη ἄλλοις ἄγειν, καὶ ἐκέλευσα ἀπαγαγεῖν αὐτὰ πρὸς ἐμέ· καὶ ἀπολαβὼν ἀπέδωκά σοι ἅπαντα σῶα, ἐπειδὴ καὶ σὺ ἀπέδειξας ἐμοὶ τὸν ἄνδρα. ὑμεῖς δὲ ἀκούσατε οἷον τὸ πρᾶγμα ἐγένετο. ἀνὴρ κατελείπετο διὰ τὸ μηκέτι δύνασθαι πορεύεσθαι· καὶ ἐγὼ ἠνάγκασά σε ἄγειν αὐτὸν, ὅπως μὴ ἀπόλοιτο· καὶ γὰρ πολέμιοι ἐφείποντο ἡμῖν. ἐπεὶ δὲ ἐκέλευσά σε προιέναι, ὕστερον κατέλαβόν σε ὀρύττοντα βόθρον, ὡς κατορύξοντα τὸν ἄνθρωπον. ἐπεὶ δὲ , παρεστηκότων ἡμῶν, ὁ ἀνὴρ συνέκαμψε τὸ σκέλος, οἱ παρόντες συνέκραγον ὅτι ζῷη· σὺ δὲ εἶπες, ‘ Εἴτε ζῇ, εἴτε τέθνηκεν, ἔγωγε οὐκ ἄξω αὑτόν.’ ἐνταῦθα ἔπαισά σε· ἔδοξας γάρ μοι εἰδέναι ὅτι ὁ ἀνὴρ ἔζη.” “ Τί οὖν;” ἔφη, “ ἧττόν τι ἀπέθανεν, ἐπεὶ ἐγώ σοι ἀπέδειξα αὐτόν;” “ Καὶ γὰρ ἡμεῖς,” ἔφη ὁ Ξενοφῶν, “ πάντες ἀποθανούμεθα· τούτου οὖν ἔνεκα δεῖ ἡμᾶς ζῶντας κατορυχθῆναι ;” ἐνταῦθα πάντες ἀνέκραγον ὡς ὁ Ξενοφῶν παίσειεν αὐτὸν ὀλίγας πληγάς.
22. [289 - 305]
Ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐκέλευεν ἄλλους λέγειν διὰ τί ἕκαστος ἐπλήγη. ἐπεὶ δὲ οὐδεὶς ἀνίστατο, αὐτὸς ἔλεγεν· “ Ἐγὼ, ὦ ἄνδρες, ὁμολογῶ παῖσαι δὴ ἄνδρας ἐνίοτε, ὅσοι λιπόντες τὰς τάξεις καὶ προθέοντες ἤθελον ἁρπάζειν τε καὶ πλεονεκτεῖν ἡμῶν. εἰ δὲ πάντες ἐποιοῦμεν τοῦτο, ἅπαντες ἂν ἀπωλόμεθα. ἔπαισα δὲ καί τινας ἀναπαυομένους καὶ οὐκ ἐθέλοντας ἀνίστασθαι, καὶ ἐβιασάμην τοιούτους πορεύεσθαι. καὶ γὰρ ἐν τῷ ἰσχυρῷ χειμῶνι χαλεπὸν ἦν καὶ ἐμαυτῷ, καθεζομένῳ πολὺν χρόνον, ἀναστῆναι καὶ ἐκτεῖναι τὰ σκέλη. διὰ τοῦτο οὖν, ὅποτε ἴδοιμι ἄλλον τινὰ καθήμενον καὶ βλακεύοντα, ἤλαυνον αὐτόν· τὸ μὲν γὰρ κινεῖσθαι παρεῖχε θερμασίαν τινὰ καὶ ὑγρότητα, ὑπὸ δὲ τοῦ καθῆσθαι τό τε αἷμα ἐπήγνυτο καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν ἀπεσήποντο· ἅπερ πολλοὶ καὶ ὑμῶν ἔπαθον. ἀλλους δέ γε ἴσως ἀπολειπομένους ἐν τῇ ὁδῷ καὶ κωλύοντας τὸ στράτευμα πορεύεσθαι ἔπαισα πὺξ, ὅπως μὴ παίοιντο ταῖς τῶν πολεμίων λόγχαις.
23. [306 - 320]
“ Καὶ εἰ μὲν ἐπὶ ἀγαθῷ ἐκόλασά τινα, ἀξιῶ τοιαύτην δοῦναι δίκην, οἵαν καὶ γονεῖς διδοῦσιν υἱοῖς καὶ διδάσκαλοι παισί. εἰ δὲ νομίζετέ με ταῦτα πράττειν ὕβρει, ἐνθυμήθητε ὅτι νῦν ἐγὼ θρασύτερός εἰμι ἢ τότε, καὶ πίνω πλείω οἶνον, ἀλλ’ ὅμως παίω οὐδένα· ὁρῶ γὰρ ὑμᾶς ὄντας ἐν εὑδίᾳ. ὅταν δὲ χειμὸν ᾖ, ἴστε ὅτι καὶ μικροῦ ἕνεκεν ἁμαρτήματος ὁ μὲν πρωρεὺς χαλεπαίνει τοῖς ἐν πρώρᾳ, ὁ δὲ κυβερνήτης χαλεπαίνει τοῖς ἐν πρύμνῃ· ἐν γὰρ τῷ τοιούτῳ καιρῷ καὶ μικρᾶ ἁμαρτήματα ἐμποιήσει μεγάλας συμφοράς. θαυμάζω δὲ ὅτι, εἰ μέν τινι ὑμῶν ἀπηχθόμην, μέμνησθε τούτου, εἰ δέ τινα εὖ ἐποίησα ἢ ἐπῄνεσα ἢ ἐτίμησα, οὐδεὶς μέμνηται τούτων. ἀλλὰ μὴν καλόν γέ ἐστι καὶ δίκαιον μεμνῆσθαι τῶν ἀγαθῶν μᾶλλον ἢ τῶν κακῶν.” ἐκ τούτου μὲν δὴ ἀνίοταντο καὶ ἐπῄνουν τὸν Ξενοφῶντα· καὶ πάντα περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν.
24. [321 - 329]
Καὶ οἱ μὲν Ἕλληνες, ἕως ἐνταῦθα ἔμενον, ἐληΐζοντο τὴν Παφλαγονίαν· οἱ δὲ Παφλαγόνες ἐκακούργουν τοὺς Ἕλληνας ἀντὶ τούτων. Κορύλας δὲ ὁ Παφλαγονίας ἄρχων πέμπει πρέσβεις παρὰ τοὺς Ἕλληνας, λέγοντας ὅτι Κορύλας ἕτοιμος εἴη φίλος εἶναι τοῖς Ἕλλησιν, ὥστε μήτε ἀδικεῖν μήτε ἀδικεῖσθαι. οἱ δὲ στρατηγοὶ ἀπεκρίναντο ὅτι περὶ μὲν τούτων βουλεύσοιντο σὺν τῇ στρατιᾷ, ἐδέχοντο δὲ αὐτοὺς ὡς ξένους. θύσαντες δὲ βοῦς καὶ ἄλλα ἱερεῖα ἐδείπνουν καὶ ἔπινον σὺν αὐτοῖς.
25. [330 - 338]
Ἐπεὶ δὲ σπονδαί τε ἐγένοντο καὶ ἐπαιάνισαν, πρῶτον μὲν Θρᾷκες ἀνέστησαν καὶ ὠρχήσαντο πρὸς αὐλὸν σὺν τοῖς ὅπλοις, καὶ ἥλλοντο κούφως, καὶ ἐχρῶντο τοῖς μαχαίραις. τέλος δὲ ὁ ἕτερος ἔπαισε τὸν ἕτερον, καὶ πᾶσιν ἐδόκει τὸν ἄνδρα τεθνηκέναι· ὁ δὲ ἔπεσε τεχνικῶς πως, καὶ οἱ Παφλαγόνες ἀνέκραγον· καὶ ὁ μὲν λαβὸν τὰ ὅπλα τοῦ ἑτέρου ἐξῄει ᾄδων τὸν Σίταλκαν· ἄλλοι δὲ τῶν Θρᾳκῶν ἐξέφερον τὸν ἔτερον ὥς τεθνηκότα· ἐπεπόνθει δὲ οὐδέν.
26. [339 - 347]
Mετὰ τοῦτο ἄλλοι ἀνέστησαν, καὶ ὠρχοῦντο τὴν Καρπαίαν ὄρχησιν ἐν τοῖς ὅπλοις· ὁ δὲ τρόπος τῆς ὀρχήσεως ὧδε ἦν. ὁ μὲν παραθέμενος τὰ ὅπλα σπείρει καὶ ζευγηλατεῖ, πολλάκις στρεφόμενος ὡς φοβούμενος· ἕτερος δὲ ὡς λῃστὴς προσέρχεται. ὁ δὲ ἰδὼν τὸν λῃστὴν ἁρπάζει τὰ ὅπλα, καὶ μάχεται ὑπὲρ τοῦ ζεύγους· καὶ τέλος ὁ λῃστὴς δήσας τὸν ἄνδρα ἀπάγει αὐτόν τε καὶ τὸ ζεῦγος. ἐνίοτε δὲ καὶ ὁ ζευγηλάτης νικᾷ τὸν λῃστήν· εἶτα δήσας ὀπίσω τὼ χεῖρε ἀπελαύνει αὐτόν.
27. [348 - 363]
Mετὰ τοῦτο Μυσὸς εἰσῆλθεν ἔχων πέλτην ἐν ἑκατέρᾳ τῇ χειρί. καὶ τοτὲ μὲν ὠρχεῖτο, ὡς δυοῖν ἀντιταττομένων αὐτῷ, τοτὲ δὲ ἐχρῆτο ταῖς πέλταις ὡς πρὸς ἕνα, τότε δὲ ἐδινεῖτο καὶ ἐξεκυβίστα ἔχων τὰς πέλτας· καὶ ὄψις καλὴ ἐφαίνετο. τέλος δὲ ὠρχεῖτο τὸ Περσικὸν, κρούων τὰς πέλτας, καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο· καὶ ἐποίει ταῦτα πάντα ἐν ῥυθμῷ πρὸς τὸν αὐλόν. ἐνταῦθα εἰσιόντες οἱ Μαντινεῖς καὶ ἄλλοι τινὲς τῶν Ἀρκάδων ἐξοπλισάμενοι, ᾔεσάν τε ἐν ῥυθμῷ, καὶ ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο. οἱ δὲ Παφλαγόνες ὁρῶντες ἐθαύμαζον πάσας τὰς ὀρχήσεις εἶναι ἐν ὅπλοις. ὁ δὲ Μυσὸς ὁρῶν αὐτοὺς θαυμάζοντας εἰσάγει ὀρχηστρίδα, σκευάσας αὐτὴν ὡς ἐδύνατο κάλλιστα, καὶ δοὺς αὐτῇ ἀσπίδα κούφην. ἡ δὲ ὠρχήσατο τὴν Πυρρίχην ὄρχησιν ἐλαφρῶς. ἐνταῦθα κρότος ἦν πολύς· καὶ τοῦτο τὸ τέλος ταύτῃ τῇ νυκτὶ ἐγένετο.
28. [364 - 372]
Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ οἱ στρατηγοὶ προςῆγον τοὺς πρέσβεις εἰς τὸ στράτευμα· καὶ ἔδοξε τοῖς στρατιώταις μήτε ἀδικεῖν Παφλαγόνας μήτε ἀδικεῖσθαι ὑπ’ αὐτῶν. μετὰ τοῦτο οἱ μὲν πρέσβεις ᾤχοντο· οἱ δὲ Ἕλληνες, ἐπειδὴ πλοῖα ἱκανὰ ἐδόκει παρεῖναι, ἀναβάντες ἔπλεον ἡμέραν καὶ νύκτα πνεύματι καλῷ. καὶ ἀφικόμενοι εἰς Σινώπην ὡρμίσαντο εἰς Ἀρμήνην, λιμένα τῆς Σινώπης. Σινωπεῖς δὲ πέμπουσι ξένια τοῖς Ἕλλησιν, ἄλφιτα καὶ οἶνον.
{\Large Chapter VII}
1. [1 - 11]
Καὶ ἐν ταύτῃ τῇ Ἁρμήνῃ οἱ Ἕλληνες ἔμειναν ἡμέρας πέντε· ἐν δὲ τούτῳ Χειρίσοφος ἦλθεν ἐκ Βυζαντίου ἔχων τριήρη. οἱ δὲ στρατιῶται, ὡς ἐδόκουν ἤδη γίγνεσθαι ἐγγὺς τῆς Ἑλλάδος, ἐπεθύμουν μᾶλλον ἢ πρόσθεν ἀφικέσθαι οἴκαδε. ἔδοξεν οὖν αὐτοῖς ἑλέσθαι ἕνα ἄρχοντα, καὶ τραπόμενοι ἐπὶ τὸν Ξενοφῶντα ἔπειθον αὐτὸν δέχεσθαι τὴν ἀρχήν. ὁ δὲ ἐβούλετο μὲν ἄρχειν, νομίζων τιμὴν ἑαυτῷ μείζω οὕτως ἂν γενέσθω· ὅποτε δ’ αὖ ἐνθυμοῖτο ὅτι τὸ μέλλον ἄδηλόν ἐστι παντὶ ἀνθρώπῳ, καὶ ὅτι διὰ τοῦτο κίνδυνος εἴη μὴ ἄποβάλοι καὶ τὴν προειργασμένην δόξαν, ἠπορεῖτο.
2. [12 - 23]
Ἀπορουμένῳ δὲ αὐτῷ ἔδοξε κράτιστον εἶναι ἀνακοινῶσαι τοῖς θεοῖς· καὶ ἐθύετο τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ, ὅτι ἀπὸ τούτου τοῦ θεοῦ ἐνόμιζεν ἑωρακέναι τὸ ὄναρ, ὃ εἶδεν ὅτε πρῶτον ᾑρέθη ἄρχων τῆς στρατιᾶς. καὶ ὅτε ὡρμᾶτο ἐξ Ἐφέσου συμμαχούμενος Κύρῳ, ἀνεμιμνήσκετο ἀετὸν φθεγγόμενον ἐν τῇ δεξίᾳ, καθήμενον δέ· καὶ ὅτι ὁ μάντις τότε ἔλεγε μέγαν μὲν τὸν οἰωνὸν εἶναι, ἐπίπονον μέντοι, τὰ γὰρ ὄρνεα ἔφη μάλιστα ἐπιτίθεσθαι τῷ ἀετῷ καθημένῳ· τὸν δὲ οἰωνὸν, οὐκ εἶναι χρηματιστικὸν, τὸν γὰρ ἀετὸν πετόμενον μάλιστα λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια. οὕτω δὴ νῦν ὁ θεὸς διαφανῶς ἐσήμηνεν αὐτῷ θυομένῳ μὴ ἀποδέχεσθαι τὴν ἀρχήν.
3. [24 - 34]
Ἐπεὶ δὲ ὁ Ξενοφῶν οὐκ ἐδέξατο τὴν ἀρχὴν, οὶ στρατιῶται εἵλοντο Χειρίσοφον. ὁ δὲ παρελθὼν εἶπεν· “ Ἀλλὰ, ὦ ἄνδρες, τοῦτο μὲν ἴστε, ὅτι οὐκ ἂν ἔγωγε ἐστασίαζον, εἰ ἄλλον εἵλεσθε· ἐπεὶ δὲ ἐμὲ εἵλεσθε, καὶ ἐγὼ πειράσομαι ποιεῖν ὑμᾶς ὅ τι ἂν δύνωμαι ἀγαθόν. καὶ ὑμεῖς οὕτω παρασκευάζεσθε εἰς αὔριον, ὡς πλευσόμενοι. ὁ δὲ πλοῦς ἔσται εἰς Ἡράκλειαν· ἐπειδᾶν δὲ ἔλθωμεν ἐκεῖσε, βουλευσόμεθα περὶ τῶν ἄλλων.” ἐντεῦθεν παραπλεύσαντες ἀφίκοντο εἰς Ἡράκλειαν· καὶ οἱ Ἡρακλεῶται πέμπουσι ξένια τοῖς Ἕλλησιν, ἄλφιτα καὶ οἷνον καὶ βοῦς εἴκοσι καὶ οἷς ἑκατόν.
4. [35 - 48]
Οἱ δὲ στρατιῶται συλλεγέντες ἐβουλεύοντο περὶ τῆς λοιπῆς πορείας, πότερον κατὰ γῆν ἢ κατὰ θάλατταν πορευτέον εἴη ἐκ τοῦ Πόντου. Λύκων δὲ Ἀχαιὸς εἶπε· “ Θαυμάζω μὲν, ὦ ἄνδρες, ὅτι οἱ στρατηγοὶ οὐ πειρῶνται ἐκπορίζειν ἡμῖν χρήματα· ταῦτα γὰρ τὰ ξένια οὐ γενήσεται σιτία τριῶν ἡμερῶν τῇ στρατιᾷ. ἐμοὶ οὖν δοκεῖ αἰτεῖν τοὺς Ἡρακλεῶτας μὴ ἔλαττον ἢ τρισχιλίσυς κυζικηνοὺς, καὶ πέμπειν πρέσβεις πρὸς τὴν πόλιν περὶ τούτων.” ἐντεῦθεν πέμπουσι Λύκωνα καὶ Καλλίμαχον καὶ Ἀγασίαν· οὗτοι ἐλθόντες ἔλεγον τὰ δεδογμένα. οἱ δὲ Ἡρακλεῶται ἀκούσαντες ταῦτα ἔφασαν βουλεύσεσθαι, καὶ εὐθὺς συνῆγον τὰ χρήματα ἐκ τῶν ἀγρῶν· καὶ αἱ πύλαι ἐκέκλειντο καὶ ὅπλα ἐφαίνετο ἐπὶ τῶν τειχῶν.
5. [49 - 62]
Ἐκ τούτου οἱ Ἀρκάδες καὶ οἱ Ἀχαιοὶ συνιστόμενοι ἔλεγον, ὡς αἰσχρὸν εἴη ἕνα Ἀθηναῖον ἄρχειν Πελοποννησίων καὶ Λακεδαιμονίων. ἦν δὲ τῇ ἀληθείᾳ ὑπερήμισυ τοῦ στρατεύματος Ἀρκάδες καὶ Ἀχαιοί. οὗτοι οὖν ἔλεγον ὡς δέοι ἑλέσθαι ἑαυτῶν στρατηγοὺς, καὶ καθ’ ἑαυτοὺς ποιεῖσθαι τὴν πορείαν. ταῦτα ἔδοξε· καὶ οἱ Ἀρκάδες καὶ Ἀχαιοὶ, ἀπολιπόντες Χειρίσοφον καὶ Ξενοφῶντα, συνέστησαν, καὶ εἵλοντο στρατηγοὺς ἑαυτῶν δέκα. ἐκ τούτου τὸ στράτευμα γίγνεται τρίχῃ, Ἀρκάδες μὲν καὶ Ἀχαιοὶ πλείους ἢ τετρακισχίλιοι, ὁπλῖται πάντες· Χειρωόφῳ δὲ ἦσαν ὁπλῖται μὲν τετρακόσιοι καὶ χίλιοι, πελτασταὶ δὲ ἑπτακόσιοι· Ξενοφῶντι δὲ ἦσαν ὁπλῖται μὲν ἑπτακόσιοι, πελτασταὶ δὲ τριακόσιοι· οὗτος δὲ μόνος εἶχεν ἱππικὸν, ἀμφὶ τετταράκοντα ἱππέας.
6. [63 - 80]
Καὶ οἱ μὲν Ἀρκάδες πρῶτοι πλέουσι, καὶ ἀποβαίνουσιν εἰς Κάλπης λιμένα, κατὰ μέσον τῆς ἐν Ἀσίᾳ Θρᾴκης. ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο εἰς τὰς πρῶτας κώμας· καὶ ἐπιπεσόντες τοῖς Θρᾳξὶ τῇ ὑστεραίᾳ ἔλαβον πολλὴν λείαν. οἱ δὲ Θρᾷκες οἱ διαφυγόντες ἠθροίζοντο· καὶ πρῶτον μὲν ἐπιτίθενται τῷ Σμίκρητος λόχῳ, ἐνὸς τῶν Ἀρκάδων στρατηγῶν, καὶ ἀποκτείνουσιν αὐτόν τε τὸν Σμίκρητα καὶ τοὺς ἄλλους πάντας. ἄλλον δὲ λόχου, ὃν Ἡγήσανδρος εἶχεν, ὀκτῶ μόνους κατέλιπον ζῶντας· καὶ αὐτὸς Ἡγήσανδρος ἐσώθη. καὶ οἱ μὲν ἄλλοι λοχαγοὶ συνῆλθον· οἱ δὲ Θρᾷκες συνελέγοντο τῆς νυκτὸς πολλοί. καὶ ἅμα ἡμέρᾳ ἐτάττοντο κύκλῳ περὶ τὸν λόφον, ἔνθα οἱ Ἕλληνες ἐστρατοπεδεύοντο, καὶ προσέβαλλον πρὸς τοὺς τῶν Ἑλλήνων ὁπλίτας, καὶ ἐτίτρωσκον πολλούς· τέλος δὲ οἱ Θρᾷκες εἶργον αὖτοὺς καὶ ἀπὸ τοῦ ὕδατος. ἐπεὶ δὲ ἀπορία ἦν, διελέγοντο περὶ σπονδῶν. ἐπεὶ δὲ οἱ Ἕλληνες ᾔτουν ὁμήρους, οἱ Θρᾷκες οὐκ ἐδίδοσαν. οἱ μὲν δὴ Ἀρκάδες οὕτως ἔπραξαν.
7. [81 - 94]
Χειρίσοφος δὲ, πεζῇ πορευόμενος διὸ, τῆς χώρας παρὰ θάλατταν, ἀφικνεῖται εἰς Κάλπης λιμένα· Ξενοφῶν δὲ, λαβὼν πλοῖα, ἀποβαίνει ἐπὶ τὸ ὅρια τῆς Θρᾴκης καὶ τῆς Ἡρακλεῶτιδος. ἐντεῦθεν πορευόμενος διὰ τῆς μεσογαίας ἐντυγχάνει πρέσβεσι πορευομένοις ποι· καὶ ἠρώτα αὐτοὺς, εἴ που αἴσθοιντο ἄλλον στρατεύματος Ἑλληνικοῦ. οἱ δὲ ἔλεγον ὅτι οἱ Ἀρκάδες πολιορκοῖντο ἐπὶ λόφου, οἱ δὲ Θρᾷκες πάντες περικεκυκλωμένοι εἶεν αὐτούς. ἐνταῦθα ἔδοξεν αὐτῷ βοηθεῖν τοῖς ἀνδράσιν· ἔπεμψε δὲ Τιμασίωνα σὺν τοῖς ἱππεῦσι σκοπεῖν τὸ ἔμπροσθεν, ὅπως μηδὲν λάθοι αὐτούς. παρέπεμψε δὲ καὶ τῶν γυμνήτων τινὰς εἰς τὰ ἄκρα, ἐκέλευε δὲ καίειν ἅπαντα, ὅσα ὁρῷεν καύσιμα. οἱ δέ ἐποίουν ταῦτα· ὥστε πᾶσα ἡ χώρα ἐδόκει αἴθεσθαι, καὶ τὸ στράτευμα εἶναι πολύ.
8. [95 - 108]
Ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ συνταξάμενοι ὡς εἰς μάχην ἐπορεύοντο ᾗ ἐδύναντο τάχιστα. Τιμασίων δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς προελαύνοντες ἀφίκοντο ἐπὶ τὸν λόφον, ἔνθα οἰ Ἕλληνες ἐπολιορκοῦντο· καὶ οὐκ ὁρῶσιν οὔτε φίλιον οὔτε πολέμιον στράτευμα. καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐθαύμαζον τί εἴη τὸ γεγενημένον· ἔπειτα δὲ ἐπυνθάνοντο ὅτι οἱ μὲν Θρᾷκες ἀπῄεσαν τῆς ἑσπέρας, οἱ δὲ Ἕλληνες ἅμα τῇ ἡμέρα· ὅποι δὲ οἴχοιντο οὐδεὶς ᾔδει. οἱ δὲ ἀμφὶ Ξενοφῶντα ἀκούσαντες ταῦτα ἐπορεύοντο, βουλόμενοι ὡς τάχιστα συμμίξαι τοῖς ἄλλοις εἰς Κάλπης λιμένα. καὶ πορευόμενοι ἑώρων τὸν στίβον τῶν Ἀρκάδων καὶ Ἀχαιῶν κατὰ τὴν ὁδόν. ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, ἄσμενοί τε εἶδον ἀλλήλους καὶ ἠσπάζοντο ὥσπερ ἀδελφούς. καὶ ταύτην τὴν ἡμέραν ηὐλίζοντο ἐπὶ τοῦ αἰγιαλοῦ πρὸς τῷ λιμένι.
9. [109 - 127]
Ὁ δέ Κάλπης λιμὴν κεῖται ἐν μέσῳ Ἡρακλείας καὶ Βυζαντίου· ἔστι δὲ ἐν τῇ θαλάττῃ προκείμενον χωρίον, τὸ μὲν αὐτοῦ εἰς τὴν θαλάτταν καθῆκον πέτρα ἐστὶν ἀπορρώξ· ὁ δὲ αὐχὴν τοῦ χωρίου, ὁ εἰς τὴν γῆν ἀνήκων, μάλιστα τεττάρων πλέθρων ἐστὶ τὸ εὗρος· τὸ δὲ ἐντὸς τοῦ αὐχένος χωρίον ἐστὶν ἱκανὸν μυρίοις ἀνθρώποις οἰκῆσαι. λιμὴν δὲ κεῖται ὑπὸ αὐτῇ τῇ πέτρᾳ, ἔχων αἰγιαλὸν πρὸς ἑσπέραν. κρήνη δὲ ἡδέος ὕδατος ῥεῖ ἐπὶ αὐτὴν τὴν θάλατταν ὑπὸ τῇ ἐπικρατείᾳ τοῦ χωριόυ. ξύλα δέ ἐστι πολλὰ καὶ καλὰ ναυπηγήσιμα ἐπὶ αὐτῇ τῇ θαλάττῃ. τὸ δὲ ὅρος εἰς μεσόγαιαν μὲν ἀνήκει ἐπὶ εἴκοσι σταδίους, καὶ τοῦτό ἐστι γεῶδες καὶ ἄλιθον· παρὰ δὲ θάλατταν παρήκει πλέον ἢ ἐπὶ εἴκοσι σταδίους, καὶ δασύ ἐστι πολλοῖς καὶ μεγάλοις ξύλοις. ἡ δὲ ἄλλη χώρα καλή ἐστι, καὶ κῶμαί εἰσιν ἐν αὐτῇ πολλαὶ καὶ εὖ οἰκούμεναι· ἡ γὰρ γῆ φέρει καὶ κριθὰς καὶ πυροὺς καὶ ὄσπρια καὶ μελίνας καὶ σήσαμα καὶ σῦκα καὶ ἀμπέλους καὶ τὰ ἄλλα πάντα, πλὴν ἐλαιῶν. ἡ μὲν χώρα ἦν τοιαύτη· οἱ δέ Ἕλληνες ἐσκήνουν ἐν τῷ αἰγιαλῷ πρὸς τῇ θαλάττῃ.
10. [128 - 146]
Ἐνταῦθα ἔμειναν ἡμέρας δύο· τῇ δὲ τρίτῃ ἡμέρᾳ οἱ στρατιῶται πάντες συνῆλθον, καὶ ἐποιήσαντο δόγμα, εἴ τις ὕστερον μνησθείη δίχα ποιεῖν τὸ στράτευμα, ,ζημιοῦσθαι αὐτὸν θανάτῳ. καὶ Χειρίσοφος μὲν ἤδη ἐτετελευτήκει· Νέων δὲ Ἀσιναῖος παρέλαβε τὴν ἐκείνου ἀρχήν. μετὰ ταῦτα οἱ στρατηγοὶ ἐθύοντο ἐπὶ τῇ πορείᾳ· τὰ δέ ἱερὰ οὐκ ἐγίγνετο καλά. ἐκ τούτου οἱ στρατιῶται ἤχθοντο· καὶ γὰρ τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπεν αὐτοῖς, καὶ ἀγορὰ οὐδεμία παρῆν. συνελθόντων δὲ αὐτῶν ὁ Ξενοφῶν εἶπεν· “ Ὦ ἄνδρες, ἐπὶ μὲν τῇ πορείᾳ, ὡς ὁρᾶτε, τὰ ἱερὰ οὔπω γίγνεται καλὰ, ὁρῶ δὲ ὑμᾶς δεομένους τῶν ἐπιτηδείων· δοκεῖ οὖν μοι ἀνάγκη εἶναι θύεσθαι περὶ τούτου.” καὶ πάλιν ἐθύετο εἰς τρὶς, καὶ τὰ ἱερὰ οὐκ ἐγίγνετο καλά. ὁ δὲ Ξενοφῶν οὐκ ἔφη ἐξαγαγεῖν ἂν τοὺς στρατιώτας, εί μὴ γίγνοιτο τὰ ἱερὰ καλὰ. καὶ πάλιν τῇ ὑστεραίᾳ ἐθύοντο, καὶ σχεδὸν πᾶσα ἡ στρατιὰ ἐκυκλοῦτο περὶ τὰ ἱερά· καὶ πρόβατα μὲν οὐκέτι ἦν, πριάμενοι δὲ βοῦς ἐθύοντο· ἀλλ’ οὐδὲ οὕτω τὰ ἱερὰ ἐγένετο καλά.
11. [147 - 165]
Νέων δὲ, ὁρῶν τοὺς ἀνθρώπους δεινῶς ἔχοντας τῇ ἐνδείᾳ, ἐβούλετο χαρίζεσθαι αὐτοῖς· καὶ εὑρών τινα ἄνθρωπον Ἡρακλεώτην, ὃς ἔφη κώμας εἶναι ἐγγὺς, ὅθεν λαβοῖεν τὰ ἐπιτήδεια, ἐκήρυξε πάντας τοὺς βουλομένους ἰέναι ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια. καὶ ἐξέρχονται ὡς δισχίλιοι ἄνθρωποι. ἐπεὶ δὲ ἦσαν ἐν ταῖς κώμαις καὶ διεσπείροντο ἐπὶ τὸ λαμβάνειν, οἱ Φαρναβάζου ἱππεῖς ἐπιπίπτουσιν αὐτοῖς, καὶ ἀποκτείνουσιν οὐ μεῖον ἢ πεντακοσίους· οἱ δὲ λοιποὶ ἀνέφυγον ἐπὶ τὸ ὄρος. ἐκ τούτου ἀπαγγέλλει τις ταῦτα τῷ Ξενοφῶντι· ὁ δὲ βοῦν σφαγιασάμενος ἐβοήθει, καὶ σὺν αὐτῷ ἐπίλεκτοι ἄνδρες· οἱ δὲ ἀναλαβόντες τοὺς πεφευγότας ἀφικνοῦνται εἰς τὸ στρατόπεδον. καὶ ἤδη μὲν ἀμφὶ ἡλίου δυσμὰς ἦν· καὶ ἐξαπίνης τῶν Βιθυνῶν τινὲς ἐπιτιθέμενοι τοῖς προφύλαξι τοὺς μὲν κατέκτειναν, τοὺς δὲ ἐδίωξαν. μέχρι τοῦ στρατοπέδου. καὶ οἱ Ἕλληνες ἔδραμον εἰς τὸ ὅπλα· καὶ διώκειν μὲν τοὺς πολεμίους νυκτὸς οὐκ ἀσφαλὲς ἐδόκει εἶναι· ἐν δὲ τοῖς ὅπλοις διήγαγον τὴν νύκτα, φυλαττόμενοι ἱκανοῖς φύλαξι.
12. [166 - 178]
Ἅμα δὲ τῇ ἡμέρᾳ οἱ στρατηγοὶ ἡγοῦντο εἰς τὸ ἑρυμνὸν χωρίον· οἱ δὲ εἵποντο ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα καὶ τὰ σκεύη. πρὶν δὲ ἀρίστου ὥραν εἶναι, ἀπετάφρευσαν τὴν εἴσοδον εἰς τὸ χωρίον, καὶ ἀπεσταύρωσαν ἅπαν, καταλιπόντες τρεῖς πύλας. καὶ πλοῖον ἧκεν ἐξ Ἡρακλείας ἄγον ἄλφιτα καὶ ἱερεῖα καὶ οἶνον. διαβάντες δὲ τὴν τάφρον ἔθεντο τα ὅπλα, καὶ ἐκήρυξαν τοὺς στρατιώτας ἐξιέναι σὺν τοῖς ὅπλοις, τὸν δὲ ὄχλον καὶ τὰ ἀνδράποδα καταμένειν αὐτοῦ. οἱ μὲν δὴ ἄλλοι πάντες ἐξῄεσαν, Νέων δὲ οὐκ ἐξῄει· ἐδόκει γὰρ κάλλιστον εἶναι καταλιπεῖν τοῦτον φύλακα τῶν ἐν τῷ στρατοπέδῳ. καὶ οὗτοι μὲν ἔμενον, οἱ δέ ἄλλοι ἐπορεύοντο.
13. [179 - 199]
Πορευθέντες δὲ ἤδη ἔξω τῶν κωμῶν ἐλάμβανον τὰ ἐπιτήδεια· καὶ ἐξαπίνης ὁρῶσι τοὺς πολεμίους ὑπερβάλλοντας κατὰ λόφους τινὰς ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἱππέας τε πολλοὺς καὶ πεζούς. ἐπεὶ δὲ οἱ πολέμιοι κατεῖδον τοὺς Ἕλληνας, ἔστησαν· οἱ δὲ Ἕλληνες προῄεσαν. ἐπεὶ δὲ οἱ ἡγούμενοι ἐγένοντο ἐπὶ νάπει μεγάλῳ καὶ δυσπόρῳ, ἔστησαν, ἀγνοοῦντες εἰ τὸ νάπος διαβατέον εἴη. καὶ παρεγγυῶσι τοὺς στρατηγοὺς. καὶ λοχαγοὺς παριέναι εἰς τὸ πρόσθεν. καὶ ὁ Ξενοφῶν, θαυμάσας ὅ τι ἴσχοι τὴν πορείαν, ἐλαύνει ὡς τάχιστα, ἐπεὶ δὲ οἱ στρατηγοὶ συνῆλθον, ἔλεξε τοιάδε· “ Νῦν ἴστε, ὦ ἄνδρες, ὅτι ἀμαχεὶ μὲν οὐκ ἔστιν ἐνθένδε ἀπελθεῖν· ἐὰν γὰρ μὴ ἡμεῖς ἴωμεν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, οὗτοι ἕψονται καὶ ἐπιπεσοῦνται ἡμῖν. καὶ τὸ μὲν ἀπιέναι ἀπὸ πολεμίων οὐδαμῶς καλόν ἐστι, τὸ δὲ ἐφέπεσθαι ἐμποιεῖ θάρρος καὶ τοῖς κακίοσι. θαυμάζω δὲ εἴ τις νομίζει τοῦτο τὸ νάπος μᾶλλον φοβερὸν εἶναι τῶν ἄλλων χωρίων, ὧν διαπεπορεύμεθα. ἐπεὶ δὲ τὸ ἱερᾶ νῦν καλά ἐστιν ἡμῖν, ἴωμεν ἐπὶ τοὺς ἄνδρας. οὐ δεῖ ἔτι τούτους, ἐπεὶ εἶδον ἡμᾶς, ἡδέως δειπνῆσαι, οὐδὲ σκηνῆσαι ὅπου ἂν θέλωσι.”
14. [200 - 217]
Ταῦτα εἰπὼν ἡγεῖτο, παραγγεὶλας διαβαίνειν τὸ νάπος ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανεν ὤν. ἐπεὶ δὲ πάντες διέβησαν, τεταγμένοι ἐπὶ φάλαγγος καὶ ποιησάμενοι τοὺς πελταστὰς ἑκατέρωθεν, ἐπορεύοντο ἐπὶ τοὺς πολεμίους. παρηγγέλλετο δὲ τὰ μὲν δόρατα ἔχειν ἐπὶ τοῦ δέξιοῦ ὤμου, ἔως σημαίνοι τῇ σάλπιγγι· ἔπειτα δὲ καθιέντας αὐτὸ εἰς προβολὴν ἕπεσθαι βάδην, καὶ μὴ διώκειν δρόμῳ. ἐκ τούτου σύνθημα παροῄει ΖΕΥΣ ΣΩΤΗΡ, ἩΡΑΚΛΗΣ ἩΓΕΜΩΝ. οἱ δὲ πολέμιοι ὑπέμενον τοὺς Ἕλληνας προσιόντος, ἐπεὶ δὲ ἐπλησίαζον, οἱ πελτασταὶ ἀλαλάξαντες ἔθεον ἐπὶ τοὺς πολεμίους· οἱ δὲ πολέμιοι ὥρμησαν ἀντίοι, καὶ ἐτρέποντο τοὺς πελταστάς. ἀλλὰ ἐπεὶ ἡ φάλαγξ τῶν ὁπλιτῶν ὑπηντίαζε ταχὺ πορευομένη, καὶ ἅμα ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο, καὶ οἱ Ἕλληνες ἐπαιάνιζον, καὶ ἅμα καθίεσαν τὰ δόρατα, ἐνταῦθα οἱ πολέμιοι οὐκέτι· ἐδέξαντο αὐτοὺς, ἀλλὰ ἔφευγον. καὶ Τιμασίων ἔχων τοὺς ἱππέας ἐφείπετο. καὶ ἀπέκτεινον τῶν πολεμίων ὅσουσπερ ἐδύναντο.
15. [218 - 233]
Τῶν δὲ πολεμίων τὸ μὲν εὐώνυμον εὐθὺς διεσπάρη, τὸ δὲ δεξιὸν συνέστη ἐπὶ λόφου. ἐπεὶ δὲ οἱ Ἕλληνες εἶδον αὐτοὺς ὑπομένοντας, ἐδόκει ῥᾷστον εἶναι ἰέναι ἤδη ἐπ’ αὐτούς. παιανίσαντες οὖν εὐθὺς ἐπέκειντο αὐτοῖς· οἱ δὲ οὐχ ὑπέμειναν. καὶ ἐνταῦθα οἱ πελτασταὶ ἐδίωκον καὶ διέσπειραν τὸ δεξιὸν αὐτῶν· ὀλίγοι δὲ ἀπέθανον· οἱ γὰρ ἱππεῖς τῶν πολεμίων, πολλοὶ ὄντες, φόβον παρεῖχον. ἐπεὶ δὲ οἱ Ἕλληνες εἶδον τό τε Φαρναβάζου ἱππικὸν ἔτι συνεστηκὸς, καὶ τοὺς Βιθυνοὺς ἱππέας ἤδη συναθροιζομένους ἐπὶ λόφου τινὸς, ἐδόκει αὐτοῖς ἰέναι καὶ ἐπὶ τούτους, ὡς μὴ τεθαρρηκότες ἀναπαύσαιντο. συνταξάμενοι δὴ πορεύονται. ἐντεῦθεν οἱ πολέμιοι ἱππεῖς φεύγουσι κατὰ τοῦ λόφου, ὥσπερ διωκόμενοι ὑπὸ ἱππέων· νάπος γὰρ ὑπεδέχετο αὐτοὺς, ὃ οἱ Ἑλληνες οὐκ ᾔδεσαν. οἱ δὲ ἐπανελθόντες καὶ στησάμενοι τρόπαιον ἀπῄεσαν ἐπὶ θάλατταν περὶ ἡλίου δυσμάς.
16. [234 - 246]
Οἱ δὲ Ἕλληνες ἐνταῦθα ἔμενον Κλέανδρον τὸν ἐν Βυζαντίῳ ἁρμοστὴν, καὶ τὰς τριήρεις καὶ τὰ πλοῖα. καὶ ἕως μὲν τὸ στράτευμα καταμένοι ἀναπαυόμενον, ἐξῆν τοῖς στρατιώταις ἰέναι ἐπὶ λείαν, καὶ οἱ ἐξιόντες ἐλάμβανον αὐτήν· ὁπότε δὲ πᾶν τὸ στράτευμα ἐξίοι, εἴ τις χωρὶς ἀπελθὼν λάβοι τι, ἔδοξεν εἶναι δημόσιον. καὶ ἐν τούτῳ ὁ Κλέανδρος ἀφικνεῖται ἔχων δύο τριήρεις, πλοῖον δὲ οὐδέν. τὸ δὲ στράτευμα ἐτύγχανεν ἔξω ὂν, ὅτε ἀφίκετο· καὶ ἄλλοι τινὲς ᾤχοντο χωρὶς ἐπὶ λείαν, οἳ εἰλήφεσαν πολλὰ πρόβατα· φοβούμενοι δὲ μὴ στερηθεῖεν τούτων, λέγουσι Δεξίππῳ τῷ Λάκωνι τὸ πρᾶγμα, καὶ κελεύουσιν αὐτὸν διασῶσαι αὐτοῖς τὰ πρόβατα, καὶ τὰ μὲν ἑαυτῷ λαβεῖν, τά δὲ σφίσιν ἀποδοῦναι.
17. [247 - 261]
Εὐθὺς δὲ ὁ Δέξιππος ἀπελαύνει τοὺς περιεστῶτας, καὶ λέγοντας ὅτι ταῦτα εἴη δημόσια· καὶ λέγει τῷ Κλεάρχῳ, ὅτι οἱ στρατιῶται ἐπιχειροῦσιν ἁρπάζειν. ὁ δὲ κελεύει ἄγειν πρὸς ἑαυτὸν τὸν ἁρπάζοντα. καὶ ὁ μὲν Δέξιππος λαβὼν ἦγέ τινα· Ἀγασίας δὲ ἀφαιρεῖται αὐτόν. οἱ δὲ ἄλλοι στρατιῶται ἐπιχειροῦσι βάλλειν τὸν Δέξιππον· πολλοὶ δὲ καὶ τῶν τριηριτῶν δείσαντες ἔφυγον εἰς τὴν θάλατταν· αὐτὸς δὲ ὁ Κλέανδρος ἔφευγε, καὶ ἀποπλεύσεσθαι ἔφη, καὶ κηρύξειν μηδεμίαν πόλιν δέχεσθαι αὐτοὺς, ὡς ὄντας πολεμίους. (οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι τότε ἦρχον πάντων τῶν Ἑλλήνων). ἐνταῦθα οἱ Ἓλληνες ἐδέοντο αὐτοῦ μὴ ποιεῖν ταῦτα. ὁ δὲ οὐκ ἔφη γενέσθαι ἂν ἄλλως, εἰ μὴ ἐκδοῖεν τὸν ἀρξάμενον βάλλειν τὸν Δέξιππον καὶ τὸν ἀφελόμενον τὸν ἄνδρα.
18. [262 - 277]
Καὶ ἐντεῦθεν οἱ ἄρχοντες συνήγαγον τὸ στράτευμα· καὶ Ἀγασίας ἀναστὰς εἶπεν· “ Ὑμεῖς μὲν, ὦ ἄνδρες, μὴ ἐκδῶτέ με· ἐγὼ δὲ παρασχήσω ἐμαυτὸν Κλεάνδρῳ, ποιῆσαι ὅ τι ἂν βούληται.” μετὰ ταῦτα ἐπορεύοντο πρὸς Κλέανδρον Ἀγασίας καὶ οἱ στρατηγοὶ καὶ ὁ ἀνὴρ ὁ ἀφαιρεθεὶς ὑπὸ Ἀγασίου. καὶ ὁ Ἀγασίας εἶπεν· “ Ἐγώ εἰμι, ὦ Κλέανδρε, ὁ ἀφελόμενος τοῦ Δεξίππου τοῦτον τὸν ἄνδρα. τοῦτον μὲν γὰρ οἶδα ἄνδρα ὄντα ἀγαθὸν, Δέξιππον δὲ οἶδα δειλόν τε ὄντα καὶ πονηρόν. αἱρεθεὶς γὰρ ὑπὸ τῆς στρατιᾶς ἄρχειν πεντηκοντόρου, ἧς ᾐτησάμεθα παρὰ Τραπεζουντίων, ὁ Δέξιππος ἀπέδρα, καὶ προέδωκε τοὺς στρατιώτας. τούτου οὖν, τοιούτου ὄντος, ἀφειλόμην τὸν ἄνδρα. εἰ δὲ σὺ ἀπῆγες αὐτὸν, ἢ ἄλλος τις τῶν παρὰ σοῦ, οὐκ ἂν ἐποίησα οὐδὲν τούτων. ἐὰν δὲ νῦν ἀποκτείνῃς ἐμὲ, ἀποκτενεῖς ἄνδρα ἀγαθὸν δι’ ἄνδρα δειλόν τε καὶ πονηρόν.”
19. [278 - 292]
Ἀκούσας ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν· “ Ἔγὼ μὲν οὐκ ἐπαινῶ Δέξιππον, εί πεποίηκε ταῦτα· οὐ μέντοι χρὴ αὐτὸν πάσχειν βίαν, ἀλλὰ κρίνεσθαι. νῦν οὖν ἄπιτε καταλιπόντες τόνδε τὸν ἄνδρα· ὅταν δὲ ἐγὼ κελεύσω, πάρεστε πρὸς τὴν κρίσιν. αἰτιῶμαι δὲ οὔτε τὴν στρατιᾶν οὔτε ἄλλον οὐδένα, ἐπεὶ οὗτος ὁμολογεῖ αὐτὸς ἀφελέσθαι τὸν ἄνδρα.” ὁ δὲ ἀφαιρεθεὶς εἶπεν· “ Ἐγὼ, ὦ Κλέανδρε, οὔτε ἔπαιον οὐδένα οὔτε ἔβαλλον, ἀλλ’ εἶπον ὅτι τὰ πρόβατα εἴη δημόσια· ἦν γὰρ δόγμα τῶν στρατιωτῶν, ἐάν τις ἰδίᾳ ληΐζηται, ὁπόταν ἡ στρατιὰ ἐξίῃ, ἡ λεία ἔσται δημοσία. ταῦτα εἶπον· ἐκ τούτου οὗτος λαβών με ἦγεν, ἵνα λαβὼν τὸ ἑαυτοῦ μέρος διασώσειε τοῖς λῃσταῖς τὰ χρήματα παρὰ τὸ δόγμα.” πρὸς ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν· “ Ἐπεὶ τοίνυν πεποίηκας ταῦτα, κατάμενε, ἵνα καὶ περὶ σοῦ βουλευσώμεθα.”
20. [293 - 302]
Μετὰ ταῦτα ὁ Ξενοφῶν ἐλθὼν πρὸς τὸν Κλέανδρον λέγει· “ Ἔχεις μὲν, ὦ Κλέανδρε, τοὺς ἄνδρας, καὶ ἔξεστί σοι ποιῆσαι περὶ τούτων ὅ τι βούλει· νῦν δὲ οἱ στρατιῶται αἰτοῦνταί σε δοῦναι σφίσι τὼ ἄνδρε, καὶ μὴ ἀποκτείνειν. καὶ ὑπισχνοῦνταί σοι ἀντὶ τούτων, ἐἀν βούλῃ ἡγεῖσθαι αὐτῶν, ἐπιδείξειν σοι καὶ ὡς κόσμιοί εἰσι καὶ ὡς θέλουσι πείθεσθαι τῷ ἄρχοντι.” ἀκούσας ταῦτα ὁ Κλέανδρος εἶπεν· “ Ἀλλά καὶ ἀποδίδωμι τὼ ἄνδρε καὶ αὐτὸς παρέσομαι ὑμῖν· καὶ, ἐὰν οἱ θεοὶ βούλωνται, ἡγήσομαι ὑμῖν εἰς τὴν Ἕλλαδα.”
21. [303 - 314]
Ἐκ τούτου ὁ Κλέανδρος ἐθύετο ἐπὶ τῇ πορείᾳ, καὶ φίλος ἐγένετο Ξενοφῶντι. ἐπεὶ δὲ ἑώρα τοὺς στρατιῶτας εὐτάκτους ὄντας, καὶ μᾶλλον ἐπεθύμει γενέσθαι ἡγεμων αὐτῶν. ἐπεὶ μέντοι θυομένῳ αὐτῷ τὰ ἱερὰ οὐκ ἐγίγνετο καλὰ, συγκαλέσας τοὺς στρατηγοὺς εἶπεν· “ Ἐμοὶ μὲν τὰ ἱερὰ οὐ γίγνεται, ὥστε ἐξάγειν ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ μὴ ἀθυμεῖτε τούτου ἕνεκα, ἀλλὰ πορεύεσθε. ἡμεῖς δὲ δεξόμεθα ὐμας ἐν Βυζαντίῳ, ὡς ἂν δυνώμεθα κάλλιστα.” ὁ δ’ οὖν Κλέανδρος ἀπέπλει· οἱ δὲ στρατιῶται ἐξεπορεύοντο διὰ τῶν Βιθυνῶν· καὶ ἀφίκοντο εἰς Χρυσόπολιν τῆς Καλχηδονίας, καὶ ἐκεῖ ἔμειναν ἡμέρας ἑπτά.
{\Large Chapter VIII}
1. [1 - 20]
Ἐκ τούτου Φαρνάβαζος, φοβούμενος μὴ οἱ Ἕλληνες στρατεύοιντο ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ ἀρχὴν, ἐδεῖτο Ἀναξιβίου τοῦ Λακεδαιμονίου ναυάρχου, ὃς ἔτυχεν ὢν ἐν Βυζαντίῳ, διαβιβάσαι τὸ στράτευμα ἐκ τῆς Ἀσίας. καὶ ὁ Ἀναξίβιος μετεπέμψατο τοὺς στρατηγοὺς καὶ λοχαγοὺς, καὶ ὑπισχνεῖτο αὐτοῖς, εἰ διαοβαῖεν εἰς Βυζάντιον, μισθὸν ἔσεσθαι τοῖς στρατιώταις. ἐκ δὲ τούτου πάντες οἱ στρατιῶται διαβαίνουσιν εἰς Βυζάντιον. καὶ ὁ Ἀναξίβιος οὐκ ἐδίδου αὐτοῖς μισθὸν, ἐκέλευσε δὲ τοὺς στρατιώτας ἐξιέναι ἐκ τῆς πόλεως, ὡς ἀποπέμψων αὐτοὺς οἴκαδε. ἐνταῦθα οἴ στρατιῶται ἤχθοντο, ὅτι οὐκ εἶχον ἀργύριον ἐπισιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν· ὁ δὲ Ξενοφῶν προσελθὼν Κλεάνδρῳ τῷ ἁρμοστῇ εἶπεν αὐτῷ ὅτι μέλλοι ἀποπλεύσεσθαι ἤδη· ὁ δὲ Κλέανδρος λέγει αὐτῷ· “ Μὴ ποιήσῃς ταῦτα· ἀλλὰ ἔξελθε μὲν ὡς συμπορευσόμενος τοῖς στρατιώταις· ἐπειδᾶν δὲ τὸ στράτευμα γένηται ἔξω, τότε ἀπαλλάττου.” ἐνταῦθα ὁ Ξενοφῶν καὶ ὁ Κλέανδρος ἐλθόντες πρὸς Ἀναξίβιον ἔλεγον αὐτῷ ταῦτα. ὁ δὲ ἐκέλευε τὸν Ξενοφῶντα οὕτω ποιεῖν, καὶ ἐξιέναι ὡς τάχιστα σὺν τῷ στρατεύματι.
2. [21 - 37]
Ἐντεῦθεν οἵ τε στρατηγοὶ καὶ οἱ ἄλλοι ἐξῄεσαν τῆς πόλεως. καὶ πάντες, πλὴν ὀλίγων, ἔξω ἦσαν· ὁ δὲ Ἀναξίβιος συγκαλέσας τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς λοχαγοὺς ἔλεγε· “Τὰ μὲν ἐπιτήδεια λαμβάνετε ἐκ τῶν Θρᾳκίων κωμῶν· λαβόντες δὲ πορεύεσθε εἰς Χερρόνησον, ἐκεῖ δὲ Κύνισκος δώσει ὑμῖν μισθόν.” ἀκούσαντες δέ τινες τῶν στρατιωτῶν διαγγέλλουσι ταῦτα τῷ στρατεύματι. καὶ οἱ στρατιῶται ἀναρπάσαντες τὰ ὅπλα θέουσι δρόμῳ πρὸς τὰς πύλας, ὡς πάλιν εἰσιόντες εἰς τὴν πόλιν. Ἐτεόνικος δὲ Λακεδαιμόνιοςκαὶ οἱ σὺν αὐτῷ συγκλείουσι τὰς πύλας οἱ δὲ στρατιῶται λέγουσιν αὐτοὶ κατασχίσειν τὰς πύλας, εἰ μὴ οἱ πολῖται ἑκόντες ἀνοίξουσιν. ἄλλοι δὲ ἔθεον ἐπὶ θάλατταν, καὶ ὑπερβαίνουσι παρὰ τὴν χηλὴν τοῦ τείχους εἰς τὴν πόλιν. ἄλλοι δὲ τῶν στρατιωτῶν, οἳ ἐτύγχανον ἔνδον ὄντες, διακόπτοντες τὰ κλεῖθρα ταῖς ἀξίναις ἀναπεταννύουσι τὰς πύλας, οἱ δὲ ἔξω ὄντες εἰσπίπτουσιν εἰς τὴν πόλιν.
3. [38 - 48]
Ὁ δὲ Ξενοφῶν, ὡς εἶδε τὰ γιγνόμενα, δείσας μὴ τὸ στράτευμα τράποιτο ἐφ’ ἁρπαγὴν, συνεισπίπτει σὺν τῷ ὄχλῳ εἴσω τῶν πυλῶν. οἱ δὲ Βυζάντιοι φεύγουσιν ἐκ τῆς ἀγορᾶς, οἱ μὲν εἰς τὰ πλοῖα, οἱ δὲ οἴκαδε· ὅσοι δὲ ἐτύγχανον ὄντες ἐν τοῖς οἴκοις ἔθεον ἔξω. οἱ δὲ καθεῖλκον τὰς τριήρεις, ὡς σώζοιντο ἐν ταῖς τριήρεσι· πάντες δὲ ᾤοντο τὴν πόλιν ἡλωκέναι. ὁ δὲ Ἐτεόνικος ἀποφεύγει εἰς τὴν ἄκραν. ὁ δὲ Ἀναξίβιος καταδραμὼν ἐπὶ θάλατταν περιέπλει εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ εὐθὺς μεταπέμπεται φρουροὺς ἐκ Καλχηδόνος· οἱ γὰρ ἐν τῇ ἀκροπόλει οὐκ ἐδόκουν αὐτοὶ εἶναι ἱκανοὶ ἐκβολεῖν τοὺς Ἕλληνας.
4. [49 - 60]
Οἱ δὲ στρατιῶται, ὡς εἶδον Ξενοφῶντα, προσέρχονται αὐτῷ καὶ λέγουσι· “ Νῦν σοι ἔξεστιν, ὦ Ξενοφῶν, ἀνδρὶ ἀγαθῷ γενέσθαι. ἔχεις πόλιν, ἔχεις τριήρεις, ἔχεις χρήματα, ἔχεις ἄνδρας τοσούτους. νῦν, εἰ βούλοιο, σύ τε ἂν ὀνήσαις ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ἄν ποιήσαιμεν σὲ μέγαν.” ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· “ Ἀλλὰ εὖ τε λέγετε, καὶ ποιήσω ταῦτα· εἰ δὲ ἐπιθυμεῖτε τούτων, θέσθε τὰ ὅπλα ἐν τάξει ὡς τάχιστα.” ταῦτα δὲ εἶπε, βουλόμενος κατηρεμίσαι αὐτούς· καὶ ἐκέλευσε τοὺς λοχαγοὺς παραγγέλλειν ταῦτα τοῖς στρατιώταις. οἱ δὲ εὐθὺς ἐτάττοντο· ἐπεὶ δὲ τὰ ὅπλα ἔκειτο, ὁ Ξενοφῶν συγκαλεῖ τὴν στρατιὰν καὶ λέγει τάδε·
5. [61 - 82]
“ Ὅτι μὲν ὀργίζεσθε, ὦ ἄνδρες στρατιῶται, οὐ θαυμάζω. ἐὰν δὲ χαριζώμεθα τῷ θυμῷ, καὶ τιμωρησώμεθα τοὺς Λακεδαιμονίους, καὶ διαρπάσωμεν ταύτην τὴν πόλιν, ἐνθυμεῖσθε ἃ ἔσται ἐντεῦθεν. πολέμιοι μὲν ἐσόμεθα τοῖς τε Λακεδαιμονίοις καὶ τοῖς αὐτῶν συμμάχοις· τοῖς δὲ Λακεδαιμονίοις οἱ Ἀχαιοὶ ὑπάρχουσι σύμμαχοι, Ἀθήναιοι δὲ προσγεγένηνται ἐκείνοις· οὗτοι δὲ πάντες ἔσονται πολέμιοι ἡμῖν. Τισσαφέρνης δὲ καὶ ἄλλοι βάρβαροι πολλοὶ πολέμιοι ἤδη εἰσὶν ἡμῖν, αὐτὸς δὲ ὁ βασιλεὺς πολεμιώτατός ἐστι πάντων, ἐφ’ ὃν ἐστρατεύσαμεν ἀφαιρησόμενοι τὴν ἀρχὴν, καὶ ἀποκτενοῦντες αὐτὸν, εἰ δυναίμεθα. μὴ, πρὸς θεῶν, οὕτω μαινώμεθα, μηδὲ αἰσχρῶς ἀπολώμεθα, πολέμιοι ὄντες καὶ ταῖς πατρίσι καὶ τοῖς ἡμετέροις φίλοις τε καὶ οἰκείοις. πάντες γὰρ οἱ φίλοι εἰσὶν ἐν ταῖς πόλεσιν, αἳ στρατεύσονται ἐφ’ ἡμᾶς· καὶ δικαίως τοῦτο ποιήσουσιν, εἰ ἐξαλαπάξομεν πόλιν Ἑλληνίδα, εἰς ἣν πρώτην ἤλθομεν. ἐμοὶ τοίνυν δοκεῖ εἰπεῖν Ἀναξιβίῳ, ὅτι παρεληλύθαμεν εἰς τὴν πόλιν ποιήσοντες οὐδὲν βίαιον, ἀλλὰ πειρώμενοι τυγχάνειν τῶν δικαίων· ἐὰν δὲ μὴ τύχωμεν, δηλώσομεν αὐτῷ ὅτι οὐκ ἐξαπατώμενοι, ἀλλὰ πειθόμενοι, ἐξερχόμεθα τῆς πόλεως.
6. [83 - 102]
Ταῦτα ἔδοξε, καὶ πέμπουσιν ἀγγέλους τῳ Ἀναξιβίῳ περὶ τούτων. ὁ δὲ ἀπεκρίνατο, ὅτι οὐ μεταμελήσοι αὐτοῖς πειθομένοις, ἀλλ’ ὅτι καὶ αὐτὸς βουλεύσοιτο περὶ αὐτῶν ὅ τι δύναιτο ἀγαθόν. ἐκ τούτου οἱ στρατιῶται ἀπῆλθον ἔξω τοῦ τείχους. Ξενοφῶν δὲ, μεταπεμψάμενος Κλέανδρον, ἐκέλευεν αὐτὸν διαπράξασθαι, ὅπως αὐτὸς πάλιν εἰσέλθοι εἰς τὴν πόλιν καὶ ἀποπλεύσειεν ἐκ Βυζαντίου. ἐλθὼν δέ ὁ Κλέανδρος εἶπε· “ Μάλα μόλις διαπραξάμενος ἥκω. λέγει γὰρ Ἀναξίβιος, ὅτι οὐκ ἐπιτήδειόν ἐστι τοὺς μὲν στρατιώτας πλησίον εἶναι τοῦ τείχους, Ξενοφῶντα δὲ ἔνδον τῆς πόλεως· ὅμως δὲ κελεύει σε εἰσιέναι, εἰ μέλλεις ἐκπλεῖν σὺν αὐτῷ.” ὁ μὲν δὴ Ξενοφῶν ἀπῄει εἴσω τοῦ τείχους σὺν Κλεάνδρῳ.
Νέων δὲ καὶ ἄλλοι στρατηγοὶ ἐπέμενον ἐπὶ τῇ στρατιᾷ· καὶ οἱ στρατηγοὶ διεφέροντο ἀλλήλοις περὶ τῆς λοιπῆς πορείας. τοῦ δὲ χρόνου διατριβομένου, πολλοὶ τῶν στρατιωτῶν ἀποδιδόμενοι τὰ ὅπλα ἀπέπλεον ὡς ἐδύναντο οἱ δὲ διεσπείροντο κατὰ τὰς πόλεις. Ἀναξίβιος δὲ ἔχαιρεν ἀκούων ταῦτα· τούτων γὰρ γιγνομένων ᾤετο μάλιστα χαρίζεσθαι Φαρναβάζῳ.
7. [103 - 116]
Ἀναξιβίῳ δὲ ἀποπλέοντι ἐκ Βυζαντίου συναντᾷ Ἀρίσταρχος, διάδοχος Κλεάνδρῳ Βυζαντίου ἁρμοστής. καὶ Ἀναξίβιος ἐπιστέλλει τῷ Ἀριστάρχῳ ἀποδόσθαι τῶν Κύρου στρατιωτῶν ὁπόσους ἂν εὕρῃ ἐν Βυζαντίῳ· ὁ δὲ, ἐπεὶ ἦλθεν εἰς Βυζάντιον, ἀπέδοτο οὐκ ἐλάττους τετρακοσίων. ἐκ τούτου Ἀναξίβιος, παραπλεύσας εἰς Πάριον, κελεύει Ξενοφῶντα πλεῦσαι ἐπὶ τὸ στράτευμα ὡς τάχιστα, καὶ συναθροίζειν τοὺς διεσπαρμένους τῶν στρατιωτῶν, καὶ διαβιβάζειν αὐτοὺς ἐκ τῆς Περίνθου εἰς τὴν Ἀσίαν. καὶ ὁ μὲν Ξενοφῶν διαπλεύσας εἰς Πέρινθον ἀφικνεῖται ἐπὶ τὸ στράτευμα· οἱ δὲ στρατιῶται ἐδέξαντο αὐτὸν ἡδέως, καὶ εὐθὺς εἵποντο αὐτῷ ἄσμενοι, ὡς διαβησόμενοι ἐκ τῆς Θρᾴκης εἰς τὴν Ἀσίαν.
8. [117 - 133]
Ἐνταῦθα Σεύθης ὁ Θρᾷξ, πέμψας Μηδοσάδην πρὸς τὸν Ξενοφῶντα, ἐδεῖτο αὐτοῦ ἄγειν τὴν στρατιὰν πρὸς ἑαυτόν· καὶ ύπισχνούμενος πολλὰ οὐκ ἔπεισε τὸν Ξενοφῶντα. ἐν δέ τούτῳ Ἀρίσταρχος ὁ ἐν Βυζαντίῳ ἁρμοστὴς, ἐλθὼν ἐπὶ τὸ στράτευμα, εἶπε τοῖς στρατιώταις μὴ περαιοῦσθαι εἰς τὴν Ἀσίαν. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἔλεγεν, ὅτι Ἀναξίβιος ἐκέλευσεν αὐτοὺς διαπλεῦσαι. ὁ δ’ Ἀρίσταρχος ἔλεγεν· “ Ἀναξίβιος μὲν οὐκέτι ναύαρχός ἐστι, ἐγὼ δὲ ἐνταῦθά εἰμι ἁρμοστής· εἰ δέ τινα ὑμῶν λήψομαι ἐν τῇ θαλάττῃ, καταδύσω αὐτόν.” ταῦτα εἰπὼν ᾤχετο εἰς τὴν πόλιν. ὁ οὖν Ξενοφῶν θυσάμενος τοῖς θεοῖς, ἐπεὶ τὰ ἱερὰ ἐγένετο καλᾶ, παρέλαβε Πολυκράτην τὸν Ἀθηναῖον λοχαγὸν καὶ ἄλλους, καὶ ᾤχετο τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὸ Σεύθου στράτευμα. ἐπεὶ δὲ ἦσαν ἐγγὺς αὐτοῦ, προπέμπει ἑρμηνέα, καὶ κελεύει εἰπεῖν Σεύθῃ ὅτι Ξενοφῶν πάρεστι βουλόμενος συγγενέσθαι αὐτῷ. \\
9. [134 - 150]
Ὁ δὲ Σεύθης ἀκούσας ἐκέλευσε Ξενοφῶντα εἰσελθεῖν, ἔχοντα δύο ἄνδρας, οὓς βούλοιτο. ἐπεὶ δὲ εἰσῆλθον, πρῶτον Ξενοφῶν ἐπήρετο Σεύθην ὅ τι βούλοιτο χρῆσθαι τῇ στρατιᾷ. ὁ δὲ εἶπεν ὧδε· “ Μαισάδης μὲν ὁ ἐμὸς πατὴρ ἦρχε Θυνῶν τε καὶ ἄλλων τῶν γειτόνων. στασιαζόντων δὲ τῶν Ὀδρυσῶν, ἐκπίπτει τῆς ἀρχῆς· ἐκπεσὼν δὲ ἀποθνήσκει νόσῳ· ἐγὼ δὲ ἐξετράφην ὀρφανὸς παρὰ Μηδόκῳ τῷ νῦν Ὀδρυσῶν βασιλεῖ. ἐπεὶ δὲ ἐγενόμην νεανίσκος, οὐκ ἐδυνάμην ζῆν ἀπ’ ἀλλοτρίας τραπέζης· καὶ ἱκέτευον αὐτὸν δοῦναί μοι ὁπόσους δύναιτο ἄνδρας, ὅπως καὶ τιμωροίμην τοὺς ἐκβαλόντας ἡμᾶς τῆς ἀρχῆς, καὶ μὴ ζῴην ἀποβλέπων εἰς τὴν ἐκείνου τράπεζαν, ὥσπερ κύων. ἐκ τούτου δίδωσι μοι τοὺς ἄνδρας καὶ τοὺς ἵππους, οὓς ὑμεῖς ὄψεσθε. καὶ νὺν ἐγὼ ζῶ τούτους ἔχων, ληϊζόμενος τὴν ἐμαυτοῦ πατρῴαν χώραν. εἰ δὲ ὑμεῖς παραγένοισθέ μοι, οἴομαι ῥᾳδίως ἂν ἀπολαβεῖν τὴν πατρῴαν ἀρχήν. ταῦτά ἐστιν ἃ, ἐγὼ δέομαι ὑμῶν.”
10. [151 - 163]
“ Τί οὖν,” ἔφη ὁ Ξενοφῶν, “ σὺ ἂν δύναιο, εί ἔλθοιμεν, διδόναι τῇ τε στρατιᾷ καὶ τοῖς λοχαγοῖς καὶ τοῖς στρατηγοῖς;” ὁ δ’ ὑπέσχετο αὐτοῖς μισθὸν, καὶ γῆν ὁπόσην βούλοιντο, καὶ ζεύγη καὶ χωρίον ἐπὶ θαλάττῃ τετειχισμένον. “ Ἐὰν δὲ,” ἔφη ὁ Ξενοφῶν, “ μὴ διαπράξωμεν ταῦτά σοι, ἀλλά τις φόβος ᾗ ἀπὸ Λακεδαιμονίων, ἆρα σὺ δέξει ἡμᾶς εἰς τὴν σεαυτοῦ χώραν, ὅσοι βουλώμεθα ἀπίεναι παρά σε;” ὁ δ’ εἶπε· “ Ἔσται ταῦτα· καὶ ποιήσομαι ὑμᾶς ἀδελφοὺς καὶ κοινωνοὺς ἁπάντων, ὧν ἂν δυνώμεθα κτᾶσθαι. σοὶ δέ, ὦ Ξενοφῶν, δώσω τὴν θυγατέρα, καὶ εἴ τίς σοί ἐστι θυγάτηρ, ὠνήσομαι αὐτὴν Θρᾳκίῳ νόμῳ, καὶ δώσω σοι Βισάνθην οἰκεῖν, ὅπερ κάλλιστόν ἐστιν ἐμοὶ τῶν ἐπὶ θαλάττῃ χωρίων.”
11. [164 - 177]
Ἀκούσαντες ταῦτα ἀπήλαυνον· καὶ ἐλθόντες ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ἀπήγγειλαν πάντα τοῖς στρατιώταις. καὶ Ξενοφῶν ἀναστας εἶπε τάδε· “ Ἀνδρες, διαπλεῖν μὲν ἐκεῖσε, ἔνθα βουλόμεθα, οὐ δυνατόν ἐστιν, Ἀρίσταρχος γὰρ κωλύει ἡμᾶς. Σεύθης δέ φησιν εὖ ποιήσειν ὑμᾶς, ἐὰν ἴητε πρὸς αὐτόν. νῦν οὖν σκέψασθε, πότερον ἐνθάδε μένοντες βουλεύσεσθε, ἢ ἐπανελθόντες εἰς τὰ ἐπιτήδεια. ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ ἐπανελθεῖν εἰς τὰς κώμας, ὅθεν δυναίμεθα λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια· ἐκεῖ δὲ ἔχοντες τὰ ἐπιτήδεια βουλευσόμεθα ὅ τι ἂν δοκῇ κράτιστον εἶναι. καὶ ὅτῳ,” ἔφη, “ ταῦτα δοκεῖ, ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα.” ἀνέτειναν ἅπαντες. “ Ἀπιόντες τοίνυν,” ἔφη, “συσκευάζεσθε· καὶ ἐπειδᾶν παραγγέλλῃ τις, ἕπεσθε τῷ ἡγουμένῳ.”
12. [178 - 188]
Mετὰ ταῦτα Ξενοφῶν μὲν ἡγεῖτο, οἱ δ’ εἵποντο. ἐπεὶ δὲ προεληλύθεσαν ὅσον τριάκοντα σταδίους, Σεύθης ἀπήντησεν αὐτοῖς· καὶ εἶπε τοιάδε· “ Ἐγὼ, ὦ ἄνδρες, δέομαι ὑμῶν στρατεύεσθαι σὺν ἐμοὶ, καὶ ὑπισχνοῦμαι δώσειν ὑμῖν μισθόν· σῖτα δὲ καὶ ποτὰ, ὥσπερ καὶ νῦν, λήψεσθε ἐκ τῆς χώρας. ὄποσα δ’ ἂ ἁλίσκηται αὐτὸς ἔξω, ἵνα διατιθέμενος ταῦτα πορίζω ὑμῖν τὸν μισθόν.” ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐπήρετο αὐτόν· “ Πόσον δὲ ἀπὸ θαλάττης ἄξεις τὸ στράτευμα ;” ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· “ Οὐδαμῆ πλεῖον ἕπτα ἡμερῶν, πολλαχῆ δὲ μεῖον.” ἐπὶ τούτοις ἔδοξε πᾶσι συστρατεύεσθαι τῷ Σεύθῃ.
13. [189 - 199]
Mετὰ ταῦτα οἱ μὲν ἄλλοι ἐσκήνησαν κατὰ τάξεις, στρατηγοὺς δὲ καὶ λοχαγοὺς Σεύθης ἐκάλεσεν ἐπὶ δεῖπνον. ἐπεὶ δὲ ἦσαν ἐπὶ θύραις, ὡς παριόντες ἐπὶ δεῖπνον, ἦν τις Ἡρακλείδης Μαρωνείτης· οὗτος προσελθὸν τῷ Ξενοφῶντι ἔλεγε· “Σὺ καὶ πόλεως μεγίστης εἶ, καὶ παρὰ Σεύθῃ τὸ σὸν ὄνομά ἐστι μέγιστον. ἄξιον οὖν σοί ἐστι μέγιστα τιμῆσαι Σεύθην, δοὺς αὐτῷ ὅ τι ἂν ἔχῃς πλείστου ἄξιον. εὔνους δέ σοι ὢν παραινῶ τοῦτο· εὖ γάρ οἶδα, ὅτι ὅσῳ ἂν μεῖζον δωρήσῃ τούτῳ, τοσούτῳ μείζω ἀγαθὰ πείσει ὑπὸ τούτου.” ἀκούων ταῦτα Ξενοφῶν ἠπόρει· οὐ γᾶρ εἶχεν οὐδὲν, πλὴν ἢ μικρόν τι ἀργύριον.
14. [200 - 216]
Ἐπεὶ δὲ εἰσῆλθον ἐπὶ τὸ δεῖπνον, ἐκάθηντο κύκλῳ. ἔπειτα δὲ τρίποδες εἰσηνέχθησαν πᾶσιν· οὗτοι δ’ ἦσαν μεστοὶ κρεῶν νενεμημένων, καὶ ἄρτοι μέγαλοι προσπεπερονημένοι ἦσαν πρὸς τοῖς κρέασι. καὶ πρῶτος Σεύθης, λαβὼν τοὺς ἑαυτῷ παρακειμένους ἄρτους, διέκλα κατὰ μικρὸν, καὶ ἔρριπτε τοῖς δειπνοῦσι, καὶ τὰ κρέα ὡσαύτως. καὶ οἱ ἄλλοι, παρ’ οἷς οἱ τρίποδες ἔκειντο, ἐποίουν ταὐτά. Ἄρκας δέ τις, Ἀρύστας ὄνομα, δεινὸς φαγεῖν, διέρριπτε μὲν οὐδὲν, λαβὼν δὲ εἰς τὴν χεῖρα ἄρτον ὅσον τριχοίνικον, καὶ θέμενος κρέα ἐπὶ τά γόνατα ἐδείπνει. περιέφερον δὲ κέρατα οἴνου, καὶ πάντες ἔδεχοντο· ὁ δὲ Ἀρύστας, ἐπεὶ ὁ οἰνοχόος ἔφερε παρ’ αὐτὸν τὸ κέρας, ἰδὼν τὸν Ξενοφῶντα οὐκέτι δειπνοῦντα εἶπε· “ Δὸς ἐκείνῳ τὸν οἶνον· ἐγὼ γὰρ οὔπω σχολάζω.” ἀκούσας Σεύθης τὴν φωνὴν ἠρώτα τὸν οἰνοχόον τί λέγοι. ὁ δὲ οἰνοχόος εἶπεν αὐτῷ ὅ τι λέγοι· ἠπίστατο γὰρ ἑλληνίζειν. ἐνταῦθα μὲν δὴ γέλως ἐγένετο.
15. [217 - 236]
Ἐκ δὲ τούτου εἰσῆλθεν ἀνὴρ Θρᾷξ, ἔχων ἵππον λευκόν· καὶ λαβὼν κέρας μέστον οἴνου εἶπε· “ Προπίνω σοι, ὦ Σεύθη, καὶ δίδωμί σοι τοῦτον τὸν ἵππον, ἐφ’ οὗ καὶ διώκων αἱρήσεις τὸν πολέμιον, καὶ ἀποχωρῶν ῥᾳδίως ἀποφεύξει. ἄλλος παῖδα εἰσαγαγὼν ἐδωρήσατο, καὶ ἄλλος ἱμάτια τῇ γυναικί. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἠπορεῖτο ὅ τι ποιοῖ· ἐκάθητο γὰρ, ὡς τιμώμενος, ἐν τῷ πλησιαιτάτῳ δίφρῳ Σεύθῃ· ὁ δὲ οἰνοχόος ἐνταῦθα προσήνεγκεν αὐτῷ τὸ κέρας. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἀνέστη θαρραλέως, δεξάμενος τὸ κέρας, καὶ εἶπεν· “ Ἐγὼ δέ σοι, ὦ Σεύθη, δίδωμι ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἐμοὺς τούτους ἑταίρους, φίλους εἰναι πιστούς. καὶ νῦν προσαιτοῦσί σε οὐδὲν, ἀλλὰ ἐθέλουσι καὶ πονεῖν ὑπὲρ σοῦ καὶ προκινδυνεύειν· καὶ μετὰ τούτων τὴν μὲν πατρῷον χώραν ἀπολήψει, πολλὴν δὲ ἄλλην κτήσει· πολλοὺς δὲ ἵππους, πολλοὺς δὲ ἄνδρας καὶ γυναῖκας κατακτήσει, οἳ αὐτοὶ παρέσονται φέροντες πρός σε δῶρα.” ἀναστὰς ὁ Σεύθης συνέπιε τῷ Ξενοφῶντι· καὶ μετὰ ταῦτα εἰσῆλθόν τινες αὐλοῦντες κέρασί τε καὶ σάλπιγξι. καὶ αὐτὸς Σεύθης ἀνέκραγέ τε πολεμικὸν, καὶ ἐθήλατο, μάλα ἐλαφρῶς. εἰσᾐεσαν δὲ καὶ γελωτοποιοί.
16. [237 - 254]
Ὡς δὲ ἥλιος ἐδύετο, ὁ Σεύθης ἀναστάς εἶπε πρὸς τοὺς τῶν Ἑλλήνων στρατηγούς· “ Ὦ ἄνδρες, οἰ πολέμιοι ἡμῶν οὐκ ἴσασί πω τὴν ἡμετέραν συμμαχίαν· ἐὰν οὖν ἔλθωμεν ἐπ’ αὐτοὺς πρὶν φυλάξασθαι, μάλιστα ἂν λάβοιμεν καὶ ἀνθρώπους καὶ χρήματα.” οἱ δὲ στρατηγοὶ συνεπῄνουν ταῦτα καὶ ἐκέλευον αὐτὸν ἡγεῖσθαι. ὁ δὲ εἶπε· “ Παρασκευασάμενοι ἀναμένετε· ἐγὼ δὲ , ὁπόταν καιρὸς ᾖ, ἥξω πρός ὑμᾶς καὶ ἡγήσομαι.”
Ἡνίκα δ’ ἦν ἀμφὶ μέσας νύκτας, Σεύθης παρῆν ἔχων ἱππέας καὶ πελταστὰς καὶ ὁπλίτας. καὶ οἱ μὲν ἡγοῦντο, οἱ δὲ πελτασταὶ εἵποντο, οἱ δ’ ἱππεῖς ὠπισθοφυλάκουν. ἐπεὶ δὲ ἡμέρα ἦν, ὁ Σεύθης ἐκέλευσε τοὺς Ἕλληνας περιμένειν καὶ ἀναπαύεσθαι· αὐτὸς δ’ ἔφη σκέψεσθαι. σκεψάμενος δὲ ἧκε πάλιν καὶ ἔλεγεν· “ Ἀνδρες, καλῶς ἔσται, ἐὰν θεὸς θέλῃ· λήσομεν γὰρ τοὺς πολεμίους ἐπιπεσόντες. ἀλλ’ ἐγὼ μὲν ἡγήσομαι τοῖς ἵπποις· ὑμεῖς δὲ ἕπεσθε. ὑπερβάντες δὲ τὰ ὄρη ἥξομεν εἰς κώμας πολλάς τε καὶ εὐδαίμονας.”
17. [255 - 271]
Ἡνίκα δ’ ἦν ἀμφὶ μέσον ἡμέρας, ὁ Σεύθης ἤδη ἦν ἐπὶ τοῖς ἄκροις· καὶ κατιδὼν τὰς κώμας ἧκεν ἐλαύνων πρὸς τοὺς ὁπλίτας καὶ ἔλεγεν· “ Ἀφήσω ἤδη τοὺς μὲν ἱππέας καταθεῖν εἰς τὸ πεδίον, τοὺς δὲ πελταστὰς ἐπὶ τὰς κώμας· ὑμεῖς δὲ ἕπεσθε ὡς τάχιστα. μετὰ ταῦτα ᾤχετο, καὶ οἱ Ἕλληνες εἵποντο. ἐπεὶ δὲ ἦσαν ἐν ταῖς κώμαις, Σεύθης, ἔχων τριάκοντα ἱππέας, προσελάσας εἶπε τῷ Ξενοφῶντι· “ Οἱ μὲν ἄνθρωποι ἔχονται ἐν ταῖς κώμαις, ἀλλ’ οὐχ ἁλίσκονται· οἱ γὰρ ἱππεῖς οἴχονται διώκοντες, καὶ δέδοικα μὴ οἱ πολέμιοι συστάντες καὶ γενόμενοι ἀθρόοι ἐργάσωνται ἡμᾶς κακόν τι. δεῖ οὖν τινὰς ἡμῶν καταμένειν ἐν ταῖς κώμαις, μέσται γάρ εἰσιν ἀνθρώπων.” “ Ἀλλ’ ἐγὼ μὲν,” ἔφη ὁ Ξενοφῶν, “καταλήψομαι τὰ ἄκρα· σὺ δὲ κέλευε Κλεάνορα παρατεῖναι τὴν φάλαγγα διὰ τοῦ πεδίου παρά τὰς κώμας.” τότε μὲν δὴ ηὐλίσθησαν αὐτοῦ· τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ὁ Σεύθης, κατακαύσας τὰς κώμας, ἀπῄει πάλιν.
18. [272 - 284]
Ἐκ τούτου Σεύθης ἀπέπεμψεν Ἡρακλείδην εἰς Πέρινθον ἀποδόσθαι τὴν λείαν, ὅπως μισθὸς γένοιτο τοῖς στρατιώταις· αὐτὸς δὲ καὶ οἱ Ἕλληνες ἐστρατοπεδεύοντο ἐν τῷ Θυνῶν πεδίῳ. οἱ δὲ Θυνοὶ ἐκλιπόντες τὰς κώμας ἔφευγον εἰς τὰ ὄρη. ἦν δὲ χιὼν πολλὴ καὶ ψῦχος τοσοῦτον, ὥστε τὸ ὕδωρ, ὃ ἐφέροντο ἐπὶ δεῖπνον, ἐπήγνυτο, καὶ ὁ οἶνος ὁ ἐν τοῖς ἀγγείοις· καὶ τῶν Ἑλλήνων πολλῶν καὶ ῥῖνες καὶ ὦτα ἀπεκαίοντο. ἔδοξε δὲ τῴ Σεύθῃ αὐλισθῆναι αὐτοῦ, ἵνα οἱ ἐπὶ τοῦ ὄρους μὴ τρέφοιντο ἐκ τῶν κωμῶν. καὶ αὐτὸς μὲν ἐσκήνει ἐν τῷ πεδίῳ· ὁ δὲ Ξενοφῶν, ἔχων ἐπιλέκτονς ἄνδρας, ἐσκήνει ἐν τῇ ἀνωτάτω κώμῃ ὑπὸ τὸ ὄρος· οἱ δὲ ἄλλοι Ἕλληνες πλησίον κατεσκήνησαν ἐν τοῖς ὀρείνοις Θρᾳξί.
19. [285 - 299]
Εἰς δὲ τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα οἱ Θυνοὶ ἐλθόντες ἐκ τοῦ ὄρους ἐπιτίθενται τοῖς Ἕλλησι. ἐπεὶ δ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς θύρας ἑκάστου τοῦ οἰκήματος, οἱ μὲν εἰσηκόντιζον, οἱ δὲ ἐνεπίμπρασαν τὰς οἰκίας· καὶ καλοῦντες Ξενοφῶντα ὀνομαστὶ ἐκέλευον αὐτὸν ἐξιόντα ἀποθνήσκειν. καὶ ἤδη τε πῦρ ἐφαίνετο διὰ τοῦ ὀρόφου, καὶ οἱ περὶ τὸν Ξενοφῶντα ἦσαν ἔνδον. ἐνταῦθα δὴ Σιλανὸς Μακίστιος σημαίνει τῇ σάλπιγγι· καὶ εὐθὺς πάντες οἱ Ἕλληνες ἐκπηδῶσιν ἐκ τῶν οἰκημάτων σπάσαντες τὰ ξίφη. οἱ δὲ Θρᾷκες ἔφευγον· καὶ οἱ μὲν αὐτῶν ἐλήφθησαν, οἱ δὲ καὶ ἀπέθανον· οἱ δὲ Ἕλληνες ἐδίωκον τοὺς λοιποὺς ἔξω τῆς κώμης. τῶν δὲ Θυνῶν τινὲς, ὑποστραφέντες ἐν τῷ σκότει ἔτρωσάν τινας τῶν Ἑλλήνων ἀκοντίοις· οὐδεὶς δὲ αὐτῶν ἀπέθανε. Σεύθης δὲ ἧκε σὺν ἑπτά ἱππεῦσι καὶ ἐβοήθει τοῖς Ἕλλησι, ἔχων τὸν σαλπιγκτὴν τὸν Θρᾴκιον.
20. [300 - 312]
Ἤδη δὲ ὁ Σεύθης εἶχε καὶ τριπλασίαν δύναμιν· πολλοὶ γὰρ τῶν Ὀδρυσῶν, ἀκούοντες τὰ πεπραγμένα, συνεστρατεύοντο αὐτῷ. οἱ δὲ Θυνοὶ, ἐπεὶ εἶδον ἀπὸ τοῦ ὄρους πολλοὺς μὲν ὁπλίτας πολλοὺς δὲ πελταστὰς πολλοὺς δὲ ἱππέας, καταβάντες σπείσασθαι. ὁ δὲ Σεύθης, καλέσας τὸν Ξενοφῶντα, ἐπεδείκνυεν ἃ λέγοιεν, καὶ οὐκ ἔφη σπείσασθαι, εἰ Ξενοφῶν βούλοιτο τιμωρήσασθαι αὐτούς. ὁ δὲ εἶπεν· “ Ἀλλ’ ἔγωγε νομίζω αὐτοὺς καὶ νῦν ἔχειν ἱκανὴν δίκην, εἰ δοῦλοι ἔσονται ἀντὶ ἐλευθέρων. συμβουλεύω οὖν σοι λαμβάνειν ὁμήρους τοὺς δυνατωτάτους κακόν τι ποιεῖν, ἐᾶν δὲ τοὺς γέροντας οἴκοι μένειν.” πάντες οὖν ἐν ταύτῃ τῇ χώρα ὑφίεντο τῷ Σεύθῃ.
21. [313 - 327]
Μετά ταῦτα ὁ Ἡρακλείδης παρῆν ἐκ Περίνθου, ἔχων τὴν τιμὴν τῆς λείας, ἧς ἀπέδοτο. Σεύθης δὲ ἀπεδίδου τὸν μισθὸν τῷ στρατεύματι εἴκοσι μόνον ἡμερῶν· ὁ γὰρ Ἡρακλείδης ἔλεγεν ὅτι οὐκ ἐμπολήσειε πλεῖον τῆς λείας. ὁ οὖν Ξενοφῶν ἀχθεσθεὶς εἶπε· “Δοκεῖς μοι, ὦ Ἡρακλείδη, οὐ κήδεσθαι Σεύθου ὡς δεῖ· εἰ γὰρ ἐκήδου, ἧκες ἂν φέρων πλήρη τὸν μισθόν· καὶ εἰ μὴ ἄλλως ἐδύνω πορίζεσθαι τοῦτον, καὶ ἀπέδου ἂν τὰ σεαυτοῦ ἱμάτια.” Ἐντεῦθεν ὁ Ἡρακλείδης ἔδεισε μὴ ἐκβληθείη ἐκ τῆς Σεύθου φιλίας· καὶ ἀπὸ ταύτης τῆς ἡμέρας διέβαλλε Ξενοφῶντα πρὸς Σεύθην ὅ τι ἐδύνατο. οἱ μὲν δὴ στρατιῶται ἐνεκάλουν Ξενοφῶντι, ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν Σεύθης δὲ ἤχθετο αὐτῷ, ὅτι ἐντόνως ἀπῄτει τὸν μισθὸν τοῖς στρατιώταις, καὶ οὐκέτι φιλικῶς διέκειτο αὐτῷ, ὥσπερ τὸ πρόσθεν.
22. [328 - 341]
Ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ ἀφικνοῦνται Χαρμῖνός τε ὁ Λάκων καὶ Πολύνικος παρὰ Θίβρωνος, καὶ λέγουσιν ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι μέλλουσι στρατεύεσθαι ἐπὶ Τισσαφέρνην, καὶ ὅτι ὁ Θίβρων δεῖται ταύτης τῆς στρατιᾶς· καὶ ὑπισχνοῦνται μισθόν. ἐπεὶ δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι ἦλθον, εὐθὺς ὁ Ἡρακλείδης λέγει τῷ Σεύθῃ· “Τοῦτο γεγένηται κάλλιστον· οἱ μὲν γὰρ Λακεδαιμόνιοι δέονται τοῦ στρατεύματος, σὺ δὲ οὐκέτι δέῃ· ἐὰν δὲ ἀποδιδῷς τὸ στράτευμα αὐτοῖς, οἱ στρατιῶται οὐκέτι ἀπαιτήσουσι σὲ τὸν μισθὸν, ἀλλ’ ἀπαλλάξονται ἐκ τῆς χώρας.” ἀκούσας ταῦτα ὁ Σεύθης κελεύει παράγειν τοὺς ἀγγέλους, καὶ ἔλεγεν ὅτι ἀποδιδοίη τὸ στράτευμα τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ ἐξένιζεν αὐτοὺς μεγαλοπρεπῶς. Ξενοφῶντα δὲ οὐκ ἐκάλει ἐπὶ ξένια, οὐδὲ τῶν ἄλλων στρατηγῶν οὐδένα.
23. [342 - 353]
Ἐρωτώντων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων ποῖός τις ἀνὴρ εἴη Ξενοφῶν, ὁ Σεύθης ἀπεκρίνατο, ὅτι τὰ μὲν ἄλλα εἴη οὐ κακὸς, φιλοστρατιώτης δέ· καὶ διὰ τοῦτο χεῖρον εἴη αὐτῷ. οἱ δὲ εἶπον· “Ἀλλ’ ἦ δημαγωγεῖ ὁ ἀνὴρ τοὺς ἄνδρας;” καὶ ὁ Ἡρακλείδης, “ Πάνυ μὲν οὖν,” ἔφη. “ Ἆρα οὖν,” ἔφασαν, “οὐκ ἐναντιώσεται ἡμῖν περὶ τῆς ἀπαγωγῆς τῆς στρατιᾶς;” “ Ἀλλ’ ἐὰν ὑμεῖς,” ἔφη ὁ Ἡρακλείδης, “ συλλέξαντες τοὺς στρατιώτας ὑπόσχησθε αὐτοῖς τὸν μισθὸν, ἕκοντες ἀποδραμοῦνται σὺν ὑμῖν. καὶ αὔριον ἄξομεν ὑμᾶς πρὸς αὐτούς· καὶ οἶδα ὅτι, ἐπειδὰν ἴδωσιν ὑμᾶς, ἄσμενοι συνδραμοῦνται ὑμῖν.” αὑτὴ μὲν ἡ ἡμέρα οὕτως ἔληξε.
24. [354 - 366]
Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ Σεύθης τε καὶ Ἡρακλείδης ἄγουσι τοὺς Λάκωνας ἐπὶ τὸ στράτευμα· τὼ δὲ Λάκωνε ἐλεγέτην· “ Δοκεῖ τοῖς Λακεδαιμονίοις πολεμεῖν Τισσαφέρνει, τῷ ἀδικήσαντι ὑμᾶς· ἐὰν οὖν ἴητε σὺν ἡμῖν, τιμωρήσεσθέ τε τὸν ἐχθρὸν καὶ λήψεσθε τὸν μισθόν.” οἱ δὲ στρατιῶται ἄσμενοι ἤκουσαν ταῦτα· καὶ εὐθὺς ἀνίσταταί τις τῶν Ἀρκάδων, κατηγορήσων τοῦ Ξενοφῶντος, καὶ λέγει ὧδε· “ Ἡμεῖς μὲν, ὦ Λακεδαιμόνιοι, καὶ πάλαι ἂν ἦμεν παρ’ ὑμῖν, εἰ μὴ Ξενοφῶν ἀπήγαγεν ἡμᾶς δεῦρο· σὺν τούτῳ δὲ στρατευόμενοι καὶ νύκτα καὶ ἡμέραν οὐδὲν πεπαύμεθα· καὶ τὸν μὲν ἡμέτερον μισθὸν αὐτὸς ἔχει, ἡμᾶς δὲ ἀποστερεῖ.” μετὰ τοῦτον ἄλλος ἀνέστη ὁμοίως καὶ ἄλλος. ἐκ δὲ τούτου Ξενοφῶν ἔλεξεν ὧδε·
25. [367 - 382]
“Ἀλλὰ πάντα μὲν ἐμαυτῷ κακὰ δεῖ προσδοκᾶν, ἐπεί γε νῦν ὑφ’ ὑμῶν αἰτίας ἔχω περὶ τούτων, ἐν οἷς παρεσχόμην περὶ ὑμῶν πλείστην προθυμίαν. ἀπετραπόμην μέν γε ἤδη ὡρμημένος οἴκαδε, ἀκούων ὑμᾶς εἶναι ἐν ἀπόροις καὶ βουλόμενος ὠφελῆσαι ὑμᾶς, εἴ τι δυναίμην. μετὰ δὲ ταῦτα Σεύθης ἔπεμπε πρὸς ἐμὲ πολλοὺς ἀγγέλους, καὶ ὑπισχνεῖτό μοι πολλὰ, εἰ πείσαιμι ὑμᾶς ἐλθεῖν πρὸς αὐτόν· ἀλλὰ τοῦτο μὲν οὐκ ἐπεχείρησα ποιεῖν, ὡς αὐτοὶ ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἐβουλόμην δὲ ὡς τάχιστα διαβιβάσαι ὑμᾶς εἰς τὴν Ἀσίαν. ταῦτα γὰρ καὶ ἐνόμιζον βέλτιστα εἶναι ὑμῖν, καὶ ᾔδειν ὑμᾶς βουλομένους. ἐπεὶ δὲ Ἀρίσταρχος ἐλθὼν σὺν τριήρεσιν ἐκώλυεν ἡμᾶς διαπλεῖν, ἐκ τούτου συνέλεξα ὑμᾶς, ὅπως βουλευσαίμεθα ὅ τι δέοι ποιεῖν. ἐνταῦθα δὴ πάντες ἐψηφίσασθε ἰέναι σὺν Σεύθῃ. τί οὖν ἐγὼ ἐνταῦθα ἠδίκηκα, ἀγαγὼν ὑμᾶς ἔνθα ἐδόκει πᾶσιν ὑμῖν πορεύεσθαι ;
26. [383 - 403]
“ Περὶ δὲ τοῦ μισθοῦ, ὃν ἐμὲ λέγετε ἀπεστερηκέναι ὑμᾶς, ὄμνυμι ὑμῖν μηδὲ ἔχειν ἃ Σεύθης ἐμοὶ ἰδίᾳ ὑπέσχετο· καὶ συνεπόμνυμι μηδὲ αὐτὸς εἰληφέναι, ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον, μηδὲ ὅσα ἔνιοι τῶν λοχαγῶν· καὶ ᾐσχυνόμην ἂν δὴ, εἰ ὑπὸ πολεμίου γε οὕτως ἐξηπατήθην· φίλῳ δὲ ὄντι αἴσχιόν μοι εἶναι δοκεῖ ἐξαπατᾶν ἢ ἐξαπατᾶσθαι. Ἀναμνήσθητε δὲ πρὸς τούτοις ἐν ποίᾳ ἀπορίᾳ ἦτε, ὅτε ἐγὼ ἀνήγαγον ὑμὰς πρὸς Σεύθην. Ἀρίσταρχος μὲν ὁ Λακεδαιμόνιος οὐκ εἴα ὑμᾶς εἰσιέναι εἰς τὴν Πέρινθον, ὑπαίθριοι δὲ ἔξω ἐστρατοπεδεύετε, μέσος δὲ χειμὼν ἦν· τὰ δὲ ἐπιτήδεια ἦν σπάνια, καὶ οὐκ ἦν ἡμῖν καταλαμβάνειν ἀνδράποδα ἢ πρόβατα· οὐ γὰρ εἴχομεν οὔτε ἱππεῖς οὔτε πελταστὰς, ὥστε λαβεῖν ταῦτα. ἐπεὶ δὲ ἐγὼ προσέλαβον ὑμῖν Σεύθην σύμμαχον, ἔχοντα καὶ ἱππέας καὶ πελταστὰς, ταῦτα πάντα προσεγίγνετο ἡμῖν· καὶ γὰρ ἐν ταῖς κώμαις εὑρίσκομεν σῖτον ἀφθονώτερον, καὶ οὐκέτι ἑωρῶμεν πολέμιον οὐδένα. ὁ γὰρ Σεύθης παρεῖχε ταύτην τὴν ἀσφαλείαν ὑμῖν οὕτως ἀποροῦσι· καὶ νῦν εἰ μὴ πάνυ πολὺν προσεδίδου ὑμῖν μισθὸν, τί ἔδει ἄχθεσθαι περὶ τούτους ἢ τί διὰ τοῦτο οἴεσθε χρῆναι ἐμὲ αὐτίκα ἀποθανεῖν;
27. [404 - 425]
“ Καὶ τὰ μὲν δὴ ὑμέτερα πράγματά ἐστι τοιαῦτα· ἄγετε δὲ δὴ, καὶ τὰ ἐμὲ σκέψασθε παρὰ ταῦτα. ἐγὼ γὰρ, ὅτε μὲν πρότερον ὡρμώμην οἴκαδε, εἶχον μὲν ἔπαινον πολὺν πρὸς ὑμῶν, εἶχον δὲ δι’ ὑμᾶς καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων εὐκλείαν. ἐπιστευόμην δὲ ὑπὸ Λακεδαιμονίων· ἄλλως γὰρ οὐκ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς. νῦν δὲ ἀπέρχομαι διαβεβλημένος μὲν πρὸς Λακεδαιμονίους ὑφ’ ὑμῶν, ἀπηχθημένος δὲ Σεύθῃ ὑπὲρ ὑμῶν· ὑμεῖς δὲ , ὑπὲρ ὧν ἐγὼ ταῦτα πολλὰ πάσχω, τοιαύτην ἔχετε γνώμην περὶ ἐμοῦ. ἐὰν δὲ ποιήσητε περὶ ἐμὲ ἃ λέγετε, ἴστε ὅποιον ἄνδρα ἀποκτενεῖτε· πολλὰ μὲν γὰρ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ σὺν ὑμῖν ἐπόνησα καὶ ἐκινδύνευσα, καὶ ἐστησάμην σὺν ὑμῖν πολλὰ βαρβάρων τρόπαια· ἐπειρασάμην δὲ ποιεῖν πᾶν ἀγαθὸν πρὸς ὑμᾶς, ὅσον ἐγὼ ἠδυνάμην. νῦν γὰρ ὑμῖν ἔξεστι πορεύεσθαι ὅποι ἂν βούλησθε καὶ κατὰ γὴν καὶ κατὰ θάλατταν· ἆρ’ οὖν νῦν δὴ καιρὸς ὑμῖν δοκεῖ εἶναι κατακτανεῖν ἐμὲ ὡς τάχιστας ; οὐ μὴν, ὅτε γε ἐν τοῖς ἀπόροις ἦμεν, οὐδὲν τοιοῦτο ἐλέγετε· ἀλλὰ καὶ πατέρα ἐμὲ ἐκαλεῖτε, καὶ ὑπισχνεῖσθε ἀεὶ μνήσεσθαι ἐμοῦ, ὡς εὐεργέτου. οὐ μέντοι οὗτοί εἰσιν ἀγνώμονες, οἱ νῦν ἥκοντες ἐφ’ ὑμᾶς· οὐδὲ, ὡς ἐγὼ οἴομαι, τούτοις δοκεῖτε εἶναι βελτίονες, τοιοῦτοι ὄντες περὶ ἐμέ.”
28. [426 - 448]
Ταῦτα εἰπὼν ἐπαύσατο. Χαρμῖνος δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ἀναστᾶς εἶπεν· “ Ἀλλ’ ἐμοὶ μέντοι οὐ δικαίως δοκεῖτε χαλεπαίνειν τῷ ἀνδρὶ τούτῳ· ἐγὼ γὰρ καὶ αὐτὸς μαρτυρήσω ὑπὲρ αὐτοῦ. ἡμῶν γὰρ ἐρωτώντων περὶ Ξενοφῶντος, ποῖός τις ἀνὴρ εἴη, Σεύθης ἀπεκρίνατο ὅτι οὐ κακὸς μὲν εἴη, ἄγαν δὲ φιλοστρατιώτης.” ἀναστὰς ἐπὶ τούτῳ Πολυκράτης Ἀθηναῖος εἶπεν· “ Ὁρῶ, ὦ ἄνδρες, καὶ Ἡρακλείδην ἐνταῦθα παρόντα, ὃς παρέλαβε τὰ χρήματα, ἃ ἡμεῖς ἐκτησάμεθα· καὶ ἀποδόμενος ταῦτα οὔτε Σεύθῃ οὔτε ἡμῖν ἀπέδωκε τὴν τιμὴν, ἀλλὰ αὐτὸς ἔκλεψε. ἐὰν οὖν σωφρονῶμεν, συλληψόμεθα αὐτόν· οὐ γὰρ δὴ , οὗτός γε Θρᾷξ ἐστὶν, ἀλλ’ Ἕλλην ὢν Ἕλληνας ἀδικεῖ.” Ἀκούσας ταῦτα, ὁ Ἡρακλείδης προσελθὼν τῷ Σεύθῃ λέγει· “ Ἡμεῖς, ἐὰν σωφρονῶμεν, ἄπιμεν ἐντεῦθεν ὡς τάχιστα.” καὶ ἀναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ᾤχοντο εἰς τὸ ἑαυτῶν στρατόπεδον. καὶ ἐντεῦθεν Σεύθης πέμπει ἄγγελον πρὸς Ξενοφῶντα, καὶ κελεύει αὐτὸν καταμεῖναι παρ’ ἑαυτῷ, ἔχοντα χιλίους ὁπλίτας· καὶ ὑπισχνεῖται αὐτῷ ἀποδώσειν τά τε χωρία τὰ ἐπὶ θαλάττῃ καὶ τὰ ἄλλα ἃ ὑπέσχετο. ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐθύετο τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ, πότερα ἄμεινον εἴη μένειν παρὰ Σεύθῃ, ἢ ἀπιέναι σὺν τῷ στρατεύματι· ὁ δὲ ἐσήμηνεν αὐτῷ ἀπιέναι.
29. [449 - 465]
Ἐκ τούτου Σεύθης μὲν ἐστρατοπεδεύσατο πόρρω τῶν Ἑλλήνων· οἱ δὲ ἐσκήνησαν ἐν κώμαις ὅθεν λήψοιντο τὰ ἐπιτήδεια. αὗται δὲ αἱ κῶμαι δεδομέναι ἦσαν Μηδοσάδῃ ὑπὸ Σεύθου. ὁ οὖν Μηδοσάδης ἔρχεται πρὸς Ξενοφῶντα καὶ λέγει· “ Ἀδικεῖτε, ὦ Ξενοφῶν, πορθοῦντες τὰς ἡμετέρας κώμας· προλέγομεν οὖν ὑμῖν ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας.” ὁ δὲ Ξενοφῶν εἶπεν· “Τί πρὸς ἐμὲ λέγεις ταῦτα; οὐ γὰρ ἔγωγε ἔτι ἄρχω, ἀλλὰ Λακεδαιμόνιοι, οἷς ὑμεῖς παρεδώκατε τὸ στράτευμα, οὔτε ἐμὲ παρακαλέσαντες, οὔτε τῶν ἄλλων στρατηγῶν οὐδένα.” ὁ δὲ Μηδοσάδης ἐκέλευε τὸν Ξενοφῶντα καλέσαι τὸν Χαρμῖνον καὶ τὸν Πολύνικον. ὁ δὲ προσελθὼν αὐτοῖς ἔλεγεν, ὅτι Μηδοσάδης προείποι τοῖς Ἕλλησιν ἀπιέναι ἐκ τῆς χώρας. οἱ δὲ Λάκωνες εὐθὺς ἦλθον πρὸς Μηδοσάδην καὶ ἔλεξαν· “ Ἥμεῖς τοίνυν ἀπίοιμεν ἂν, ὅποτε οὗτοι ἔχοιεν τὸν μισθόν· εἰ δὲ μὴ, βοηθήσομεν τούτοις καὶ τιμωρησόμεθα ὑμᾶς ὡς ἀδικοῦντας.”
30. [466 - 484]
Ὁ δὲ Μηδοσάδης ἐκέλευε πέμπειν Ξενοφῶντα παρὰ Σεύθην περὶ τοῦ μισθοῦ· ἐδεῖτο δὲ μὴ καίειν τὰς κώμας. ἐντεῦθεν πέμπουσι Ξενοφῶντα καὶ ἄλλους σὺν αὐτῷ. ὁ δὲ ἐλθὼν παρὰ τὸν Σεύθην ἔλεγέ τε πολλὰ αἰτιώμενος, καὶ ἐδεῖτο αὐτοῦ ἀποδιδόναι τῷ στρατεύματι τὸν μισθόν. ὁ δὲ Σεύθης ἀπεκρίνατο· “ Ἐγὼ μὲν οὔτε διενοήθην πώποτε ἀποστερῆσαι ὑμᾶς τὸν μισθὸν, ἀποδώσω τε· ἀργύριον δὲ οὐκ ἔχω, πλὴν ἢ μικρόν τι, καὶ τοῦτό σοι δίδωμι, τάλαντον· βοῦς δὲ ἑξακοσίους καὶ πρόβατα τετρακισχίλια καὶ ἀνδράποδα εἴκοσι καὶ ἑκατόν. ταῦτα λαβὼν ἄπιθι.” τῇ δὲ ὑστεραία ἀπέδωκεν αὐτοῖς ἃ ὑπέσχετο· ὁ δὲ Ξενοφῶν, ἐπεὶ εἶδε Χαρμῖνόν τε καὶ Πολύνικον, “ Ταῦτα ,” ἔφη, “ σέσωσται δι’ ὑμᾶς τῇ στρατιᾷ, καὶ ἐγὼ παραδίδωμι αὐτὰ ὑμῖν· ὑμεῖς δὲ διάδοτε τῇ στρατιᾷ.” οἱ μὲν οὖν παραλαβόντες ἐπώλουν, καὶ διεδίδουν τοῖς στρατιώταις· Ξενοφῶν δὲ παρεσκευάζετο ὡς ἀπιὼν οἴκαδε. προσελθόντες δὲ αὐτῷ οἱ στρατιῶται ἐδέοντο μὴ ἀπελθεῖν, πρὶν ἀπαγάγοι τὸ στράτευμα καὶ παραδοίη τῷ Θίβρωνι.
31. [485 - 505]
Ἐντεῦθεν διέπλευσαν εἰς Λάμψακον· καὶ ἐνταῦθα Εὐκλείδης, μάντις Φλιάσιος, ἀπαντᾷ τῷ Ξενοφῶντι. οὔτος συνήδετο τῷ Ξενοφῶντι ὅτι ἐσέσωστο, καί ἠρώτα αὐτὸν πόσον χρυσίον ἔχοι. ὁ δὲ εἶπεν ἔσεσθαι μηδὲ ἐφόδιον ἱκανὸν ὥστε ἀπιέναι, εἰ μὴ ἀπόδοιτο τὸν ἵππον καὶ ἃ εἶχεν ἀμφὶ ἑαυτόν. ὁ δὲ Εὐκλείδης οὐκ ἐπίστευεν αὐτῷ· ἐπεὶ δὲ Λαμψακηνοὶ ἔπεμψαν ξένια τῷ Ξενοφῶντι καὶ ἔθυε τῷ Ἀπόλλωνι, Εὐκλείδης ἰδὼν τὰ ἱερεῖα εἶπεν, ὅτι ἤδη πείθοιτο αὐτῷ μὴ ἔχειν χρήματα. “ Ἀλλ’ οἶδα,” ἔφη, “ὅτι καὶ ἐὰν μέλλῃς ποτὲ ἕξειν, ἔσται τι ἐμπόδιόν σοι· καὶ ὅτι ἐὰν μηδὲν ἄλλο ᾖ ἐμπόδιον, σὺ σαυτῷ ἔσει ἐμπόδιος. νῦν δὲ ὁ Ζεὺς ὁ Μειλίχιός ἐστί σοι ἐμπόδιος.” καὶ ἐπήρετο αὐτὸν εἰ ἤδη θύσειε τούτῳ τῷ θεῷ. ὁ δὲ οὐκ ἔφη τεθυκέναι τῷ Διὶ τῷ Μειλιχίῳ ἐξ ὅτου ἀπεδήμησεν. ὁ οὖν Εὐκλείδης συνεβούλευσεν αὐτῳ θύεσθαι· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ Ξενοφῶν ἐθύετο, καὶ τὰ ἱερα ἐγίγνετο καλά. καὶ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀφικνοῦνται Λαμψακηνῶν τινὲς δώσοντες χρήματα τῷ στρατεύματι· καὶ ὁ Ξενοφῶν ξενίζει αὐτούς. οἱ δὲ ἀπέδοσαν αὐτῷ τὸν ἱππὸν, ὃν ἀπέδοτο ἐν Λαμψάκῳ, νομίζοντες αὐτὸν πεπρακέναι δι’ ἔνδειαν· καὶ οὐκ ἤθελον ἀπολαβεῖν τὴν τιμήν.
32. [506 - 524]
Ἐντεῦθεν ἐπορεύοντο διὰ τῆς Τρωάδος εἰς Ἀντανδρον πρῶτον· εἶτα πορευόμενοι παρὰ θάλατταν ἀφικνοῦντο εἰς Πέργαμον τῆς Μυσίας.
Ἐνταῦθα δὴ Ξενοφῶν ξενίζεται παρὰ τῇ Γογγύλου γυναικί. αὕτη δὲ ἔλεγεν αὐτῷ· “ Ἀσιδάτης τίς ἐστιν ἐν τῷ πεδίῳ, ἀνὴρ Πέρσης· τοῦτον, εἰ ἔλθοις τῆς νυκτὸς, λάβοις ἂν καὶ γυναῖκα καὶ παῖδας καὶ τὰ χρήματα· ἔστι δὲ αὐτῷ πολλά.” ὁ οὖν Ξενοφῶν δειπνήσας ἐπορεύετο, λαβὼν τοὺς λοχαγοὺς τοὺς μάλιστα φίλους καὶ πιστοὺς ἑαυτῷ, ὅπως εὖ ποιήσειεν αὐτούς. ἐπεὶ δὲ ἀφίκοντο περὶ μέσας νυκτάς, τὰ μὲν ἀνδράποδα καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα εἴων ἀποδρᾶναι, ὅπως λάβοιεν αὐτὸν τὸν Ἀσιδάτην καὶ τὰ ἐκείνου. ἐπεὶ δὲ οὐκ ἐδύναντο λαβεῖν τὴν τύρσιν κατὰ κράτος, ἐπεχείρησαν διορύττειν τὸ τείχος. ἅμα δὲ τῇ ἡμέρα διωρώρυκτο· οἱ δὲ ἔνδον ᾔσθοντο. καὶ εὐθὺς ἐπάταξέ τις ἔνδοθεν ὀβελίσκῳ διαμπερὲς τὸν μηρὸν τοῦ ἐγγυτάτω· ἔπειτα δὲ ἐτόξευον καὶ ἔβαλλον, ὥστε μὴ ἀσφαλὲς εἶναι ἔτι παριέναι. ἄλλοι δὲ ἐκβοηθοῦσι πάμπολλοι, καὶ ἱππεῖς καὶ ὁπλῖται καὶ πελτασταὶ ἐκ τῶν πλησίον χωρίων.
33. [525 - 545]
Ἐνταῦθα δὴ οἱ Ἕλληνες ἐσκόπουν πῶς ἀποχωροῖεν καὶ λαβόντες ὅσοι ἦσαν βόες καὶ πρόβατα καὶ ἀνδράποδα ἀπήλαυνον. ἐπεὶ δὲ Γογγύλος ἐώρα τοὺς μὲν Ἕλληνας ὀλίγους ὄντας, τοὺς δέ ἐπικειμένους αὐτοῖς πολλοὺς, ἐξέρχεται καὶ αὐτὸς, ἔχων τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν· συνεβοήθει δὲ καὶ Προκλῆς ἐξ Ἀλισάρνης. οἱ δὲ περὶ Ξενοφῶντα, ἐπεὶ πάνυ ἤδη ἐπιέζοντο ὑπὸ τῶν τοξευμάτων καὶ σφενδονῶν, μόλις διαβαίνουσι τὸν Κάϊκον ποταμόν· πολλοὶ δὲ αὐτῶν ἐτρώθησαν. οὕτω διασώζονται, ἔχοντες ἀνδράποδα ὡς διακόσια καὶ πρόβατα πολλά. τῇ δέ ὑστεραίᾳ ὁ Ξενοφῶν ἐξάγει τῆς νυκτὸς πᾶν τὸ στράτευμα· ὁ δὲ Ἀσιδάτης ἐξαυλίζεται ἐν κώμαις τισὶν οὐ πρόσω κειμέναις. ἐνταῦθα οἱ περὶ Ξενοφῶντα ἐντυγχάνουσιν αὐτῷ, καὶ λαμβάνουσιν αὐτὸν καὶ γυναῖκα καὶ παῖδας καὶ τοὺς ἵππους καὶ πάντα τὰ χρήματα· ἔπειτα πάλιν ἀφικνοῦνται εἰς Πέργαμον. ἐνταῦθα οἱ Λάκωνες καὶ οἱ λοχαγοὶ καὶ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ καὶ οἱ στρατιῶται ἐδίδουν τῷ Ξενοφῶντι ἐξαίρετα τῆς λείας, ἱπποῦς καὶ ζεύγη καὶ τὰ ἄλλα.
Ἐν τούτῳ Θίβρων παραγενόμενος παρέλαβε τὸ στράτευμα· καὶ συμμίξας αὐτὸ τῷ ἄλλῳ Ἑλληνικῳ ἐπολέμει πρὸς Τισσαφέρνην καὶ Φαρνάβαζον.
\end{document}