forked from Gergian123/GreekText
-
Notifications
You must be signed in to change notification settings - Fork 0
/
Copy pathStoriesAttic - Morice.txt
1147 lines (569 loc) · 314 KB
/
StoriesAttic - Morice.txt
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
61
62
63
64
65
66
67
68
69
70
71
72
73
74
75
76
77
78
79
80
81
82
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
94
95
96
97
98
99
100
101
102
103
104
105
106
107
108
109
110
111
112
113
114
115
116
117
118
119
120
121
122
123
124
125
126
127
128
129
130
131
132
133
134
135
136
137
138
139
140
141
142
143
144
145
146
147
148
149
150
151
152
153
154
155
156
157
158
159
160
161
162
163
164
165
166
167
168
169
170
171
172
173
174
175
176
177
178
179
180
181
182
183
184
185
186
187
188
189
190
191
192
193
194
195
196
197
198
199
200
201
202
203
204
205
206
207
208
209
210
211
212
213
214
215
216
217
218
219
220
221
222
223
224
225
226
227
228
229
230
231
232
233
234
235
236
237
238
239
240
241
242
243
244
245
246
247
248
249
250
251
252
253
254
255
256
257
258
259
260
261
262
263
264
265
266
267
268
269
270
271
272
273
274
275
276
277
278
279
280
281
282
283
284
285
286
287
288
289
290
291
292
293
294
295
296
297
298
299
300
301
302
303
304
305
306
307
308
309
310
311
312
313
314
315
316
317
318
319
320
321
322
323
324
325
326
327
328
329
330
331
332
333
334
335
336
337
338
339
340
341
342
343
344
345
346
347
348
349
350
351
352
353
354
355
356
357
358
359
360
361
362
363
364
365
366
367
368
369
370
371
372
373
374
375
376
377
378
379
380
381
382
383
384
385
386
387
388
389
390
391
392
393
394
395
396
397
398
399
400
401
402
403
404
405
406
407
408
409
410
411
412
413
414
415
416
417
418
419
420
421
422
423
424
425
426
427
428
429
430
431
432
433
434
435
436
437
438
439
440
441
442
443
444
445
446
447
448
449
450
451
452
453
454
455
456
457
458
459
460
461
462
463
464
465
466
467
468
469
470
471
472
473
474
475
476
477
478
479
480
481
482
483
484
485
486
487
488
489
490
491
492
493
494
495
496
497
498
499
500
501
502
503
504
505
506
507
508
509
510
511
512
513
514
515
516
517
518
519
520
521
522
523
524
525
526
527
528
529
530
531
532
533
534
535
536
537
538
539
540
541
542
543
544
545
546
547
548
549
550
551
552
553
554
555
556
557
558
559
560
561
562
563
564
565
566
567
568
569
570
571
572
573
574
575
576
577
578
579
580
581
582
583
584
585
586
587
588
589
590
591
592
593
594
595
596
597
598
599
600
601
602
603
604
605
606
607
608
609
610
611
612
613
614
615
616
617
618
619
620
621
622
623
624
625
626
627
628
629
630
631
632
633
634
635
636
637
638
639
640
641
642
643
644
645
646
647
648
649
650
651
652
653
654
655
656
657
658
659
660
661
662
663
664
665
666
667
668
669
670
671
672
673
674
675
676
677
678
679
680
681
682
683
684
685
686
687
688
689
690
691
692
693
694
695
696
697
698
699
700
701
702
703
704
705
706
707
708
709
710
711
712
713
714
715
716
717
718
719
720
721
722
723
724
725
726
727
728
729
730
731
732
733
734
735
736
737
738
739
740
741
742
743
744
745
746
747
748
749
750
751
752
753
754
755
756
757
758
759
760
761
762
763
764
765
766
767
768
769
770
771
772
773
774
775
776
777
778
779
780
781
782
783
784
785
786
787
788
789
790
791
792
793
794
795
796
797
798
799
800
801
802
803
804
805
806
807
808
809
810
811
812
813
814
815
816
817
818
819
820
821
822
823
824
825
826
827
828
829
830
831
832
833
834
835
836
837
838
839
840
841
842
843
844
845
846
847
848
849
850
851
852
853
854
855
856
857
858
859
860
861
862
863
864
865
866
867
868
869
870
871
872
873
874
875
876
877
878
879
880
881
882
883
884
885
886
887
888
889
890
891
892
893
894
895
896
897
898
899
900
901
902
903
904
905
906
907
908
909
910
911
912
913
914
915
916
917
918
919
920
921
922
923
924
925
926
927
928
929
930
931
932
933
934
935
936
937
938
939
940
941
942
943
944
945
946
947
948
949
950
951
952
953
954
955
956
957
958
959
960
961
962
963
964
965
966
967
968
969
970
971
972
973
974
975
976
977
978
979
980
981
982
983
984
985
986
987
988
989
990
991
992
993
994
995
996
997
998
999
1000
\documentclass[14pt]{book}
\usepackage[a4paper,left=0.5cm,right=0.5cm,top=0.8cm,bottom=0.5cm,footskip=0.1cm,headsep=0.2cm]{geometry}
\usepackage{titlesec}
\usepackage{polyglossia}
\usepackage{fontspec}
%\defaultfontfeatures{Ligatures=TeX}
\setmainlanguage{brazil}
\usepackage{hyperref}
%\usepackage{longtable}
\usepackage{textcomp}
\usepackage{expex}
\usepackage{epltxfn}
\setmainfont{KadmosU}
\usepackage{covington}
\makeatletter
\usepackage{url}
\pagenumbering{Roman}
\lingset{glhangstyle=none, everyglb=\footnotesize, everyglft=\small}
%\twoacc[\u|\={a}]
\begin{document}
{\Large Stories in Attic Greek - Morice - Need Revision!!!}
History 1)
Σόλων ἦν συνετώτατος πάντων τῶν Ἀθηναίων, τὴν γὰρ σοφίαν αὐτοῦ οὐ μόνον οἱ πολῖται ἐθαύμαζον, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι Ἓλληες πάντες, πολλοὶ δὲ καὶ τῶν βαρβάρων. ἀκούσαξ δὲ περὶ τούτων Σκύθης τις, ὀνόματι Ἀνάχαρις, ἐβουλεύετο διαλέγεσθαι τῷ Σόλωνι, ἔχων καὶ αὐτὸς δόξαν ἐν τῇ πατρίδι ὡς σοφὸς ὤν. πλεύσας οὖν εἰς τὰς Ὰθήνας ἔρχεται εὐθὺς ἐπὶ τὴν ἐκείνου οἰκίαν,λέγων ὅτι "ἄπωθεν ἥκει βουλόμενος ποιεῖσθαι πρὸς ἐκεῖνον φιλίαν." ὑπολαμβάνει οὖ ὁ Σόλων "βέλτιον εἶναι ποιεῖσθαι φιλίας οἴκοι." ὁ δὲ Ἀνάχαρσις ἀποκρίνεται εὐθὺς, "οὐκοῦν δεῖ σὲ, οἴκοι ὄντα, ποιεῖσθαι πρὸς ἐμὲ φιλίαν." ἐγέλασε τοίνυν ὁ Σόλων, καὶ δέχεται τὸν ἄθρωπον φιλικῶς.
History 2)
ὁ δὲ Σόλων ἐσπούδαζε τότε περὶ νομοθεσίας. τοῦτα οὖν ἀκούσας ὁ Ἀνάχαρσις ψέγει αὐτὸν διὰ ταύτην τὴν πραγματείαν, λέγων "τοὺς νόμους οὐδὲν διαφέρειν τῶν ἀραχνίων. ἐκεῖνα μὲν γὰρ κατέχει τὰ σμικρὰ καὶ λεπτὰ τῶν ἁλισκομένων, διασχίζεται δὲ ὑπὸ τῶν ἰσχυρῶν καὶ παχέων. οἱ δὲ νόμοι ὁμοίως τοὺς μὲν πένητας τῶν πολιτῶν ἀεὶ πιέζουσιν, οἱ δὲ πλούσιοι αὐτοὺς πάνυ ῥᾳδίως διαφεύγουσιν." ὁ δὲ Σόλων πρὸς ταῦτα ἀποκρίνεται, "ναὶ· ἀλλὰ συνθήκας ἄθρωποι φυλάσσουσιν, εἰ κέδρος ἐστὶν αὐτὰς μὴ παραβαίνειν. ἐγὼ δὲ ἐπίσταμαί τε ταῦτα, καὶ τοὺς νόμους ἁρμόζω οὕτως τοῖς πολίταις, ὥστε κέρδος ἐστὶ πᾶσιν ἐμμένειν μᾶλλον αὐτοῖς ἢ παρανομεῖν."
History 3)
ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης ἐσπάνιζε χρνμάτων. ἀκούσας δὲ ὅτι Ἰουδαῖός τις πάνυ πλούσιός ἐστιν, ἐβούλετό τι παρὰ τούτου λαμβάνειν. προσκαλέσας οὖν τὸν ἄνθρωπον ἐπείθετο, ὁ βασιλεὺς κατακλείει τε αὐτὸν εἰς εἱκτὴν, καὶ τὸν φύλακα τοῦ δεσμωτηρίου κελεύει ἐξέλκειν τοῦ ἀνθρθώπου καθ' ἑκάστην ἡμέραν ὀδόντα ἕνα, ἕως ἂν βούληται τίνειν τὸ ἀργύριον. ἡ γὰρ τῶν παλαιῶν βασιλέων δύναμις τοσαύτη ἦν, ὥστε ὑπὸ μηδενὸς νόμου κατέχεσθαι. νῦν δὲ οἱ μὲν νόμοι κρείσσονές εἰσιν, ἥσσονες δὲ οἱ βασιλεῖς. ὥστε οὐκέτι οὐδεὶς εἰς εἱρκτὴν οὐδέποτε εἰσπίπτει, πλὴν ὅταν κακούργους τινὰς οἱ νόμοι οὕτω κολάζωσιν.
History 4)
λέγει ὁ Ἀριστοτέλης τὸν κύκνον θυμοειδῆ εἶναι καὶ ἀκράχολον. πολλάκις γοῦν, εἰς ὀργὴν καὶ μάχην τρεπόμενοι, ἀποκτείνουσιν ἀλλήλους οἱ κύκνοι. λέγει δὲ ὁ αὐτὸς, ὡς νόμος αὐτοῖς ἐστὶ μάχεσθαι τοῖς ἀετοῖς· ταῦτα δὲ ποιοῦσιν ἀμυνόμενοι, οὐ γὰρ ἄρχονταί γε τοῦ πολέμου ὅτι δὲ ᾄδοντος κύκνου οὐδεπώποτε ἤκουσα, ἴσως δὲ οὐδὲ ἄλλος οὐδεὶς· ἀλλ' ὅμως πολλοί εἰσιν οἱ πιστεύοντες, ὡς ᾄδει λέγονται δὲ ταῦτα μάλιστα ποιεῖν, ὅταν μέλλωσι τελευτήσειν. πορεύονται δὲ πετόμενοι ἐπὶ μακρὸν, πολλάκις δὲ καὶ τὴν θάλλασαν διαβαίνουσι, τὸ δὲ πτερὸν αυ'τοῖς οὐδέποτε κάμνει.
History 5)
ἡ τοῦ Ταντάλου θυγάτηρ Νιόβη, ἔχουσα τέκνα πολλά τε καὶ καλὰ ἐπὶ τούτοις λίαν ἐσεμνύνετο. διαλεγομένη γὰρ αὐτῇ ποτε γυνέ τις τῶν συνηθῶν ἔφη κατὰ τύχην, ὅτι ἡ Λητώ ἐστι καλλίπαις, οἱ γὰρ παῖδες αὐτῆς θεοί εἰσιν, ὁ τε Ἀπόλλων καὶ ἡ Ἄτεμις· ἀκούσασα δὲ ταῦτα ἡ Νιόβη ἔφη μεγαλαυχουμένη ὡς τὰ ἑαυτῆς τέκνα πολλῷ εὐειδέστερά ἐστιν ἤ τὰ ἐκείνης. διὰ ταῦτα οὖν ἀγανακτήσασα ἡ Λητὼ πέμπει τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν. οἱ δὲ ἀφικόμενοι τὰ τῆς. Νιόβης τέκνα πάντα κατετόξευσαν. ἡ δὲ Νιόβη συνεχῶς δακρύουσα κατετήκετο, καὶ ἐγένετο πέτρα καταχέουσα ἀεὶ χειμῶνός τε καὶ θέρους ὑδάτια.
History 6)
Μιλήσιός τις φόνου δίκην ἔφευγεν. ἐλεγχόμενος δὲ περὶ τοῦ πράγματος ὑπὸ τῶν δικαστῶν ἔφη ἔχειν οὐ μίαν μόνην ἀπολογίαν ποιεῖσθαι, ἀλλὰ τρεῖς πασῶν καλλίστας. "ἐγὼ γὰρ," ἔφη, "ὦ δικασταὶ, τὸ μὲν πρῶτον οὐ πάνυ ἔκτεινα, τὸν ἄθρωπον· τὸ δὲ δεύτερον ἔκτεινα μὲν αὐτὸν, ἀκούσιον δὲ τὸ ἔργον ἦν, ἔτυχον γὰρ τότε μεθυσθεὶς, ὅτε ἔδρασα· τὸ δὲ τρίτον οὐ δίκαιός εἰμι διὰ ταῦτα κολάζεσθαι, ἐπεὶ ἐκεῖνος ἐμὲ πρότερος ὕβρισεν, ὥστε ἔκτεινα αὐτὸν ἀμυνόμενος, οἱ δὲ νόμοι οὐ κολάζουσι τοὺς τοιαῦτα ποιοῦντας, ἀλλ' ἀναίτιον τὸ ἔργον ἐστίν." ταῦτα δὲ ἀπολογούμενος οὐκ ἔπεισε τοὺς δικαστὰς, ἀλλὰ κατακριθεὶς ἀπέθανε.
History 7)
πλάσας ὁ Προμηθεὺς ἐξ ὕδατος καὶ γῆς τοὺς πρώτους ἀνθρώπους ἐβουλεύετο διδάσκειν αὐτοὺς τέχνας τε παντοίας καὶ ἐπιστήμας. ἀλλ' ἐπόπει τὸ πρῶτον, ὁπόθεν δοίη αὐτοῖς πῦρ· οὐ γὰρ ἦν τότε τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς, οἱ δὲ θεοὶ αυ'τὸ παρ' ἑαυτοῖς ἐφύλασσον. λὰθρα οὖν ἐκείνων ἐς τὸν οὐρανὸν ἀναβὰς, σπέρματά τινα πυρὸς ἔκλεψε, καὶ ἐν νάρθηκι κρύψας ἔδωκε τοῖς ἀνθρώποις. αἰσθόμενος δὲ ταῦτα ὁ τῶν θεῶν βασιλεὺς Ζεὺς ὠργίσθη. προσηλώσας οὖν τὸν Προμηθέα πέτρᾳ τινὶ ἐν τῷ Καυκάσῳ ὄρει, ἀετὸν ἔπεμψεν, ὅσπερ ἐλθὼν καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἐσπάρασσεν αὐτοῦ τὸ ἧπαρ, τὸ δὲ σπαπασσόμενον νύκτωρ αὖθις ηὐξάνετο.
History 8)
ἡ καλουμένη Χίμαιρα Θηρίον τι ἦν τερατῶδες, τὸ δὲ τοῦ σώματος εἶδος εἶχε τοιοῦτον, ὥστε οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτὸ διηγεῖσθαι. ἦν γὰρ δὴ τὰ μὲν ἔμποσθεν λέων, τὰ δὲ ὄπισθεν δράκων· μέση δὲ τούτων τρίτη τις κεφαλὴ ἐπῆν κερασφόπος (ὡσεὶ αἰγὸς) καὶ διὰ τοῦ στόματος πῦρ ἀνιεῖσα. αὕτη οὖν ἡ Χίμαιρα διέφθειρε τὴν χώραν πᾶσαν, καὶ τὰ βοσκήματα πανταχοῦ ἐλυμαίνετο. μία γὰρ οὖσα τριῶν θηρίων δυνάμιν εἶχε. τέλος δὲ ἀνεῖλεν αὐτὴν ὁ Βελλεροφόντης ὧδε. ἵππον τινὰ πτηνὸν εἶχεν, ὀνόματι Πήγασον. ἀναβὰς οὖν ἐπὶ τοῦτον, καὶ βοήσας, ἤρθη ἐς τὸν ἀέρα, καὶ ὕπερθεν τοξεύων τὴν Χίμαιραν ἀπέκτεινε.
History 9)
συλλέξας ὁ Ῥωμύλος ἐποίκους πολλοὺς καὶ τὴν πόλιν Ῥώμην κτίσας, εἶτα ἐς ἀπορίαν τινὰ κατέστητῶν γὰρ μεθ' ἑαυτοῦ ἀνδρῶν ὀλίγοι τινὲς ψυναῖκας εἶχον, οἱ δὲ πολλοὶ γαμεῖν βουλόμενοι οὐκ ἐδύναντο. οὐ γὰρ ἦσαν παρ" αὐτοῖς παρθένοι, οὐδὲ προυθυμήθησαν οἱ πε'λας τοῖς τοιούτοις ἀνθρώποις τὰς θυγατέρας ἐκδοῦναι. πρὸς ταῦτα οὖν ἐμηχανήσατο τοιάδε. λόγος διεδόθη ὑπ' αὑτοῦ πρῶτον, ὡς μέλλει θεῷ τινὶ θυσίαν μεγάλην ποιεῖσθαι καὶ πανήγυριν. ἀκούσαντες δὲ ταῦτα πολλοὶ τῶν πλησίον συνῆλθον μετὰ τῶν θυγατέρων ἐπὶ θέαν. σημείου δέ τινος γενομένου, οἱ Ῥωμαῖοι μετὰ βοῆς ὁμήσαντες τὰς μὲν γυναῖκας ἥρπαζον, τοὺς δὲ ἄνδρας σκεδάσαντες ἀπήλασαν.
History 10)
στρατεύσαντές ποτε ἐπὶ τὴν Ῥώμην οἱ Σαβῖνοι τῆς ἀκροπόλεως ἐκ προδοσίας ἐκράτησαν. ἦ γὰρ ἐν αὐτῇ Ταρπεία τις, θυγάτηρ Ταρπείου τοῦ φρουράρχου. αὕτη οὖν, ἰδοῦσα τοὺς Σαβίνους φοροῦντας χρυσᾶ περιβραχιόνια, τούτων ἐπεθύμησε. καὶ ὑπέσχετο τὸ χωρίον προδώσειν, εἰ ἕκαστος τῶν εἰσιόντων δοίη αὐτῇ ἐκεῖνα, ἃ ἐν τῷ ἀπιστερῷ βραχίονι ἐφόρει. ἐπὶ τούτοις οὖν οἱ Σαβῖνοι ὡμολόγησαν, καὶ ἡ μὲν Ταρπεία νύκτωρ τὰς πύλας ἀνέῳξεν, ἐκεῖνοι δὲ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἀκρόπολιν. ᾔτει οὖν ἡ γυνὲ τὸν μισθὸν· οἱ δὲ Σαβῖνοι, ἐπιβαλόντες αὐτῇ τὰς ἀσπίδας (ἐφόρουν γὰρ καὶ ταύτας ἐν τοῖς ἀριστεροῖς βραχίοσι), κατέχωσάν τε αὐτὴν, καὶ ἀπέκτειναν.
History 11)
πένης τις ἐν τῷ κήπῳ ῥαφανῖδα ἔσχεν ὑπερφυῶς καλὴν καὶ μεγάλην, ὥστε ἰδόντες αὐτὴν οἱ πλησίοι πάντες ἐθαύμαζον, δαιμόνιόν τι εἶναι οἰόμενοι τὸ φυτόν. ἔδοξεν οὖν τῷ πένητι τὴν ῥαφανῖδα ταύτην τῷ βασιλεῖ διδόναι καὶ ἐς ἄστυ ἐλθὼν προσεῖπε τοὺς φύλακας, λέγων, ὅτι δῶπόν τι φέρει παρὰ τὸν βασιλέα· οἱ δὲ τὸν ἄνθρωπον ἐς τὰ βασίλεια εἰσήγαγον. ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ βασιλεὺς ἠρώτησε, τί τὸ δῶρον εἴη; ἀντεῖπεν οὖν ἐκεῖνος, φαῦλον μὲν τὸ δῶρον εἶναι , κτημάτων δὲ, ὧν αὐτὸς ἔχει, κάλλιστον. ὁ δὲ βασιλεὺς, ἡσθεὶς τῇ εὐνοίᾳ τοῦ ἀνθρώπου, χρυσὸν πολὺν αὐτῷ ἐδωρήσατο.
History 12)
μαθὼν δὲ τὰ γενόμενα βουκόλος τις ἐβούλετο καὶ αὐτός τι παρὰ τοῦ βασιλέως λαβεῖν. ἐκλέξας οὖν ἐκ τῶν ἑαυτοῦ ἀγελῶν μόσχον τινὰ διαφερόντως καλὸν, τῷ βασιλεῖ ἐδωρεῖτο· οἰόμενος ἐκεῖνον ἀπέραντόν τινα μισθὸν ἀντὶ τούτου δώσειν, ἐπεί γε ἀντὶ ῥαφανῖδος τοσαῦτα ἔδωκε. ὁ δὲ βασιλεὺς, οὐκ ἀγνοῶν, τί βουλόμενος ταῦτα δρᾷ, ἔλεξε τοιάδε. "δέχομαι μὲν, ὦ ἄριστε σὺ ἀνθρώπων, τὸν μόσχον, ὃν ἄγεις· κενὸν δὲ σε ἀποπέπειν αἰσχύνομαι, δοκεῖς γὰρ εὔνους ἐμοὶ εἶναι. δῶπον ἄρα σοι δίδωμι, εἰς ὅπερ πολὺν χρυσὸν ἄρτι ἐδαπάνησα." ταῦτα δὲ λέξας, ἔδωκε τῷ ἀνθρώπῳ τὴν ῥαφανῖδα, ἣν ὁ πένης ἐκεῖνος αὐτῷ ἤνεγκε.
History 13)
θαλάσσιά τινα θηπία εἰσὶν οἱ πουλύποδες, ἡ δὲ λαιμαργία αὐτῶν δεινή ἐστιν. οὐδενὶ γὰρ οὐδέποτε ἐντυγχάνουσιν, ὅ τι οὐ φαγεῖν δύνανται. πολλάκις δὲ αὐδὲ ἀλλήλων ἀπέχονται, ἀλλ' ἐμπεσὼν ὁ ἐλάσσων τῷ μείζονι, καὶ περιληφθεὶς, εἶτα ἐκείνῳ γίγνεται δεῖπνον. ἐλλοχῶσι δὲ οἱ πουλύποδες καὶ δοὺς ἰχθῦς, τοιόνδε τι μηχανώμενοι, ἵνα αὐτοὺς ἐξαπατῶσιν. ὑπὸ ταῖς πέτραις κάθηνται, καὶ ἑαυτοὺς εἰς τὸ ἐκείνων χρῶμα ἀλλάσσουσιν. ἐκεῖ οὖν διαμένοντες ἀκίνητοι, δοκοῦσι καὶ αύτοὶ πέτραι εῖναι. οἱ τοίνυν ἰχθῦς, ὅταν παρίωσι, προσνέουσι τοῖς πουλύποσιν ἀδεῶς, ὡσεὶ πέτραις. οἱ δὲ περιβάλλουσιν αὐτοὺς α'φυλάκτους ὄντας, καὶ τὴν γνάθον ἐπάγοντες, διὰ τάχους κατεσθίουσι.
History 14)
ἐφύτευσεν Ἀγκαῖος ἀμπέλους, καὶ, σπουδάζων περὶ τούτων, τοὺς οἰκέτας ἐπίεζεν. ὀργισθεὶς οὖν αὐτῷ τῶν οἰκετῶν τις κατηρᾶτο, λέγων ὡς οὐδέποτε τοῦ καρποῦ γεύσεται. περιερχομένης δὲ τῆς ὀπώρας, ὁ Ἀγκαῖος χαίρων ἐτρύγα, καὶ τὸν αἰκέτην ἐκέλευσεν αὐτῷ τὸν οἶνον κεράσαι. μέλλων δὲ τῷ στόματι τὴν κύλικα προσφέρειν ὑπεμίμνησκεν ἐκεῖνον τῆς κατάρας. ὁ δὲ ἔφη, "πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου." καὶ τούτων ἔτι λεγομένων, ἧκέ τις ἀγγέλλων, ὡς ὑπερμεγέθης ὗς φθείρει τὰς ἀμπέλους. ἀποβαλὼν οὖν ὁ Ἀγκαῖος τὴν κύλικα ὥπμησεν ἐπὶ τὸν ὕν, καὶ πληγεὶς ὑπ' αὐτοῦ ἀπέθανε. ἡ δὲ περὶ τῆς κύλικος καὶ τοῦ χείλους παροιμία ἐντεῦθεν διαδίδοται.
History 15)
ἄνθρωπός τις ἵππον ἐπρίατο, δοκοῦντα καλόν τε εἶναι καὶ συνετόν. τοῦτον οὖν τὸν ἵππον ἐδίδαξε πάντα ποιεῖν, ὅσα αὐτὸς κελεύοι. ὁπότε γὰρ φθέγξαιτο, "εἶα" λέγων, ἀκούσας ὁ ἵππος εὐθὺς δρόμῳ ἔθει· κελεύοντος δὲ ποῦ δεσπότου παύεσθαι, τότε δὴ καὶ τοῦτο ἐποίει. ἐπικαθήμενος οὖν ἐκεινῷ, εἶδέ ποτε ὁ ἄνθρωπος δένδρον παρὰ τῇ ὁδῷ πεφυτευμένον, οὗπερ τοὺς ὄζους μῆλα πολλὰ καὶ ὡραῖα ἐβάπυνεν. ἰδὼν δὲ ἐχάρη, ὡς γὰρ θέρους τότε ὄντος ἐδιψη. καὶ, προσελθὼν πρὸς τὸ δένδρον, ἐκέλευσε τὸν ἵππον παύεσθα. ὁ μὲν οὖν ἵππος, ὑπακούσας, ἐποίησε τὸ προστεταγμένον. ὁ δὲ ἄθρωπος τὴν χεῖρα ἐξέτεινεν, ἵνα τὰ μῆλα λάβοι.
History 16)
ἐπεὶ δὲ ὑψηλὸν ἦν τὸ δένδρον, ἐπαναστὰς ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ τοῦ νώτον τοῦ ἵππου, οὕτω τῶν μήλων ὠρέξατο. μεταξὺ δὲ ἐσθίων, ἔλεξε τοιάδε. "ὦ μακάπιος ἐγὼ τῆς σογίας, ὅς δεδίδαχα οὕτως εὖ τὸν ἵππον, ἃ χρὴ ποιεῖν ἑκασταχοῦ ! νῦν μὲν γὰρ, κελεύσας αὐτὸν παύεσθαι τοῦ δρόμου, τὰ μῆλα τάδε πάνυ ἡσυχῆ κατεσθίω. ὅταν δὲ ἅλις ἔχω αὐτῶν, εὖ οἶδα ὅτι ἀνύσας αὖθις ὁδοποιήσεται, ἐὰν μόνον φθέγξωμαι, ' εἶα' λέγων." τοσαῦτα οὖν εἶπεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ δι' ἡδονὴν τὴν φωνὴν ἐπέτεινεν. ἀκούσας δὲ ὁ ἵππος τὸ "εἶα," δρόμῳ εὐθὺς προυχώπησεν. ἀποπεσὼν δὲ αὐτίκα· ὁ ἄνθρωπος, ἐκεῖτο ἐν τῇ ὁδῷ καλινδούμενος.
History 17)
ἀποθανὼν ἐν μάχῃ τινὶ Κητεὺς, Ἰνδῶν στρατηγὸς, κατέλιπε γυναῖκας δύο, αἵπερ συνηκολούθουν αὐτῷ ἐν τῷ στρατοπέδῳ. νόμος δὲ ἦν ἐκ παλαιοῦ τοῖς Ἰνδοῖς τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις ἀεὶ πεσόντας καίειν ὲν πυρᾷ μεγάλῃ, μίαν δὲ ἑκαστῳ γυναῖκα συγκατακαίειν, ἥντικα ζῶν μάλιστα ἐφίλει. παρῆσαν οὖν πρὸς τὴν τοῦ Κητέως ταφὴν αἱ γυναῖκες ἀμφότεραι, φιλοτιμούμεναι πρὸς ἀλλήλας ὑπὲρ τοῦ συναποθανεῖν. διακρινόντων δὲ τῶν στρατηγῶν, ἔδοξε πᾶσι νέμειν τῇ πρεσβυτέρᾳ τὴν τιμὴν ταύτην. ἀνέβη οὖν αὕτη ἐπὶ τὴν πυρὰν, χαίπουσα ὡς ἐπὶ νίκῃ τινί. ἡ δὲ ἑτέρα ἀπῄει ὀλοφυρομένη, καὶ τὰς τρίχας σπαράσσουσα, ὥσπερ μεγάλου τινὸς εὐτυχήματος ἐστερημένη.
History 18)
νόμον τόνδε οἱ Πέρσαι μάλιστα φυλάσσουσιν. ὅταν πορείαν διὰ τῆς χώρας ὁ βασιλεὺς ποιεται, δῶρόν τι αὐτῷ προσφέρουσι πάντες, ἕκαστος κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν. τὰ δὲ δῶρα ταῦτα οὐ πάνυ πολυτελῆ ἐστὶν, οὐδὲ γὰρ πλούσιοί εἰσιν οἱ διδόντες. ἀλλ' οἱ μὲν βουκόλοι μόσχους προσφέρουσιν, οἱ δὲ γεωργοὶ σῖτον ἢ οἶνον. εἰ δὲ τυγχάνει τις ἔτι πενέστερος ἐκείνων ὤν, ὁμοίως καὶ οὗτος δίδωσι τῷ βασιλεῖ, ὅ τι ἂν ἔκῃ, οἷον γάλα, καὶ τυρὸν, καὶ τρωκτὰ ὡραίων καρπῶν. εἰ δὲ ἰδών τις τὸν βασιλέα παριόντα εἶτα δῶπον αὐτῷ μὴ φέρει, οὗτος, ὡς ἀνάξια δρῶν τῆς πατρίδος, ὑπὸ πάντων ἀτιμάζεται.
History 19)
ἀνὴρ δέ τις Πέρσης, ὀνόματι Σιναίτης, ἐνέτυχε ποτε Ἀρταξέρξῃ τῷ βασιλεῖ, τῷ ἐπικαλουμένῳ Μνήνομι. ὡς δὲ πόῤῥω ὢν τῆς ἑαυτοῦ οἰκίας, ἠπόρει ὅ τι ἐκείνῳ διδοίη. καὶ διὰ τὸν νόμον ἐταράχθην, μὴ ἄτιμος γένοιτο, εἰ τῷ βασιλεῖ μὴ δωροφοροῖ. ἐλθὼν οὖν σπουδῇ πρὸς τὸν ποταμὸν τὸν πλησίον ῥέοντα, καὶ ἐπικύψας, ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἠρύσατο τοῦ ὕδατος. Ἔπειτα δὲ ἀνελθὼν αὖθις, "ὦ βασιλεῦ, " ἔφη, "δι' αἰῶνος βασιλεύοις! νῦν μὲν οὖν σε τιμῶ, ὅπη δύναμαι, τῷ ὕδατι τοῦ ποταμοῦ, τόδε γὰρ μόνον ἔχω. ὅταν δὲ ἐπὶ τὸν σὸν σταθμὸν παραγένῃ, τὰ κάλλιστα τῶν ἐμῶν κτημάτων σοι δωρήσομαι."
History 20)
ἐπὶ τούτοις οὖν ἡσθεὶς ὁ Ἀρταξέρξης ἔλεξε τοιάδε. "δέχομαι ἡδέως, ὦ ἄνθρωπε, τὸ δῶρον τόδε. καὶ τιμῶ γε αὐτὸ αὐχ ἧσσον ἢ τὰ πάνυ πολυτελῆ, ἐπεὶ ἄριστον πάντων ὕδωρ ἐστίν. ἀλλ' ὅμως, ὅταν ἐν τῷ σταθμῷ καταλύω, τότε σύ μοι πάντως ἐπιφάνηθι." τοσαῦτα δὲ εἰπὼν ἐκέλευσε τοὺς δορυφόρους λαβεῖν τὸ δῶρον. οἱ δὲ, προσδραμόντες ὅτε τάχιστα, ἐδέξαντο ἐκ τῶν χειρῶν ἐκείνου τὸ ὕδωρ εἰς χρυσῆν φιάλην. ὁ δὲ βασιλεὺς, ἐλθὼν ἔνθα κατέλυεν, ἔδωκε τῷ ἀνδρὶ στολὴν Περσικὴν καὶ φιάλην χρυσῆν καὶ χιλίους στατῆρας. ἄλλων δὲ δώρων ἔφη αὐδὲν δεῖσθαι, ἱκανὸν γὰρ εἶναι τὸ ὕδωρ.
History 21)
ἄλλος δέ τις Πέρσης, ὀνόματι Ὠμίσης, προσεκόμισεν Ἀρταξέρξῃ τῷ βασιλεῖ ῥοιὰν μεγίστην. ὑπερεκπλαγεὶς οὖν τῷ μεγέθει αὐτῆς ὁ βασιλεὺς ἔφη, "ὦ ἄνθρωπε, ἐκ ποίου παραδείσου τόδε τὸ τέρας ἔλαβες, ὅπερ νῦν μοι δῶπον φέρεις;" ὁ δὲ Ὠμίσης εἶπε πρὸς ταῦτα, ὅτι οἴκοθεν καὶ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ γεωργίας τὸν καρπὸν κέκτηται. πυθόμενος οὖν ταῦτα ὁ βασιλεὺς ὑπερήσθη, καὶ βασιλικὰ δῶρα τῷ ἀνθρώπῳ ἔπεμψε. ὕστερον δὲ καὶ σατραπείαν τινὰ ἔδωκεν αὐτῷ, ἐπειπὼν τοιάδε. "νὴ τὸν Μίθραν, οὗτός γε ὁ ἄνθρωπος ἄξιός ἐστιν ἀρχὰς λαβεῖν. ἐκ γὰρ τῆς τοιαύτης ἐπιμελείας δυνήσεται οὐ μόνον ῥοιὰς, ἀλλὰ καὶ πόλεις, μεγάλας ἐκ μικρῶν ποιεῖν."
History 22)
σατράπης τις, ἀποστὰς ἀπὸ τοῦ βασιλέως, ἐπολιορκεῖτο. δείσας δὲ μὴ τὰ σιτία αὐτῷ ἐκλείποι, ἀπέπεμψεν ἐκ τῆς πόλεως τοὺς πενεστάτους τῶν πολιτῶν. οἱ μὲν οὖν ἐξῄεσαν, μετὰ τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παίδων, εἰς χιλίους καὶ ἑπτακοσίους. ὁ δὲ βασιλεὺς, οἰκτείρας αὐτοὺς τοῦ πάθους, ἐν τῷ ἑαυτοῦ στραποπέδῳ ἐδέξατο πάντας φιλοφρόνως· βορᾶς τέ τι παρέχων αὐτοῖς, καὶ χρήματα, καθ' ἕκαστον ἄνδρα στατῆρας δύο. μετὰ δὲ ταῦτα ὁ σατράπης καὶ ἄλλους ἀπέπεμψε πεντακοσίους. ὁ δὲ βασιλεὺς οὐχ ὁμοίως τούτους ἐδέξατο, ἀλλ' ἐκέλευσεν αὐτοὺς εἰσιέναι αὖθις εἰς τὴν πόλιν. "χρὴ γὰρ." ἔφη, "φιλάνθρωπον μὲν εἶναι, μαλακὸν δὲ μή."
History 23)
φησὶ Καμεράριός τις, ὡς ἐκάθητό ποτε ἐν πόλει τινὶ πρὸ τοῦ βουλευτηρίου, παρῆσαν δὲ μετ' αὐτοῦ καὶ τῶν βουλευτῶν τινές. διαλεγόμενοι δὲ ἐν ἀλλήλοις κατεῖδον ἄνθρωπόν τινα αὐτοῖς προσιόντα, καὶ δοκοῦντα πτωχόν τε εἶναι καὶ βαύλεσθαί τι παρ' αὐτῶν λαμβάνειν. εὐθὺς οὖν ἀνφικόμενος οὗτος ἤρξατο δακρύειν, φάσκων ὡς ἐν μυρίᾳ πενίᾳ ἐστὶ διὰ νόσον τινὰ δεινοτάτην, ἥπερ βαρέως ἐγκειμένη οὐκ ἐᾷ αὐτὸν ἐπιτελεῖν ἔργον οὐδὲν, οὐδὲ τροφὴν οὐδαμόθεν εὑρίσκεσθαι. ἀκούσαντες δὲ ἐκεῖνοι μὲν ἠρώτων τίς ἡ νόσος εἴν. ὁ δὲ, "ἀλλ' οὐ δύναμαι," φησὶν, "ὦ ἄδρες, ταῦτας ὑμῖν διηγεῖσθαι, πλὴν ὅτι χαλεπωτάτη ἡ νόσος ἐστίν."
History 24)
ὁ μὲν οὖν πτωχὸς τοσαῦτα εἶπεν· οἱ δὲ, ἐλεήσαντες αὐτὸν, καὶ δόντες, ὅσα ἑκάστῳ ἐδόκει, ἀπέπεμψαν. ὕστερον δὲ, βουλόμενοι μανθάνειν ἀκριβέστερον τὴν τῆς νόσου φύσιν, κελεύουσι δοῦλόν τινα θεῖν σκεψόμενον, ὅσπερ τῆς ἰατρικῆς ἔτυχεν ἔμπειρος ὤν. ἐπιγενόμενος οὖν οὗτος τῷ πτωχῷ ἐπισκοπεῖ αὐτοῦ τὰ μέλη πάντα, οὐ μέντοι νόσου οὐδεμιᾶς σημεῖα εὑπίσκει. θαυμάσας οὖν πρὸς ταῦτα, "ὦ ἄνθρωπε, " ἔφη, "ποίαν δὴ νόσον ἔχεις; δοκεῖς γὰρ ἔμοιγε πάνυ ὑγιὴς εἶναι." ὁ δὲ ἀντεῖπεν, "ἀλλ' ὡς ἀληθῶς δεινοτάτη μου ἡ νόσος ἐστὶν, εἰ καὶ ἀφανὴς οὖσα τυγχάνει· περιέχει γάρ μου τὰ μέλη πάντα, τὸ δὲ ὄνομα αὐτῆς ἐστιν ἀργία!"
History 25)
ἐβασίλευέ ποτε ἐν Ἐλευσῖνι Κελεός τις. ἦν δὲ αὐτῷ παιδίον ὀνόματι Δημοφῶν, ὅνπερ ἰδοῦσα ἡ θεὸς Δημήτηρ ἐβούλετο ἀθάνατον ποιῆσαι. εἰκάσθη οὖν φυναικὶ, καὶ, πείσασα τὸν Κελεὸν, τροφὸς ἐγένετο τῷ Δημοφῶντι. ἐκ δὲ τούτων θαυμάσιον τι ἔδρα· ἐντιθεῖσα φὰρ νύκτωρ ἀεὶ τὸ παιδίον εἰς πῦρ, περιῄρει αὐτοῦ τὴν θνητὴν σάρκα. ὁ δὲ Δημοφῶν διὰ ταῦτα κακὸν μὲν οὐδὲν ἔπασχεν, ἀεὶ δὲ μᾶλλον ηὐξάνετο· δαιμόνιον γὰρ τὸ πρᾶγμα ἦν. τέλος δὲ εἰσελθοῦσα ἀπροσδοκήτως ἡ μήτηρ, καὶ τὸν παῖδα ὁρῶσα ἐν τῷ πυρὶ, ἀνεβόησε διὰ φόβον. καὶ ἡ μὲν θεὸς εὐθὺς ὀργισθεῖσα ἠφανίσθη, ὁ δὲ παῖς κατακαυθεὶς ἀπέθανε.
History 26)
ὁ θέος Διόνυσος τὴν ἄμπελον εὗρε πρῶτος. φασὶ δὲ οἱ μυθολόγοι, ὡς τοὺς εἰς αὐτὸν ἀσεβοῦντας ἐκόλαζε, μανίαν ἐμβάλλων. πολλοὶ δὲ ἦσαν οἱ τοιοῦτοι, εἰώθει γὰρ ὁ Διόνυσος θνητῷ εἰκασθεὶς ἐπὶ γῆς φαίνεσθαι, ὥστε ἔλαθε θεὸς ὤν. βουλόμενος δέ ποτε εἰς νῆσόν τινα διακομισθῆναι ἐμισθώσατο ἐπὶ τῷ πλῷ τριήρη τινὰ λῃστρικήν. ἐπιβουλεύσαντες τοίνυν αὐτῷ οἱ ναῦται ἔμελλον πλεῖν ἐς τὴν Ἀσίαν, ἵνα πωλήσωσιν αὐτὸν ἐπὶ δουλείᾳ. ὁ δὲ θαυμασίῳ τινὶ τρόπῳ δίκην παρ' ἐκείνων ἔλαβε. τὸν γὰρ ἱστὸν τῆς νεὼς καὶ τὰς κώπας ἐποίησεν ὄφεις· οἱ δὲ ναῦται μανέντες, καὶ ἐς τὴν θάλασσαν ἐκπηδήσαντες, ἐγένοντο δελγῖνες.
History 27)
ἐγένετο ἐν χώρᾳ τινὶ λιμὸς μέγιστος, ὥστε οἱ πένητες σφόδρα ἐταλαιπωροῦντο, πολλοὶ δὲ ὑπὸ σιτοδείας καὶ ἀπέθανον. ἔπεμψαν οὖν ἀγγέλους ὡς τὸν βασιλέα, διδάξοντα οἷα κακὰ πάσχουσι, καὶ δεησομένους ἐκείνου (ἢν δύνητα) πέμπει αὐτοῖς ὠφέλειαν. ἡ δὲ θυγάτηρ τοῦ βασιλέως - ἔ τυχε γὰρ παρακαθημένη αὐτῷ- ἐθαύμασε ταῦτα ἀκούσασα. εὐθὺς οὖν ἔφη, "ἀλλ', ὦ ἀγαθοὶ, εἰ οὕτω δὴ πιέζεσθε, διὰ τί οὐκ ἐσθίετε ἄρτους καὶ τυρὸν; βέλτιον γὰρ ἂν εἴη τοῦτο ποιεῖν, ἢ λιμῷ ἀποθανεῖν !" ταῦτα δὲ εἶπεν οὐ δι' ὕβριν, ἀλλὰ δι' ἄγνοιαν τῆς τῶν πενήτων διαίτης οἰομένη τὴν τοιαύτην εὐτελῆ τροφὴν καὶ ἐν λιμοῖς μέλλειν περισσεύειν.
History 28)
νεανίσκος τις ἐν τῇ Ἑλλάδι ποτε ἦν, ὀνόματι Μελέαγρος, καλός τε καὶ ἀγαθὸς, ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ Οἰνεὺς ἐβασίλευε Καλυδῶνος. περὶ τούτου οὖν λόγος τις ἔστι τῶν πάλαι ποιητῶν, ὡς, παῖς ὤν νεογενὴς, ἔκειτό ποτε ἐν τοῖς βασιλείοις· ἔτυχε δὲ χειμὼν τότε ὤν, καὶ δαλός τις ἐκαίετο ἐπὶ τῆς ἐσχάρας. εἰςελθοῦσαι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν αἱ Μοῖραι εἶπον τῇ τοῦ παιδὸς μητρὶ Ἀλθαίᾳ, ὡς ὁ Μελέαγρος τότε ἀποθανεῖται, ὅταν ὁ δαλὸς οὗτος ὁ καιόμενος κατακαύθῃ. ἀκούσασα δὲ ἡ Ἄλθαια τὰ ὑπὸ τούτων λεγόμενα ἀνήρπασεν εὐθὺς ἐκ τοῦ πυρὸς τὸν δαλὸν, καὶ σβέσασα αὐτὸν ἔσωζεν ἐν λάρνακι.
History 29)
ἡβήσαντος δὲ τοῦ Μελεάγρου, ὗς τις ἄγριος τὴν χώραν διέφθειρε. συγκαλέσας οὖν ἐκ τῆς Ἑλλάδος τοὺς ἀρίστους πάντας, ὁ Μελέαγρος ἐπὶ τοῦτον ἐξῄει. οἱ δὲ ἀδελφοὶ τῆς Ἀλθαίας μετέσχον τῆς θήρας ταύτης, ἦλθε δὲ καὶ παρθένος τις καλλίστη, ὀνόματι Ἀταλάντή ἀποκτείνας οὖν τὸν ὗν ὁ Μελέαγρος τῇ Ἀταλάντῃ τὸ δέρμα ἔδωκεν. οἱ δὲ· ἀδελφοὶ τῆς Ἀλθαίας (ἀγανακτοῦντες εἰ παρύτων ἀνδρῶν γυνὴ λήψεται τὰ ἀπιστεῖα), αὐτοὶ ἐκεῖνο τὸ δέρμα προσποιησάμενοι ἀφείλοντο. ὀργισθεὶς οὖν ὁ Μελέανγρος ἐπὶ τοῖς τῶν ἀδελφῶν θανάτοις ἧψε τὸν δαλὸν, καὶ ὁ Μελέαγρος εὐθὺς ἀπέθανεν.
History 30)
μῶρός τις, οἶνον ἔχων, κατεσφράγισεν αὐτὸν ἐν πίθῳ, ἵνα μὴ κλεφθῇ. Αἰσθόμενος δὲ ταῦτα ὁ δοῦλος, καὶ βουλόμενός τι ἀφαιρεῖν, διέτρησε τὸν πίθον, καὶ χώνην ἐνθεὶς οὕτως ἔπινεν ὁ μὲν οὖν οἶνος κατὰ μικρὸν ἐλάσσων ἐγίγνετο, ὁ δὲ δεσπότης ἠπόρει, οὐκ αἰσθόμενος διὰ τί ταῦτα συμβαίνει. ἔτυχε δέ ποτε ξένῳ τινὶ διαλεγόμενος περὶ τούτων, καὶ εἶπεν ὀδυρόμενος, "ὦ φίλε, ἦ οὐ δεινά σοι τάδε εἶναι δοκεῖ; ὁρᾷς γὰρ τὸν πίθον ἐσφραγισμένον, ὁ δὲ οἶνος ἀεί πως ἀναλίσκεται." ἀντεῖπεν οὖν ἐκεῖνος, "δοσεῖ μοι ὁ οἶνος κάτωθεν ἀφαιρεῖσθαι." ὁ δὲ μῶρος, "ἀλλ' οὐ τὸ κάτωθεν," ἔφη, "ἀφανίζεται· ἀλλὰ τὸ ἄνωθεν."
History 31)
βασιλεύς τις, παραλαβών παρὰ τοῦ πατρὸς οὐ μικρὰν ἀρχὴν, ἔπειτα πολλῷ δυνατώτερος ἐγένετο διὰ τόδε. συλλέξας ναῦς πολλὰς ἔπλευσεν ἐπὶ νησιώτας τινὰς, οἷσπερ ἔτυχε διαφερόμενος, καὶ νικήσας αὐτοὺς κατεστρέψατο τὴν νῆσον. πρὸς ταῦτα οὖν εἰκότως πολλοὶ ἦσαν οἱ κολακεύοντες αὐτόν τινὲς δὲ καὶ θεῷ αὐτὸν ἀπεικάζοντες ἔφασαν, ὡς καὶ ἡ γῆ πᾶσα καὶ ἡ θάλασσα ὑπήκοοι αὐτοῦ εἰσί. ὁ δὲ δυσχαπαίνων τῇ ἐκείνων καλακεία οὖν αὐτοὺς κατιέναι μεθ' ἑαυτοῦ ἐς τὴν παραλίαν. ἦν δὲ τότε παλίρροια τῆς θαλάσσης, καὶ κατασκευάσας θρόνον ἐν τῇ ψαμάθῳ ἐκάθητο, ἀπέχων οὐ πολὺ τοῦ ὕδατος.
History 32)
ἔπειτα δὲ πρὸς τὴν θάλασσαν βλέπων ὁ βασιλεὺς ἔλεξε τοιάδε. "ὦ θάλασσα, φασὶ μὲν οἵδε ὅτι καὶ σὺ ὑπήκοος ἐμοῦ εἶ· δεῖ δέ με αὐτοῖς πιστεύειν, δοκοῦσι γὰρ οὐ φορτικοί τινες εἶναι, ἀλλ' ἄνδρες καλοί τε καὶ ἀγαθοί κελεύω σε οὖν ἐς τόνδε τὸν τόπον μὴ αὖθις ἐπανιέναι, μηδὲ τὸν θρόνον τοῦ ὑμετεροῦ δεσπότου βρέχειν." τοσαῦτα δὲ εἰρηκὼς σιγὴν εἶχε· ἡ δὲ θάλασσα οὐχ ἧσσον ηὐξάνετο ἀλλὰ τὸν θρόνον κύκλῳ περιέρρει. καταβὰς οὖν πάλιν ὁ βασιλεὺς, "ὦ φίλοι," ἔφη, "δῆλον ὅτι ἐκεῖνά γε οὐκ ἀληθῶς ὑμεῖς εἰρήκατε. οὐδενὸς γὰρ πλὴν τοῦ θεοῦ ἡ θάλασσα ὑπήκοός ἐστι."
History 33)
ἦν ποτε ἐν Μεγάροις νεανίσκος τις, ὃς πένης ὢν ἐβουλεύθη ἐκ τῆς πατρίδος μεταστὰς ἐν ἀλλοτρίῳ τινὶ τόπῳ τὴν τροφὴν ζετεῖν. ἀκούσας δὲ πολλάκις περὶ τῶν Κορινθίων ὡς τρυφερώτατοί εἰσι πάντων τῶν τότε Ἑλλήνων, καὶ ἅμα ὡς περὶ ἀνδριαντοποι\twoacc[\'|\={ι}]αν μάλιστα σουδάζουσιν (ἧσπερ καὶ αὐτὸς ἔμπειρος ἦν), ἐν νῷ εἶχεν ἐκεῖσε ἰέναι ἵνα πλούσιος γένηται. πορευόμενος δὲ γέροντί τινι ἐν τῇ ὁδῷ ἐπέτυχε, πλουσίῳ δὴ δοκοῦντι εἶναι, καὶ βαλλάντιον μέγα ἐν ταῖς χερσὶν ἔχοντι. ἰδὼν δὲ ὁ νεανίσκος τὸ βαλλάντιον ἐπεθύμησεν αὐτοῦ, καὶ ἐπειρᾶτο ἁρπάζειν. ὁ δὲ, γέρων μὲν ὢν ἀσθένης δὲ οὔ, σφόδρα πρὸς ταῦτα ἠγωνίσατο.
History 34)
δείσας οὖν ὁ νεανίσκος μὴ αὐτός τι πάθοι, βακτηρίᾳ ἐκεῖνον παίσας ἀπέκτεινε. κείμενος δὲ ὁ γέρων καὶ ἤδη μέλλων ἀποθανεῖσθαι ἔλεξε τοιάδε. "σὺ μὲν ἄρα, ὦ κάκιστε, τὸν χρυσὸν κτήσει. ἀλλ' οὐ χαίρων τοῦτο ποιήσεις, εἴ γε ἁρπαγῶν καὶ φόνων οἱ θεοὶ μὴ ἐπιλανθάνονται ὁ γὰρ πανόπτηης ἥλιος πάντα ἐς φῶς ἄγει."
μετὰ δὲ ταῦτα ἀφικόμενος ἐκεῖνος ἐς Κόρινθον ἀνδριαντοποιῷ τινι παραμένων ἐμισθάρνει. ὡς δὲ φιλόπονος ὢν καὶ δεξιὸς, χρημάτων τι (ὅσον ἀποζῆν) ῥᾳδίως ἐκτήσατο. τέλος δὲ τοῦ δεσπότου τὴν θυγατέρα γήμας, καὶ κληρονόμος αὐτῷ καταστὰς, ἤλπιζεν ἐκ τούτων πλούσιος καὶ εὐδοίμων ταχέως ἔσεσθαι.
History 35)
καθήμενος δέ ποτε ἐπὶ τῇ θύρᾳ, τὸν δὲ ἥλιον νοήσας ἑαυτοῦ καταλάμποντα, ἐμνήσθη οἷα ἐκεῖνος ὁ ἀναιρεθεὶς περὶ τούτου εἶπε. πρῶτον μὲν οὖν τι ἐφοβεῖτο· ἔπειτα δὲ γελάσας, "βούλεται μὲν," ἔφη, "ὁ ἥλιος ἐς φῶς ἐκεῖνα ἄγειν· οὐ μέντοι δύναται." ἡ δὲ γυνὴ ἀκούσασα ἠρώτησε τί λέγει; ὁ δὲ τέως μὲν δεδιὼς ἐσιώπα· ἔπειτα δὲ νομίζων ἐκείνην πιστὴν ἑαυτῷ εἶναι πάντα ἀπέδειξεν. ἡ δὲ ἅτε γυνὴ οὖσα σιγᾶν οὐκ ἐδύνατο, ἀλλά τισι τῶν συνηθῶν λάθρᾳ ταῦτα ἀνεκοίνωσεν, ἔκπυστα γενέσθαι. εἰσαγγελθεὶς οὖν ὁ ἄνθρωπος καὶ κατακριθεὶς ἐθανατώθη.
History 36)
λέγουσί τινες τῶν παλαιῶν, ὡς οἱ ἄγριοι ὕες τῆς ἰατρικῆς οὐκ ἀπαίδευτοί εἰσιν. ὅταν γὰρ λάθωσιν ἑαυτοὺς φυτόν τι φαγόντες, νοσήσαντες διὰ τοῦτο ἐς τὴν θάλασσαν ἀποτρέχουσι, καὶ εὑρόντες ἐκεῖ καρκίνους πολλοὺς, ἐσθίουσι μάλα προθύμως. γίγνονται δὲ οὖν οἱ καρκίνοι φάρμακον τοῦ πάθους, οἱ δὲ ὕες καθίστανται αὖθις ὑγιεῖς.
φασὶ δὲ καὶ τοὺς ἐλάφους πολλάκις δηχθέντας ὑπὸ φαλαγγίων νοσεῖν· γευσαμένους δὲ κισσοῦ οὐκέτι ὁμοίως λυπεῖσθαι. δεῖν δὲ ἄγριον εἶναι τὸν κισσόν.
ἔστι δὲ τόδε ἔτι γελοιότερον ἐκείνων, ὅπερ περὶ λεόντων νοσούντων λέγουσι. φασὶ γὰρ δὴ ὡς διὰ τοῦδε μόνον οἱ τοιοῦτοι ἀνίστανται - ἐὰν ἐσθίωσι πιθήκους!
History 37)
ἐγένετο ἐπὶ Τιβερίου Ἀπίκιός τις, πάντων τῶν Ῥωμαίων τρυφερώτατος. ἀμελήσας γὰρ τῶν ἄλλων, τὴν ἑαυτοῦ γαστέρα μόνην ἐθεράπευε, καὶ μυριάδας πολλὰς δραχμῶν εἰς ταύτην ἐδαπάνησε. διέτριβε δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐν Μιντούρναις τὸ πλεῖστον, ἥπερ πόλις ἐστὶ τῆς Ἰταλίας· ἐγένοντο γὰρ ἐκεῖ καρίδες πασῶν μέγισται, ταύτας δὲ ἐσθίων καὶ μάλιστα ἥδετο. ἀκούσας δέ τινός ποτε λέγοντος, ὡς τρέφονται ἐν τῇ Λιβύῃ καρίδες ἔτι γλυκύτεραι ἐκείνων καὶ καλλίονες, ἐβουλεύσατο πλεῖν ἐκεῖσε ὡς τάχιστα, οὐδὲ ἡμέραν μίαν ἀναμείνας. ὁ μὲν οὖν πλοῦς μακρὸς ἦν, ὥστε ἔπαθεν ἐν αὐτῷ κακὰ πολλά. διὰ δὲ τὴν τῶν καρίδων ἐπιθυμίαν πάνυ ῥᾳδίως ἐκεῖνα φέρων, ἐκαρτέρει τε, καὶ τῇ Λιβύῃ τέλος ἐπλησίασεν.
History 38)
ἐπειδὴ δὲ ἧκεν ἡ ναῦς ἐκεῖσε, ἵνα αἱ καρίδες ἐγίγνοντο, ἔμελλεν ὁ Ἀπίκιος ἐκβαίνειν εἰς τὴν γῆν. φήμη δὲ πολλὴ ἐγένετο τοῖς Λίβυσι περὶ τῆς ἀφίξεως αὐτοῦ· καὶ ἰδόντες τὴν ναῦν προσορμιζομένην οἱ ἁλιεῖς καθεῖλκον τὰ ἀκάτια, καὶ προσέπλεον φέροντες τῷ Ἀπικίῳ τὰς καλλίστας καρίδας. ἰδὼν δὲ αὐτὰς ἐκεῖνος οὐκ ἠρέσκετο ἀλλ' ἠρώτα τοὺς ἁλιέας, εἰ μέγισται τῶν ἐκεῖ καρίδων αὗται ὡς ἀληθῶς εἰσί. πυθόμενος δὲ ὅτι εἰσὶν, ἔφη τὰς ἐν ταῖς Μιντούρναις μεγέθει τε καὶ κάλλει τούτων ὑπερέχειν. καὶ ἔπειτα οὐδὲ ἤθελε τῇ γῇ προσπελάζειν, ἀλλ' ἐκέλευσε τὸν κυβερνέτην καταπλεῖν ὡς τάχιστα ἐς τὴν Ἰταλίαν.
History 39)
περὶ τοῦ Βουσίριδος λέγουσιν οἱ μυθολόγοι, ὡς βασιλεὺς ἐγένετο τῆς Αὐγύπτου, ἔθυε δὲ ἐπὶ τῷ Διὸς βωμῷ καθ' ἕκαστον ἔτος ἄνδρα ξένον. ἐννέα γὰρ ἔτη λιμός τις ἰσχυρὸς κάτεσχε τὴν Αἴγυπτον, οἱ δὲ ἐπιχώπιοι ὑπ' αὐτοῦ δεινῶς ἐπιέζοντο. ἐλθὼν οὖν ἐκ Κύπρου μάντις τις, ὀνόματι Θράσιος, ἔφη τὸν λιμὸν παύσεσθαι, ἐὰν σφάξωσι τῷ Διὶ ξένον ἄνδρα κατ' ἔτος. ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Βούσιρις αὐτὸν τὸν μάντιν ἔσφαξε πρῶτον, ἔπειτα δὲ καὶ τοὺς ἄλλους ξένους, ὅσοιπερ ἐκεῖσε ἦλθον. ἀφικόμενος τοίνυν καὶ ὁ Ἡρακλῆς συνελήφθη καὶ τοῖς βωμοῖς προσεφέρετο. ἀλλὰ διαρρήξας τὰ δεσμὰ καὶ τὸν Βουσίριδα ἀποκτείνας ἀπέφυγε.
History 40)
ὁ Νηλίδης ἡβήσας ἐγένετο ναύαρχος πάντων ἄριστος. παρέσχε δὲ, (ὥς φασιν,) ἔτι παῖς ὢν, τεκμήρια πολλὰ, ὡς ἔσται ποτε ἀνὴρ ἀφαθὸς καὶ ἀνέκπληκτος. πέντε γοῦν μάλιστα ἔτη γεγονὼς ἀπὸ τῆς οἰκίας τῆς τήθης μακρὸν ἐπλανήθη. πεινῶν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ οὐδ' ὁτιοῦν ἐταράχθη, ἀλλὰ, συλλέξας ἀγρίους τινὰς καρποὺς, ἐκ τούτων δεῖπνον ἐποιεῖτο. ἐς δὲ τὴν οἰκίαν, ὅθεν ὡρμήσατο, οὐκ ἐπανῆλθε, πρὶν νὺξ ἐγένετο. ἰδοῦσα οὖν αὐτὸν ἡ πήθη, "ὦ παῖ," ἔφη, "θαυμάζω ὡς οὔ σε ἠνάγκασεν ὁ φόβος θᾶσσον ἐπανελθεῖν." ὁ δὲ παῖς ἀντεῖπεν, "ἀλλ' ὦ τήθη, τίς ἔστιν ὁ φόβος; οὐ γὰρ ἐμοὶ συνήθης ἐστίν".
History 41)
βασιλεύς τις ἀγαθὸς καὶ σώφρων γυναῖκα εἶχεν, ἄλλως μὲν οὐκ ἀγεννῆ, τῇ δὲ φύσει λίαν ἀκράχολον. αὕτη οὖν, ἀπατηθεῖσά ποτε ὑπὸ πανούργου τινὸς ἐμπόρου, ὠργίσθη τε διὰ ταῦτα καὶ ἐβουλεύετο τὸν ἄνθρωπον πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιῶσαι, ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς, οἷα ἡ γυνὴ ἐπινοεῖ, ἔφη ὡς αὐτῷ ταῦτα μελήσει. ἔδεισε γὰρ μὴ ἐκείνη χαλεπαίνουσα δρῴη τι ἀνάξιον. ἐκέλευσεν οὖν τοὺς δορυφόρους πρῶτον μὲν τὸν ἄνθρωπον συλλαβεῖν, ἔπειτα δὲ δεδεμένον αὐτὸν ἐν τῷ θεάτρῳ προτιθέναι, ἵνα ὑπὸ λέοντός τινος ἀγρίου ἐκεῖ διασπαράσσοιτο νόμος γὰρ ἐκ παλαιοῦ ἦν ἐν ἐκείνῃ τῇ χώρᾳ τοὺς κατακριθέντας οὕτως διαχρήσασθαι.
History 42)
οἱ μὲν οὖν τὸν ἔμπορον ἐς τὸ θέατρον ἔστησαν, ὥσπερ ὁ βασιλεὺς ἐκέλευσεν. παρῆσαν δὲ ἄρα ὅ τε βασιλεὺς, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, καὶ ἄλλοι πολλοὶ τῶν πολιτῶν ὡς τὸ πρᾶγμα θεασόμενοι. ὁ δὲ ἔμπορος ἵστατο ἐν τῷ μέσῳ, δεδιώς τε καὶ τρέμων. ἐπειδὴ δὲ καιπὸς ἦν, σημαίνει ὁ βασιλεὺς τοῖς ὑπηρέταις τὸν λέοντα εἰσπέμπειν. οἱ δὲ, προδιδαχθέντες οἷα χρὴ ποιεῖν, καὶ τὰ κλῇθρα ἀνοίξαντες, εἰσέπεμψαν οὐ λέοντα, ἀλλὰ λαγών, ἰδοῦσα οὖν ταῦτα ἡ βασίλεια ἐγέλασέ τε καὶ τῆς ὀργῆς ἐπελάθετο. ὁ δὲ βασιλεὺς ἔπειτα ἀπέλυσε τὸν ἔμπορον, νομίζων αὐτὸν ὑπὸ τοῦ δείματος ἱκανῶς κεκολάσθαι.
History 43)
λέγεται ὁ Ποσειδῶν γεννῆσαι παῖδος δύο. ἡ δὲ φύσις αὐτῶν θαυμασία ἦν, ηὐξάνοντο γὰρ καθ' ἕκαστον ἔτος ἐς μὲν πλάτος πῆχυν, ἐς δὲ ὕψος ὄγυσιν. ἐπειδὴ δὲ ἐγένοντο ἐννέα ἐτῶν διενοοῦντο μάχωσθαι τοῖς θεοῖς. ἐπιθέντες οὖν Ὀλύμπῳ τῷ ὄρει ἔτερόν τι ὄρος ὀνόματι Ὄσσαν, καὶ τρίτον αὖ ἐκείνῳ ἐπιβαλόντες τὸ Πήλιον, ἔμελλον διὰ τούτων τῶν ὀρῶν ἐς τὸν αὐπανὸν ἀναβήσεσθαι. ἰδόντες δὲ οἷα ἐκεῖνοι ποιοῦσιν, οἱ θεοὶ εἰκότως ἐταράσσοντο. τέλος δὲ ἡ Ἄρτεμις ἀνεῖλεν ἀμφοτέρους δι' ἀπάτης ἀλλάξασα γὰρ τὸ ἑαυτῆς εἶδος εἰς ἔλαφον, ἀπροσδοκήτως διὰ μέσου αὐτῶν ἐπήδησεν. οἱ δὲ, στοχαζόμενοι τοῦ θηρίου, ἀλλήλους κατετόξευσαν.
History 44)
χήν ποτε καὶ ἵππος λειμῶνά κοινῇ ἐνέμοντο ὁ δὲ χὴν τῷ ἵππῳ, ἢ ὡς καταφρονοῦντι ἑαυτοῦ, ἢ δι' ἄλλην τινὰ αἰτίαν ὀργισθεὶς τοιάδε ἐκαυχᾶτο. "πῶς δὴ εὔχει σὺ, ὦ δαιμόνιε, κρείσσων ἐμοῦ εἶναι; οὔτε γὰρ ἐν οὐρανῷ πέτεσθαι δύνασαι, οὐτε νεῖν (ὥσπερ ἐγὼ) ἐν τοῖς ποταμοῖς. ἀλλὰ περιπατῶν ἀεὶ κατὰ γῆν, ταύτην οὐδέποτε λείπεις, δοκεῖς δὲ δεθέντας πως ἐς αὐτὴν τοὺς πόδας ἔχειν. ἐγὼ δὲ γε πρῶτον μὲν πτηνός εἰμι, ὥστε ἔξεστί μοι δι' ἀέρος πλανᾶσθαι. ἅλις δὲ τούτον σχὼν, ἐς τὸ ὕδωρ καταβαίνω, ἐν ᾧ νέων καὶ κολυμβῶν τὸ σῶμα ἡδέως μάλα ἀναψύχω.
History 45)
ὁ μὲν οὖν χὴν τοσαῦτα ἔλεξεν· ὁ δὲ ἵππος εὐθὺς ἀντεῖπε φρυσσόμενος. "ἀλλ', ὦ οὗτος, τίνι δὴ τρόπῳ πέτεσθαι δύνασαι ; ἐπεὶ δηλονότι τοῦτο ποιῶν οὐκ εὐχήμων εἶ, οὐδὲ εὔστροφος, ὥσπερ οἱ ἀετοὶ καὶ αἱ χελιδόντες. ἔπειτα δὲ διὰ τοῦ ὕδατος οὐ ταχέως πορεύει, ἀλλ' ὑπολείπει πολὺ (κατὰ τοῦτό γε) τῶν ἰχθύων· ὥστε οὐδὲ ἐκεῖ εἶ εὐδόκιμος. πορευόμενος δὲ ἐπὶ τῆς γῆς, οὐ μόνον ἀσχήμων φαίνει, ἀλλὰ καὶ γέλοιος. ἔγωγε οὖν θέλω μᾶλλον ἵππος εἶναι ἐπὶ τῆς γῆς ἀέι διατώμενος, ἤ (ὥσπερ σὺ) πέτεσθαι καὶ νεῖν δυνάμενος, γέλωτα πανταχοῦ παρέχειν τοῖς θεωμένοις.
History 46)
ὁ Πόνος ἦν ποτε (ὥς φασι) γεωργός τις, πένης μὲν, ἀγαθὸς δὲ καὶ εὐγνώμων. ὁ δὲ θεὸς Ἑρμῆς ἔτυχε τότε πορείαν δι' Ἑλλάδος ποιούμενος, πεινῶν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἦλθε πρὸς τὴν τοῦ Πόνον καλύβην, καὶ ᾔτει τι σίτον. ὁ δὲ τὸν ξένον ἐδέξατο φιλανθρώπως, καὶ σιτία ἔδωκεν, οἷα δὴ παρ' ἑαυτῷ εἶχεν. ἡσθεὶς οὖν ὁ Ἑρμῆς ὑπέσχετο δώσειν τῷ ἀθρώπῳ, ὅ τι ἂ ἐκεῖνος βούληται. ὁ δὲ γεωγὸς, "ὦ κύριε," ἔφη, "ὁρᾷς ἐκεῖνο τὸ δένδρον, τὸ τὰ μῆλα φέρον. βούλομαι οὖν ἀνάγκην εἶναι πᾶσιν, ὅσοι ἄν εἰς αὐτὸ ἀναβαίνωσι, μένειν ἐκεῖ, ἕως ἂν καλεύω ἐγὼ αὐτοὺς καταβαίνειν."
History 47)
ὁ δὲ Πόνος μετὰ ταῦτα πρεσβύτης ἐγένετο, καὶ ἔδει αὐτὸν ἤδη τελευτᾶν. ἥκει οὖν ὁ Θάνατος ἐς τὴν ἐκείνου καλύβην, καὶ κελεύει τὂν γέροντα μεθ' ἑαυτοῦ εὐθὺς ἀπιέναι. ὁ δὲ ἔφη ἕτοιμος εἶναι, ἀλλὰ βούλεσθαι ἐν τῷ μεταξὺ ἐν μόνον μῆλον ἀπ' ἐκείνου τοῦ δένδρου ἐσθίειν, ἔπειτα δὲ ἕψεσθαι. ἐπὶ τούτοις οὖν ὁ Θάνατος ὡμολόγει· ἀφικόμενος δὲ πρὸς τὸ δένδρον ὁ γέρων ἔφη, "ὦ φίλε Θάνατε, ὁρᾷς ὅτι τὸ μὲν δένδρον ὑψηλόν ἐστιν, ἐγὼ δὲ γέρων εἰμὶ καὶ ἀσθενής. πρὸς ταῦτα οὖν δέομαί σου εἰς αὐτὸ ἀναβαίνειν, καὶ τὸ μῆλον κομίζειν· ἔπειτα δὲ ἄπειμι, ὡς κελεύεις.
History 48)
τοσαῦτα οὖν ὁ μὲν γέρων ᾔτησε. γελάσας δὲ ὁ Θάνατος, καὶ ἐς τὸ δένδρον ἀναβὰς, μῆλά τινα κατέβαλεν· ὁ δὲ γέρων λαβὼν αὐτὰ ἤρχετο ἐσθίειν. ὁ δὲ Θάνατος ἔμελλε τὀτε καταβαίνειν ἐκ τοῦ δένδρου· οὐ μέντοι ἐδύνατο, ἀλλ' ἐνείχετο ἐν αὐτῷ πως, καὶ, πολλὰ λυγιζόμενος, ὅμως προσεκολλᾶτο πρὸς τοὺς κλάδους, ὥστε γελοιότατον τὸ θέαμα εἶναι. ὁ δὲ Πόνος, "ὦ Θάνατε," ἔφη, "δεῖ σε ἐκεῖ μένειν, ἕως ἄν σε ἐγὼ ἀπαλλάσσω. εἰ δὲ βούλει καταβαίνειν; κελεύω σε ἀθάνατον ἐμὲ ποιεῖν." τέλος οὖν ἀποκαμὼν ἐκεῖνος συνεχώρησε ταῦτα, καὶ ἀπῆλθεν. ὁ δὲ Πόνος διὰ ταῦτα ἀθάνατος ἐν ἀνθρώποις ἐστίν.
History 49)
πόλις ἐστὶ τῆς Ἀχαίας αἱ Πάτραι. παῖς δὲ τις τῶν ἐκεῖ δράκοντα μικρὸν ἐπρίατο καὶ ἔτρεφε παρ' ἑαυτῷ, ἐπιμέλειαν πολλὴν αὐτοῦ ποιούμενος. ἐπειδὴ δὲ ηὐξήθη ὁ δράκων, ὁ παῖς πρὸς αὐτοῦ ἐλάλει ὡς πρὸς ἀκούοντα, καὶ ἔπαιζε μετ' αὐτοῦ, καὶ συνεκάθευδεν. ὁ μὲν οὖν δράκων μέγας ἐγένετο, οἱ δὲ πολῖται διὰ φόβον ἐξέβαλον αὐτὸν εἰς τὴν ἐρημίαν. ὕστερον δὲ ὁ παῖς, νεανίκος γενόμενος, ἔτυχέ ποτε ἀπὸ θέας τινὸς ἐπανιών. διαπορευόμενος δὲ διὰ τῆς ἐρμίας λησταῖς τισὶ περιέπεσεν. οἱ μὲν οὖν ἔμελλον ἤδη αὐτὸν ἁρπάζειν· ὁ δὲ δράκων, ἀπροσδοκήτως παραγενόμενος, τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τὸν δὲ παῖδα διέσωσεν.
History 50)
ἦν ποτε ἐν τῇ Αἰγίνῃ νεανίσκος τις ὀνόματι Ταυροσθένης. δοκεῖ δὲ τὸ ὄνομα τοῦτο συνᾴδειν τῇ τοῦ ἀνθρώπου φύσει, ἦν γὰρ τῇ τοῦ σώματος ῥώμῃ ἐκπρεπὴς, καὶ ἐνίκησεν ἐν τῇ πατρίδι ἀγῶνας πολλούς. τέλος δὲ, ἀγωνισάμενος ἐν τῇ Ὀλυμπία, καὶ ἐκεῖ ἐστεφανώθητὴν δὲ νίκην ταύτην διήγγειλε τῷ ἑαυτοῦ πατρὶ ἐν Αἰγίνᾳ αὐθημερὸν, τοιόνδε τι (ὥς φασι) μηχανησάμενος. ἐκόμισε μεθ' ἑαυτοῦ ἐς τὴν Ὀλυμπίαν περιστερὰν, χωρισθεῖσαν ἀπὸ τῶς νεσσῶν. νικήσας δὲ οὖν ἐν τῷ ἀγῶνι ἀφῆκε τὴν περιστερὰν, προσάψας αὐτῇ θώμιγγα πορφυροῦν καὶ ἐπιστολάς. ἡ δὲ, ἐπειγομένη πρὸς τοὺς νεσσοὺς, ἀφίκετο αὐθημερὸν ἐξ Ὀλυμπίας εἰς Αἴγινον.
History 51)
βασιλεύς τις τῶν Αἰγυπτίων στρατεύσας ἐπὶ τοὺς Πέρσας, ἐνικήθη τε ὑπὸ τούτων, καὶ ἐγένετο αἰχμάλωτος. ὁ δὲ τῶν Περσῶν βασιλεὺς φιλοφρόνος αὐτὸν ἐδέξατο, καὶ ἐκάλεσεν ἐπὶ δεῖπνον. ἡ μὲν οὖν παρασκευὴ τοῦ δειπνοῦ λαμπρὰ ἦν· ὁ δὲ Αἰγύπτιος ἰδὼν αὐτὴν οὐκ ἠρέσκετο ἀλλ' ἔφη τὸν Πέρσην εὐτελῶς ἄγαν διατᾶσθαι. "εἰ δὲ θέλεις," έφη, "εἰδέναι, ὦ βασιλεῦ πῶς χρὴ σιτεῖσθαι, κέλευσον τοὺς ἐμοὺς μαγείρους παρασκενάζειν σοι Αἰγύπτιον δεῖπνον." ταῦτα οὖν ἐποίησεν ὁ Πέρσης, γευσάμενος δὲ τοῦ δείπνου ἥσθη τε καὶ ἔφη, "κακὸς ἄρα δοκεῖς σὺ εἶναι, ὦ Αἰγύπτιε ἐπεὶ τοιαῦτα δεῖπνα καταλιπὼν ἐπεθύμησας καταφαγεῖν τὰ ἡμέτερα."
History 52)
ἐγένετο ἐν Κελαινῷ ἥπερ πόλις ἐστὶ τῆς Φρυγίας, χάσμα τι τῆς γῆς· εἵλκυσε δὲ εἰς ἑαυτὸ οἰκίας πολλὰς, καὶ τοὺς ἐν αὐταῖς ἐνοικοῦντας ἀνθρώπους. πρὸς ταῦτα οὖν ὁ βασιλεὺς Μίδας ἐχρήσατο θεῷ τινὶ περὶ τοῦ πράγματος. ὁ δὲ θεὸς ἀννεῖλεν αὐτῷ, ὅτι δεῖ ἐμβύλλειν εἰς τὸ χάσμα τὸ τιμιώτατον τῶν παρ' ἑαυτῷ κτημάτων, ἐὰν δὲ ποιῇ ταῦτα, τὸ χάσμα εὐθὺς ἀναπληρωθήσεται. ἐπανελθὼν οὖν ὁ Μίδας δἰς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν, ἐκέλευσε τοὺς οἰκέτας κομίζειν ἐκ τῶν θησαυρῶν χρυσὸν πολὺν καὶ ἄργυρον· ταῦτα γὰρ ἐνόμισεν εἶναι πάντων, ὧν εἶχε, τιμιώτατα. κατέβαλε τοίνυν ταῠτα εἰς τὸ χάσμα, τὸ δὲ οὐκ ἀνεπληρώθη.
History 53)
αἰσθόμενος δὲ ταῦτα ὁ τοῦ βασιλέως υἱὸς Ἄγχουρος ἔλεξε τοιάδε. "ὦ πατὲρ, οὐ θαυμάζω ἐγὼ εἰ, τὰ τοιαῦτα κτήματα καταβάλλων, τὸ χασμα οὐκ ἀναπληροῖς. δῆλον γὰρ ὅτι παῖς εὔνους καὶ πιστὸς ἄξιός ἐστι πλέονος, ἢ χρυσὸς, καὶ ἄργυρος, καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα. νῦν δὲ, ἵνα ἀληθῶς καταβάλῃς εἰς τὸ χάσμα τὸ τιμώτατον τῶν σῶν κτημάτων, ἰδοὺ ἐγὼ εἰς αὐτὸ καταπηδήσομαι." τοσαῠτα οὖν εἰπὼν ὁ νεανίσκος, καὶ τὸν πατέρα ἀσπασάμενος, ἀνέβη εἰς τὸν ἵππον, καὶ κατερπήδησε. τότε δὲ διπλοῦν τι τέρας ἐγένετο· τό τε γὰρ χάσμα ἀνεπληρώθη, καὶ βωμός τις λίθινος, ὅσπερ ἔτυχε πλησίον ἱδρυμένος, ἐγένετο χρυσοῦς.
History 54)
νόμος ἦν ποτε τοῖς Αἰθίοψι τῶν ἀδικούντων μηδένα δημοσίᾳ ἀποκτείνειν, μηδὲ εἰ καταδικασθείς τις φανείη τῆς τοιαύτης τιμωρίας ἄξιος ὤν. ἀλλ' ἔπεμπεν ὁ βασιλεὺς ὑπηρέτην πρὸς τὸν τοιοῦτον, σημεῖόν τι θανάτου ἔχοντα ἐν ταῖς χερσίν. ἔδει δὲ οὖν τὸν παρανομήσαντα, ἰδόντα τοῦτο τὸ σημεῖον, ἀπιέναι εὐθὺς εἰς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν, καὶ ἐκ τοῦ ζῆν ἑαυτὸν μεθιστάναι· φεύγειν δὲ οὐκ ἐξῆν ἐκ τῆς ἰδίας χώρας εἰς τὴν ὅμορον, οὐδὲ (καθἅπερ παρὰ τοῖς Ἕλλησι) τῇ μεταστάσει τῆς πατρίδος τὴν αἰτίαν καταλύειν. φασὶ δέ τινά ποτε τῶν Αἰθιόπων καταδικασζέντα ἐπινοῆσαι οὕτως διαφεύγειν, αἰσθομένην δὲ τὴν μητέρα αὐτοχειρίᾳ τὸν υἱὸν ἀποκτεῖναι.
History 55)
βουλομένη ἡ Ἀταλάντη παρθένος μένειν, μνηστευθεῖσα δὲ ὑπὸ πολλῶν ἐμηχανήσατο τοιάδε. στάδιόν τι διεμέτρησεν, ἔπηξε δὲ μέσον αὐτοῦ σκόλοπα τρίπηχυν· ἔπειτα δὲ ἔδει ἕκαστον τῶν μνηστευόντων θεῖν τὸν δρόμον τοῦτον, ἡ δὲ ἐδίωκεν. ὅσους δὲ καταλάβοι τρέχοντας, θάνατος τούτοις ἡ ζημία ἦν· εἰ δέ τις μὴ ἁλοίη, τούτῳ ἐκείνην γαμεῖσθαι ἔδει, τοὺς μὲν οὖνἄλλους τῶν μνηστευόντων ῥᾳδίως κατέλαβε ταχυτῆτι γὰρ πάντων θνητῶν ὑπερεῖχε· καὶ ἁλοντες αὐτίκα ἐθανατώθησαν. νεανίσκος δέ τις, ὀνόματι Μειλανίων, ἦλθεν ἐπὶ τὸν δρόμον χρυσᾶ τινὰ μῆλα ἐν ταῖς χερσὶν ἔχων, καὶ διωκόμενος ταῦτα ἀπέρριπτεν, ἡ δὲ, ἐπισχοῦσα ἵνα ἀναιροῖτο αὐτὰ, οὕτως ἐνικήθη.
History 56)
οἱ Χῖοί ποτε κακὰ πολλὰ ἔπασχον διὰ τόδε. νόμος ἦν αὒτοῖς χρῆσθαι δούλοις βαρβάροις· τούτων δὲ πολλοὶ ἀποδιδράσκοντες συνηθροίζοντο ἐν τοῖς ὄρεσι, καὶ καταβαίνοντες ἐκεῖθεν ἥρπαζον τὰ τῶν δεσποτῶν. ἡ γὰρ νῆσος τραχεῖά ἐστι καὶ ὑλώδης, ὥστε διὰ ταῦτα ἐκεῖνοι ῥᾴδιως ἐκρύπτευον. φασὶ δέ τινες τῶν παλαιῶν λογογράφων ὡς οἰκέτης τις, ὀνόματι Δρίμακος, ἀποδράς ποτε ἐς τὰ ὄρη, τὰ πλεῖστα ἔβλαπτε τοὺς ἐπιχωρίους. ἀνδρεῖός τε γὰρ ἦν ὁ ἄνθρωπος, καὶ εὐτυχίᾳ πολλῇ ἐχρῆτο ἐν ταῖς ἐπιδρομαῖς· διόπερ καὶ οἱ ἄλλοι δραπέται συνίσταντο εἰς τοῦτον πανταχόθεν, καὶ ἐπειθάρχον αὐτῷ ὥσπερ βασιλεῖ.
History 57)
ἐπὶ τοῦτον οὖν τὸν Δρίμακον οἱ Χῖοι πολλάκις ἐπεστράτευον, ἀλλ' οὐδὲν ἀνύτειν δυνάμενοι ἔτι μᾶλλον ὑπ' αὐτοῦ ἐφθείροντο. ὁρῶν δὲ αὐτοὺς μάτην ἀπολλυμένους ὁ Δρίμακος ἐβουλεύετο ὁμολογίαν τινὰ ποιεῖσθαι πρὸς αὐτοὺς, καὶ ἄδειαν λαβὼν ἔλεξε πρὸς τοὺς στρατηγοὺς τάδε. "ὦ ἄνδρες Χῖοι καὶ κύριοι, τὰ πράγματα τάδε, ἅπερ ὑμῖν ἡμεῖς παρέχομεν, βίᾳ μὲν οὐδέποτε παύσετε ἔστι γὰρ χρησμὸς ὑπὸ θεοῦ τινὸς δοθεὶς, ὡς δεῖ ὑμᾶς ταῦτα πάντα ὑφ' ἡμῶν πάσχειν. νῦν δὲ ἐὰν ἐμοὶ πείθησθε, ἀπαλλαγὴν τούτων ὑμῖν δώσω. ἐᾶτε γὰρ μόνον ἡμᾶς ἡσυχίαν ἄγειν, ἐγὼ δὲ ὑμῖν ἀντὶ τούτων τὰ πλεῖστα τῶν παρόντων κακῶν ἰάσομαι."
History 58)
ἀκούσαντες δὲ ταῦτα οἱ Χῖοι ἐσπείσαντο πρὸς τὸν Δρίμακον. ὁ δὲ ἐκ τούτων ἠνάγκαζε τοὺς δραπέτας πάντας εὔκοσμον βίον ἄγειν, τοὺς δὲ ἀτακτοῦντας ἐκόλαζε, καὶ οὐδενὶ ἐπέτρεπε συλᾶν τοὺς ἀγροὺς, οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν ἀδικεῖν, ὅσα μὴ αὐτὸς κελεύοι. εἰ δέ τις τῶν Χίων ἐπιβουλεύοι αὐτῷ, ἢ ἐνέδρας κατασκευάζοι, τοῦτον μὲν ἐτιμωρεῖτο, τοὺς δὲ ἄλλους κακὸν οὐδὲν ἐποίει. ὁπότε δὲ δοῦλός τις εἰς ἑαυτὸν ἀποδιδράσκοι, τούτον τὴν αἰτίαν ἔκρινε. καὶ τοὺς δοκοῦντας ἀνήκεστόν τι πεπονθέναι ἔσωζε μεθ' ἑαυτοῦ, τοὺς δὲ δίκαιον μηδὲν λέγοντας ἀπέπεμπε πάλιν τοῖς δεσπόταις. πολλῷ οὖν ἔλασσον οἱ οἰκέται ἀπεδίδρασκον, φοβούμενοι τὴν ἐκείνου κρίσιν.
History 59)
ἀλλὰ τέλος ἐκήρυξαν οἱ Χῖοι δώσειν χρήματα πολλὰ, εἴ τις ζωγρήσαι τὸν Δρίμακον, ἢ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ κομίσαι. πρὸς ταῦτα οὖν ἐκεῖνας καλέσας τινὰ τῶν ἑαυτοῦ ἑταίρων λέγει τοιάδε. "ὦ φίλε! ἐγὼ μὲν ἱκανὸν χρόνον βεβίωκα, σὺ δὲ νέος εἶ καὶ ἀκμαῖος. ὥστε περὶ μὲν ἐμαυτοῦ οὔ μοι μέλει, βούλομαι δέ σε ὡς οἷόν τε μάλιστα εὐεργετεῖν. ἐπεὶ οὖν φασὶν οἱ Χῖοι δῶσειν χρήματα πολλὰ τῷ ἐμὲ αποκτείναντι, δεῖ σε ἀφελόντα μου τὴν κεφαλὴν κομίσαι ἐς τὴν πόλιν, καὶ λαβόντα τὰ χρήματα πλούσιον γενέσθαι καὶ εὐδαίμονα." ἀντιλέγοντος δὲ τοῦ νεανίσκου, ὅμως πείθει αὐτὸν ποιῆσαι τοῦτο.
History 60)
ἀπέκτεινεν οὖν τὸν Δρίμακον ὁ νεανίσκος, καὶ τὴν κεφαλὴν, αὐτοῦ ἀφελὼν ἐκόμισεν ἐς τὴν πόλιν. ἔπειτα δὲ ἔλαβε παρὰ τῶν ἀρχόντων τὰ χρήματα, ἅπερ ἐπηγγείλαντο, καὶ θάψας τὸ σῶμα τοῦ τεθνηκότος ἀπῄει ἐς τὴν Ἀσίαν. ἠδίκουν οὖν πάλιν τοὺς Χίους οἱ δραπέται καὶ ἥρπαζον· τετελευτηκότος γὰρ τοῦ Δριμάκου, οὐκέτι ὑπ' οὐδενὸς ἐκωλύοντο μὴ ταῦτα ποιεῖν. οἱ δὲ Χῖοι, παθόντες ὑπ' αὐτῶν κακὰ πολλὰ, ἐμνήσθησαν τῆς ἐκείνου ἐπιεικείας, καὶ πεσόντες ἐς μετάνοιαν ἐτίμων τὸν Δρίμακον ὡς ἥρωα, καὶ σηκόν τινα αὐτῷ καθιέρωσαν. ἔθυον δὲ αὐτῷ οἵ τε Χῖοι καὶ οἱ δραπέται, ἐλθόντες ἐκεῖσε, οὗ τὸ ἡρῷον αὐτοῦ ἦν.
History 61)
ὁ κιθαρῳδὸς Ὀρφεὺς Εὐρυδίκην ἔγημεν. ἡ δὲ δηχθεῖσα ὑπὸ ὄφεώς τινος ἀπέθανε καὶ κατῆλθεν ἐς Ἅιδου λυπούμενος δὲ ἐκεῖνος διὰ ταῦτα, κατέβη καὶ αὐτὸς ἐκεῖσε, τὴν κιθάραν ἔχων, ἐβούλετο γὰρ πείθειν τὸν Πλούτωνα ὥστε αὐτὴν ἀναπέμψαι. ἀφικόμενος οὖν παρὰ τοῦτον, ἐκιθάρισεν ὡς ἐδύνατο κάλλιστα· ἀκούσας δὲ ὁ Πλούτων ἥσθη τε, καὶ ὑπέσχετο τὴν γυναῖκα ἀποδώσειν, ἐὰν ἐπανερχόμενος ὁ Ὀρφεὺς μὴ μεταστρέφηται, πρὶν ἂν ἐς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν παραγένηται. ἀπῆλθεν οὖν πάλιν ὁ κιθαρῳδὸς, ἡ δὲ Εὐρυδίκη εἵπετο ὄπισθεν πορευομένη. τέλος δὲ ἐπιθυμῶν σφόδρα ὁ Ὀρφεὺς τὴν γυναῖκα θεάσασθαι μετεστράφη. ἡ δὲ ἠναγκάσθη διὰ ταῦτα ἐς Ἅιδου αὖθις κατελθεῖν.
History 62)
φιλόσοφός τις ἐν τῇ Ἰνδικῇ, ὀνόματι Κάλανος, διεχρήσατο ἑαυτὸν ὧδε, λέγων ὅτι βούλεται ἀπολύεσθαι ἐκ τῶν τοῦ σώματος δεσμῶν. πυρὰν ἔνησεν ἐν τῷ καλλίστῳ προαστείῳ τῆς πόλεως, καὶ ἦν τὰ ξύλα αὖά τε καὶ εὖ μάλα ἐπίλεκτα πρὸς εὐωδίαν, κείδρου τε καὶ μυρσίνης καὶ τῶν τοιούτων δένδρων πάντων. ἀνελθὼν δὲ ἔπειτα ἔστη ἐπὶ μέσης τῆς πυρᾶς, ἐστεφανωμένος καλάμῳ. καὶ βλέπων πρὸς τὸν Ἥλιον προσεκύνησεν αὐτὸν, τοῦτο δὲ ἦν τὸ σύνθημα τοῖς τὴν πυρὰν περιστᾶσι, καὶ ἧψαν αὐτὴν ὅτι τάχιστα. ὁ δὲ Κάλανος, περιληφθεὶς κύκλῳ ὑπὸ τῆς φλοψὸς, οὐδὲ τότε ἐνέδωκεν· ἀλλ' ἔμεινεν ἑστηκὼς ὀρθὸς, ἕως διελύθη.
History 63)
ἡ Ἀθηνᾶ τέως μὲν τὴν αὐλητικὴν ἐμελέτα· ἔπειτα δὲ τοὺς αὐλοὺς ἀπέρριψεν, αἰσθομένη αὐτοὺς στρεβλοῦντας τὸ στόμα, καὶ ἄμορφον τὴν ὄψιν ποιοῦντας. τούτους δὲ τοὺς αὐλοὺς εὑρὼν Μαρσύας τις ἐς τοσοῦτον ἐσεμνύνετο, ὥστε ἦλθεν ἐς ἔριν τῷ Ἀπόλλωνι περὶ μουσικῆς. καὶ ἠγωνίσαντο συνθέμενοις ἐφ' ᾧ ὁ νικήσας διαχρήσεται τὸν ἡσσηθέντα. κρίσεως οὖν γιγνομένης, ὁ μεν Ἀπόλλων λαβὸν τὴν κιθάραν ᾖδεν, ἐκέλευσε δὲ τὸν Μαρσύαν ταὐτὸ ποιεῖν. ἐπειδὴ δὲ οὐκ ἐδύνατο, τοῖς δὲ αὐλοῖς δι' ἀμουσίαν οὐκ εὖ ἐχρῆτο, ὁ Απόλλων εὑπέθη κρείσσων. ἀνακρεμάσας οὖν τὸν Μαρσύαν ἐκ πίτυός τινος, καὶ τὸ δέρμα περιελὼν, οὕτως ἐκεῖνον ἀπέκτεινεν.
History 64)
φασί τινες ὡς Ἐπίχαρμος, πάνυ πρεσβύτης ἤδη ὢν, μετὰ ἡλικωτῶν τινων ἐν αὐτοῖς περὶ τοῦ γήρως. ὁ μὲν οὖν τῶν γερόντων ἔφη, "ἐμοὶ μὲν ἅλις ἐστὶ πέντε ἔτη μετὰ τόδε βιῶναι." ἄλλος δὲ εἶπεν, "ἐμοὶ δε τρία." τρίτος δὲ, "ὰλλ'
ἐμοί γε τέσσαρα." ὑπολαβὼν οὗν ὁ Ἐπίχαρμος ἔλεξε τοιάδε. "ὦ φίλοι, τί στασιάζομεν ὧδε καὶ διαφερόμεθα ὑπὲρ ὀλίγων τινῶν ἡμερῶν ; ἡμῖν γὰρ πᾶσιν, ὅσοι κατὰ τύχην ἐπὶ γῆς συνεληλύθαμεν, οὐ πόρρω ἄπεστιν ἡ τελευτή. λυσιτελεῖ οὖν ἡμῖν πᾶσιν ἀπαλλάσσεσθαι ὡς τάχιστα, ἵνα τὰ κακὰ τοῖ γῆρως διαφεύγωμεν.
History 65)
λέγουσι τινες τῶν παλαιῶν μυθολόγων, ὡς ἄρκτος ποτὲ ἐν χειμῶνος ὥρᾳ ἠπόρει, τροφῆς σπανίζουσα. τότε δὲ ἐπὶ ἀλώπεκί τινι κατὰ τύχην ἐπιγενομένη, ἐβούλετο ταύτην ἁρπάσασα καταφαγεῖν. ἡ δὲ ἀλώπηξ φοβηθεῖσα ἐκέλευσε, τοῦτο μὲν μὴ ποιεῖν, ἀκοῦσαι δὲ μᾶλλον, ἃ αὐτὴ διδάξει. "ἢν γὰρ," ἔφη, "(ὥσπερ ἐν νῷ νῦν ἔχεις,) ἐμὲ καταφάγῃς, εὑρήσεις τὸ βρῶμα τοῦτο οὐ πάνυ ἡδὺ ὄν. ἢν δὲ τάδε ποιῇς, ἃ ἐν τῷ παρόντι ἔχω εἰπεῖν, απολαύσει αὐτίκα ἡδίστου δείπνου." ἡ μὲν οὖν ἄρκτος ἐπὶ τούτοις ὡμολόγει. ἡ δὲ ἀλώπεξ ἔφη, δεῖν ἐκείνην καταβαίνειν πρὸς τὸν ποταμὸν, καὶ, διαρρήξασάν τι τοῦ κυστάλλου, τὴν οὐρὰν καθιέναι.
History 66)
"οἱ γὰρ ἰχθῦς," ἔφη, "ἑλθόντες ἕξονται τῆς οὐρᾶς· σύ δὲ ὅταν βούλῃ, δυνήσει αὐτοὺς ἀνέλκειν. ἢν δέ τι καὶ δάκνωσιν, οὐ δεῖ σε ταραχθῆναι, ἐπειδὰν δὲ πολλοὺς ἰχθῦς ἔχῃς, τότε δὴ ἀνέλκειν πάντας." ἡσθεῖσα οὖν ἐπὶ τῷ βουλεύματι ἡ ἄρκτος ἀπέλυσέ τε τὴν ἀλώπεκα, καὶ τὰ ἄλλα ἐποίησεν, ὅσα ἐκείνη ἐκέλευσεν. καὶ οἱ μὲν ἰχθῦς τῇ οὐρᾷ οὐ προσῆλθον· ὁ δὲ κρύσταλλος περιπηγνύμενος ἐπίεζεν. ἡ δὲ ἄρκτος οὐκ ἐταράχθη, οἰομένη τοὺς ἰχθῦς ταῦτα ποιεῖν. τέλος δὲ, βουλομένη τὴν οὐρὰν ἀποσπᾶν, οὐκ ἐδύνατο· ἀλλ' ἀπέρρηξεν αὐτὴν. καὶ διὰ ταῦτα αἱ ἄρκτοι βραχείας νῦν τὰς οὐρὰς ἔχουσι.
History 67)
βασιλεύς τις, στρατείαν ποτὲ ποιούμενος, ὄνον εἶδε χρυσὸν πολὺν πρὸς τὸ στρατήγιον φέροντα. ἔτυχον γάρ τινες τῶν ὑφ' ἑαυτοῦ φρούριόν τι τῶν πολεμίων διαρπάσαντες, εὑρόντες δὲ ἐν αὐτῳ χρήματα ἐγκαταλειφθέντα, ταῦτα ἔπεμπον παρὰ τὸν βασιλέα. βαρέος δὲ τοῦ φορτίου ὄντος, ὁ μὲν ἔλυσε, τὸν δὲ χρυσὸν αὐτὸς ἄρας ἔφερεν. ἡσθεὶς δὲ τούτοις ὁ βασιλεὺς προσῆλθε τῷ ἀνθρώπῳ. ἰδὼν δὲ αὐτὸν βαρυνόμενον, "θάρσει," ἔφη, "ὦ φίλε ! καί τι ἀναπαῠσαι· ἔπειτα δὲ, ἀναλαβὼν τὸν χρυσὸν, αὐτὸς κατέχε. ὁ γὰρ τὸν κακοπαθοῦντα εὐεργετήσας ἄξιός ἐστι καὶ αὐτὸς, ὅταν κακοπαθῇ, εὐεργετεῖσθαι."
History 68)
Δημοσθένης, νεανίσκος ἔτι ὢν, ἐβούλετο ῥήτωρ γένεσθαι. πολλάκις οὖν ἐπερχείρησε παριέναι ἐς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ δημηγορεῖν. ἀλλ' οὐδὲ τὰ καίρια λέγων ἔπειθε ῥᾳδίως τοὺς ἀκούοντας. ἦν γὰρ ἀσθενής τε ἡ φωνὴ, καὶ ἡ γλῶσσα ἀσαφής. βαρέως δὲ ταῦτα φέρων, ἀπῄει ποτὲ οἴκαδε ἐκ τῆς ἐκκλησίας, συγκεκαλυμμένος καὶ ἀγανακτῶν. Σάτυρος δὲ ὁ ὑποκριτὴς, ἐπιτήδειος ὤν, αὐτῷ ἐπηκολούθησε, καὶ ἐκέλευσε θαρρεῖν. ὁ μὲν οὖν Δημοσθένης ὠδύρετο πρὸς τοῦτον. "ἐγὼ γὰρ, " ἔφη, "καταγελῶμαι ἀεὶ καὶ περιορῶμαι, καίπερ φιλοπονώτατος ὢν πάντων ῥητόρων. ὅταν δὲ αὖ παρίῃ φορτικός τις ἄνθρωπος καὶ ἀμαθὴς, ἀκούεταί τε ὁ τοιοῦτος, καὶ τὸ βῆμα κατέχει."
History 69)
ὁ δὲ Σάτυρος πρὸς ταῦτα, "ἀληθῆ," ἔφη, "λέγεις. ἀλλ' ἐγὼ ταῦτα ταχέως ἰάσομαι, ἢν θέλῃς μοι εἰπεῖν ῥῆσίν τινα Εὐριπίδου ἢ Σοφοκλέους." ἐποίησεν ἄρα ταῦτα ὁ Δημοσθένης. ὁ δὲ Σάτυρος διεξῆλθεν ἔπειτα τὰς αὐτὰς ῥήσεις, χρώμενος πρέποντι πόνῳ καὶ ὑποκρίσει, ὥστε ἐφαίνοντο ὅλως ἕτεραι. ἀκούσας δὲ ὁ Δημοσθένες ἐθαύμασε. καλὰ γὰρ ἦν καὶ πρὶν τὰ ἔπη· ὁ δὲ τόνος νῦν τὸ κάλλος αὐτῶν ἐποίει πολλάκις τοσαῦτον. ἐκ τούτου οὖν τὴν ὑπόγειόν τινα οἰκίσκον, διεπόνησεν ἐκεῖ τὴν τε φωνὴν καὶ τοῦ παντὸς σώματος τὰς κινήσεις. ταῦτα δὲ ποιήσας, πάντων ῥητόρων ἐγένετο πιθανώτατος.
History 70)
Πλάτων ὁ φιλόσοφος, νεανίσκος ἔτι ὢν, τῇ ποιήσει μάλιστα προσέκειτο. πρῶτον μὲν οὖν ἡρωϊκὰ ἔπη ἔγραψεν. ἐξετάσας δὲ αὐτὰ πρὸς τὰ τοῦ Ὁμήρου ποιήματα, καὶ ἐκεῖνα εὑπὼν πολὺ καλλίω πάντα, ὅσα αὐτὸς ἔγραψεν, κατέκαυσε. μετὰ δὲ ταῦτα ἐβουλεύετο τραγῳδοποιὸς γένεσθαι, καὶ δὴ καὶ τετραλογίαν ἔγραψε ταύτην οὖν ἔμελλε διδάσκειν ἐν τοῖς Διονυσίοις· ἀλλὰ δοὺς ἤδη τοῖς ὑποκριταῖς τὰ ποιήματα ἤκουσε κατὰ τύχην τοῦ Σωκράτους διαλεγομένου. τούτου τοίνυν τοῖς ῥήμασι σφόδρα ἡσθεὶς, οὐκέτι ἐπεθύμει τραγῳδοποιὸς γένεσθαι, ἐκείνου δὲ μᾶλλον ἀκροατής. ὥστε οὐ μόνον τότε ἀπέσχετο τῶν Διονυσίων, ἀλλὰ, τὴν ποίησιν ὅλως ἀπορρίψας, τῇ φιλοσοφίᾳ συνεχῶς προσέκειτο.
History 71)
λο'γος τίς ἐστιν, ὡς ναῦς ποτε εἰς Ἰταλίαν ἔπλει, ἄγουσα ἐμπορικά τε χρήματα καὶ πολλοὺς ἐπιβάτας. ἑσπέρας οὖν ἐγένετο ἡ ναῦς πλησίον τῶν Ἐχινάδων νήσων· τῶν δὲ ἐμπλεόντων οἱ πλεῖστοι ἐγρηγόρεσαν, πολλοὶ δὲ ἔπινον ἔτι, δεδειπνηκότες. ἐξαίφνης τοίνυν ἀπὸ τῶν νήσων φωνὴ ἠκούσθη βοῶτός τινος, " Θαμοῦ! Θαμοῦ!" ἔτυχε δὲ τὴν ναῦν τότε κυβερνῶν Θαμοῦς τις, Αἰγύματος γνώριμος ἦν. δὶς μὲν οὖν κληθεὶς ὁ ἄνθρωπος ἐσιώπησε, τὸ δὲ τρὶτον τῷ καλοῦντι ὑπήκουσε. καὶ ἐπιτείνας ἐκεῖνος τὴν φωνὴν ἔφη, "ὅταν ἀφίκῃ ἐς τὸ Πηλῶδες, ἀπαγγεῖλον, ὅτι Πὰν ὁ μέγας τέθνηκε."
History 72)
ἀκούσαντες δ' οὖν τὴν φωνὴν πάντες ἐξεπλάγησαν. ὁ δὲ Θαμοῦς τοῖς ἄλλοις συνεβουλεύσατο εἴτε βέλτιον εἴη ποιῆσαι τὸ προστεταγμένον, εἴτε μὴ πολυπραγμονεῖν ἀλλὰ σιωπᾶν. ἀκούσας δὲ ἅ ἕκαστος λέγει, διέγνω ἐὰν μὲν πνεῦμα ᾖ, παραπλεῖν ἡσυχίαν ἔχοντα, ἐὰν δὲ γαλήνη περὶ τὸν τὸπον γένηται, ἀγγεῖλαι ἃ προσετάχθη. ἐπειδὲ δὲ ἐς τὸ Πηλῶδες ἡ ναῦς ἀφίκετο, οὔτε πνεῦμα οὐδὲν ἦν οὔτε ἄνεμος. βλέπων οὖν ἐκ πρύμνης ἐς τὴν γῆν, εἶπεν ὁ Θαμοῦς (καθάπερ ἤκουσεν), ὅτι "ὁ μίγας Πὰν τέθνηκε." παυσαμένου δὲ αὐτοῦ, εὐθὺς ἀπὸ τῆς γῆς ἠκούσθη ἀλοφυρμὸς μέγας, οὐχ ἑνὸς ἀλλὰ πολλῶν, ὡς τὸ ἄγγελμα θαυμαζόντων.
History 73)
στρατηγός τις άλλως τε ἦν φιλόκαλος, καὶ περὶ ζωγραφημάτων μάλιστα ἐσπούκαζεν. ὁπότε οὖν πόλιν τινὰ τῶν πολεμίων πολιοκήσας ἕλοι, εἰσῄει οὐ μόνον εἰς οἰκίας ἰδιωτῶν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄδυτα καὶ ναοὺς, ζητῶν τὰς καλλίστας τῶν ἐνουσῶν γραφῶν. ὅσας δὲ εὕροι, εὐθὺς εἰς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν ἀπέπεμψεν. ἑστιῶν δέ ποτε παρ' ἑαυτῷ ξένον τινὰ, ἔδειξεν αὐτῷ τὴν οἰκίαν πᾶσαν, ἦν γὰρ ἀξιοθέατος. εἰσελθὼν οὖν ὁ ξένος εἰς ἀνώγεών τι, εἶδε γραφὰς πολλὰς κρεμαμένας. καλαὶ μὲν οὖν ἦσαν καὶ οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν αὐτὴν ἱκανῶς ἐπαινεῖν.
History 74)
ὁ μὲν οὖν ξένος ἡσθεὶς εἶπεν, "ὦ μακάριε σὺ τῆς τύχης, ὃς τὰ τοιαῦτα τεχνήματα ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔχεις!" ὁ δὲ στρατηγὸς γελάσας, "ναὶ," ἔφη, "καὶ, νὴ Δία, τήνδε γε τὴν γραφὴν ὁρῶν, καὶ μάλιστα ἥδομαι. διὰ γὰρ ταύτης ἄνδρα τινὰ γενναῖον ἐκ θανάτου ποτὲ ἔσωσα." ὁ μὲν οὖν ξένος ἐθαύμαζεν· ὁ δὲ στρατηγὸς, "ἀληθῆ," ἔφη, "λέγω. πυθόμενος γὰρ ταύτην τὴν γραφὴν ἐν ναῷ τινι ἐνεῖναι, εὑρεῖν οὐκ ἐδυνάμην. πρὸς ταῠτα οὖν ἠπείλησα ἀνασταυρώσειν τὸν τοῦ ναοῦ φύλακα, ἢν μὴ τὴν γραφὴν ἀποδεικνύῃ. φοβηθεὶς οὖν ἐκεῐνος ἐποίησε τὸ κελευόμενον, καὶ τὴν γραφὴν ἀποδοὺς, διὰ ταύτης ἐκ θανάτου ἐσώθη.
History 75)
βασιλεύς τις στρατιώτην θνσαυρῷ φύλακα ἐπέστησε, κελεύων αὐτὸν ἐκεῖθεν μὴ ἀπιέναι. ἐπὶ τούτοις οὖν ἐκεῖνος πρὸς τοὺς παριόντας ἐσεμνύνετο, ὡς καλῶς τε ὡπλισμένος καὶ πορφυρᾶν χλαῖναν φορῶν· ἅμα δὲ ἐλογίσατο τὸν βασιλέα στῆσαι ἐκεῖ αὐτὸν τιμῆς ἕνεκα, ὡς πιστὸν καὶ χρήσιμον δοκοῦντα εἶναι. παριὼν δὲ παῖς τις ἔσκωψεν αὐτὸν, ὁ δὲ ὀργισθεὶς εἶπε πάνυ σεμνῶς, "ὦ οὗτος, σύ γε οὐκ ἄπει· οὐ γὰρ ἔξεστί σοι, οὐδ' εἰ βούλει, δεῖ δέ σε ἐκεῖ μένειν, ἐφ' ὅσον ἄν σε ὁ βασιλεὺς κελεύῃ."
History 76)
περὶ τῶν Ἀτλαντικῶν νήσων φησὶν ὁ Πλούταρχος, ὅτι δύο εἰσὶν, ἀπέχουσι δὲ τῆς Λιβύης μυρίους μάλιστα σταδίους. χρῶνται δὲ ὄμβροις μὲν μετρίοις, ἀνέμοις δὲ μαλακοῖς ἀεὶ καὶ δροσεροῖς· ὥστε, καρποὺς πολλοὺς φέρουσαι καὶ αὐτοφυεῖς, τρέφουσι τὸν ἐνοικοῦνται δῆμον ἄνευ πόνων σχολάζοντα. ἀὴρ δὲ ἥδιστος τὰς νήσους κατέχει. οἱ μὲν γὰρ βορέαι καὶ ἀπηλιῶται, ἀποπνέοντες ἀπὸ τῆς Εὐρώπης πόρρωθεν ἀπούσης, προλείπουσι πρὶν ἐκεῖσε διικνεῖσθαι. οἱ δὲ νότοι καὶ τοὺς ἐπιχωρίους ἡσυχῆ τρέφουσιν. πιστεύουσιν οὖν οἱ Λίβυες πάντες, αὐτόθι εἶναι τὸ Ἠλύσιον καὶ τὰς τῶν μακάρων νήσους, ἅσπερ καὶ ὁ Ὅμηρος ὑμνεῖ.
History 77)
Ἰάφαρός τις πάντων Περσῶν δυνατώτατος μετὰ τὸν βασιλέα ἐγένετο. ἦν δὲ καὶ πρᾶος ὁ ἀνὴρ, καὶ ἐλευθέριος, ὥστε ἔπαινον πρὸς πάντων ἔσχε μάλιστα δὲ πρὸς τῶν πενήτων· φθονοῦντες δὲ αὐτῷ κόλακές τινες ψευδῆ ἔπλασαν· ἃ ἀκούσας ὁ βασιλεὺς, καὶ ὀργισθεὶς, τὸν Ἰάφαρον ἀδικῶς ἀπέκτεινεν. ἐκέλευσε δὲ πρὸς τούτοις, μηδένα τοῦ τεθνηκότος μηδὲ τὸ ὄνομα φωνεῖν· εἰ δὲ μὴ, θάνατον τὴν ζημίαν εἶναι.
ἀλλὰ πένης τις ἄνθρωπος, συχνὰ ὑπὸ τοῦ Ἰαφάρου εὐεργετηθεὶς, ἠγανάκτησε ταῦτα ἀκούσας. ἐδόκει γὰρ ἀχαρίστου εἶναι, τῶν φίλων ἀμνημονεῖν. πολλάκις οὖν τον Ἰάφαρον ὡς ἄριστον ἄνδρα ἐγκωμιάζων, συλληφθεὶς τέλος, ἀπήχθη ὡς τὸν βασιλέα.
History 78)
ἀφικόμενος δὲ ἐς κρίσιν ὁ ἄνθρωπος, οὐδὲν ἧσσον ἢ πρὶν ἀφοβίαν, ὁ βασιλεὺς ἐβούλετο αὑτὸν ἀπολῦσαι. ἀλλ' ἐκέλευσεν ἅμα τὸ λοιπὸν μὴ παρανομεῖν, σιγᾶν δὲ περὶ τοῦ Ἰαφάρου, ὁ δὲ ἄνθρωπος, "ὦ βασιλεῦ," ἔφη, "ἕτοιμος ἐγὼ εἰμι κολασθῆναί τε διὰ ταῦτα, καὶ (εἰ δοκεῖ σοι) καὶ ἀποθανεῖν. τόδε γε μέντοι οὐδέποτέ σοι πείσομαι, ἢν κελεύῃς με τοῦ εὐεργέτου ἀμνημονεῖν." τότε δὲ ὁ βασιλεὺς τῷ ἀνδρὶ σφόδρα ἀγασθεὶς, οὐ μόνον ἀπέλυσεν αὐτὸν, ἀλλὰ καὶ πολυτελῆ τινα σφαγῖδα αὐτῷ ἐπέδωκε. λαβὼν δὲ ἐκεῖνος τὸ δῶρον, "Ἰάφαρε," ἔφη, "καὶ τόδε σοι ὀφείλω!"
History 79)
ἐπεὶ ὁ Δωρίας νομοθέτης ἐγένετο, ὑπ' ἐχθρῶν τινων πολλάκις ἐπεβουλεύθη. δείσαντες οὖν οἱ πολῖται, μὴ ἀπίστου ἄρχοντος στερίσκωνται, ἐν νῷ εἶχον πύργον ἐν μέσῃ τῇ πόλει οἰκοδομεῖν, ἵνα ἀσφαλεστέραν ἐκεῖνος τὴν οἴκησιν ἔχοι. πυθόμενος δὲ ὁ Δωρίας ταῦτα οὐκ ἐπῄνει· ἀλλὰ, κατελθὼν εἰς τὸ βουλευτήριον, ἔλεξε τοιάδε. "ὦ ἄνδρες, τί ποτε ποιεῖτε ; δοικεῖτε γὰρ μοι, ἐκεῖνα συμβουλεύοντες, περὶ τῆς ἐμῆς ἀσφαλείας φροντίζειν μᾶλλον, ἢ περὶ τῆς ὑμετέρας ἐλευθερίας. εὖ γὰρ ἴστε, ὅτι, ἢν ἐκεῖνον τὸν πύργον οἰκοδομῆτε, κατασχών ποτε αὐτόν τις τὴν πόλιν ῥᾳδίως δουλώσει. κελεύω οὖν ὑμᾶς μηδαμῶς ταῦτα ποιεῖν· μηδὲ, σώζοντας ἐμὲ, τὸ κοικὸν φθείρειν."
History 80)
περὶ τοῦ Γύγου λέγεται, ὡς ποιμὴν ἦν, θητεύων παρὰ τῷ τῆς Λυδίας βασιλεῖ. ἔτυχε δέ ποτε κατὰ τὸν τόπον, ἐν ᾧ ἔνεμεν, ὄμβοις τε πολὺς γενόμενος καὶ σεισμός· ὥστε ἐρράγη τι τῆς γῆς, καὶ χάσμα ἐγένετο. ἰδὼν δὲ ἐκεῖνος καὶ θαυμάσας κατέβη εἰς τὸ χάσμα, καὶ εἶδεν ἐκεῖ ἄλλα τε πολλὰ θαυμαστὰ καὶ ἵππον χαλκοῦν κοῖλον. θυρίδας δέ τινας ὁ ἵππος ἔσχε, καθ' ἃς εἶδεν ὁ Γύγης ἐγκύψας νεκρὸν ἐνόντα μείζω ἢ κατ' ἄνθρωπον. οὗτος οὖν ὁ νεκρὸς ἄλλο μὲν οὐδὲν ἔσχε, περὶ δὲ τῇ χειρὶ χρυσοῦν τινα δακτύλιον, ὃν περιελόμενος ὁ Γύγης πάλιν ἐξέβη.
History 81)
μετὰ δὲ ταῦτα σύλλογος ἐγένετο τῶν ποιμένων, ἵνα ἐξαγγέλλοιεν τῷ βασιλεῖ τὰ περὶ τὰ ποίμνα. ἀφίκετο οὖν καὶ ἐκεῖνος ὁ Γύγης, ἔχων τὸν δακτύλιον. καθήμενος δὲ μετὰ τῶν ἄλλων, ἔτυχε τὴν σφεδόνην τοῦ δακτυλίου περιαγαγὼν εἰς τὸ ἔσω τῆς χειρός. ταῦτα δὲ ποιήσας ἐγένετο εὐθὺς ἀφανὴς, καὶ οἱ ἄλλοι διελέγοντο περὶ αὐτοῦ ὥσπερ ἀπόντος. θαυμάσας οὖν, καὶ στρέψας πάλιν ἔξω τὴν σφενδόνην, φανερὸς αὖθις ἐγένετο. ἔπειτα δὲ τὸ αὐτὸ πολλάκις ἐποίησε, καὶ αὐτῷ ἀεὶ οὕτω συνέβη. μετὰ δὲ ταῦτα ἐπιβουλεύσας τῷ βασιλεῖ, καὶ διὰ τὸν δακτύλιον ἄδηλος γενόμενος, ἀπέκτεινέ τε αὐτὸν, καὶ τὴν βασιλείαν κατέσχε.
History 82)
Κοίρανος ὁ Μιλήσιος ἁλιέας τινὰς αἶδέ ποτε, δελφῖνα τῷ δικτύῳ λαβόντας, καὶ μέλλοντας αὐτὸν κατακόψειν. προσελθὼν οὖν τούτοις ἀργύριον ἐδίδου, καὶ πριάμενος τὸν δελφῖνα ἀφῆκεν αὐτὸν πάλιν εἰς τὴν θάλασσαν. μετὰ δὲ ταῦτα πλοῦν ποιούμενος ὁ Κοίρανος ναυαγία ἐχρήσατο. καὶ οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀπεπνίγησαν· τὸν δὲ Κοίρανον δελφὶς ἀπροσδοκήτως παραγενόμενος ἔσωσε. γηράσας δὲ ὕστερον ὁ ἄνθρωπος ἐν τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι ἐτελεύτησεν. ἡ δὲ ἐκφορὰ αὐτοῦ αὐτῷ τῷ αἰγιαλῷ κατὰ τύχην ἐγένετο. ἐφάνη οὖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ πλῆθος πολὺ δελφίνων ἐν τῷ λιμένι, συνακολουθούντων τοῖς τὸν νεκρὸν ἐκφέρουσιν, ὡσεὶ συνεκφεροντων αὐτὸν, καὶ συγκλαιόντων.
History 83)
ἦν ποτε ἐν πόλει τινὶ κώδων ἐν πύρφῳ ἀνακρεμασθείς. νόμος δὲ ἐγένετο ἐκ παλαιοῦ τοῖς πολίταις τοὺς ἄδικόν τι παθόντας προσιέναι ἐκεῖσε, καὶ τὸ σπάρτον ἐπισπᾶν, ὕστε τὸν κώδωνα κινούμενον ψογεῖν. ἔπειτα δὲ ἔδει τοὺς ἄρχοντας συνέρχεσθαι εὐθὺς εἰς τὸ δικαστήριονς, καὶ τὸ πρᾶγμα ἀκούσαντας δικάζειν.
ἄνθρωπος δέ τις τῶν πολιτῶν ἵππου ἔχων, τοῦτον οὐκ ἤθελε γηράσαντα τρέφειν, ἀλλὰ λύσας αὐτὸν ἀπὸ τῆς φάτνης ἀπήλασεν. πλανώμενος οὖν ὁ ἵππος περὶ πᾶσαν τὴν πόλιν τέλος εἰς τὸν πύργον ἐφίκετο. προσελθὼν δὲ ἐνταῦθα πρὸς τὴν θύραν, καὶ τὸ σπάρτον ἰδὼν, ἤρξατο αὐτὸ τρώγειν διά λιμὸν, ὁ κώδων εὐθυς ἐψόφησεν.
History 84)
συναθροισθέντες τοίνυν εἰς τὸ δικαστήριον οἱ ἄρχοντες ἐκέλευον τὸν ἀδικηθέντα παριέναι κατὰ τὸν νόμον καὶ κατηγορεῖν. παριόντος δὲ οὐδενός, ἔπεμψαν τὸν γραμματέα σκεψόμενον, τίς τὸ σπάρτον ἐπέσπασεν ἀφικόμενος οὖν οὗτος, καὶ ἄνθρωπον μὲν οὐδένα εὑρὼν, τὸν δὲ ἵππον μόνον ἑστηκότα πρὸ τῆς θύρας, ἐθύμασέ τε καὶ τοῖς ἄρχουσι πάντα ἀπήγγειλεν. ἀκούσαντες δὲ ἐκεῖνοι ἐνόμισαν τὸν ἵππον ἄδικα πάσχειν, ὅς γε, χρήσιμός ποτε γενόμενος τῷ δεσπότη, τροφῆς νῦν ἐν τῷ γήρᾳ ἐστέρηται. καλέσαντες οὖν τὸν ἄνθρωπον ἐκέλευσαν αὐτὸν τὸ λοιπὸν τρέφειν τὸν εὐεργέτην κατὰ τὸ προσῆκον. καὶ ἠπείλησαν ζημιώσειν αὐτὸν χρήμασιν, ἢν τὸ ἐπιτασόμενον μὴ ἐπιτελῇ.
History 85)
Ἀντίγονος πρὸς τοὺς Ναβαταίους πόλεμον ποιουμενος, ἔπεμψε τὸν υἱὸν Δημήτριον σὺν πολλοῖς στρατιώταις, προστάξας κολάσαι τοὺς βαρβάρους καθ' ὅντινα ἂν τρόπον δύνηται. οἱ δὲ αἰσθόμενοι ταῦτα κατέρφυγον ἐς πέτραν τινὰ ὑψηλὴν, καὶ καταστήσαντες φυλακὴν ἱκανὴν ἀνεπαύοντο. παραγενόμενος οὖν ὁ Δημήτριος ἐποιεῖτο πρὸς τὴν πέτραν προσβολὰς πολλάς. οὐ μέντοι τοῦ χωρίου ἐκράτησεν· οἱ γὰρ ἔνδον ἀνδρείως ἠμύνοντο, καὶ διὰ τὴν φύσιν τῶν τόπων ῥᾳδίως περιεγένοντο. πρὸς ταῦτα οὖν ἀγωνισάμενος ὁ Δημήτριος μέχρι δείλης, ἀνεκαλέσατο τῇ σάλπιγγι τοὺς στρατιώτας. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ τῇ πέτρᾳ αὖθις προσβάλλει, καὶ ἀναβοήσας τότε τις τῶν βαρβάρων ἔπεισεν αὐτὸν ἀπιέναι λέγων τοιάδε.
History 86)
"βασιλεῦ Δημήτριε, τί βουλόμενος ἡμῖν ἐπέρχει ; αἰκοῦμεν γὰρ δὴ ἐν ἐρημίᾳ, ἐχούσῃ οὔτε ὕδωρ, οὕτε σῖτον, οὕτε οἶνον, οὔτε ἁπλῶς ἄλλο τι οὐδὲν ἀγαθόν. νῦν δὲ φοβούμενοι δουλείαν καταπεφεύγαμεν ἐς χώραν σπανίζουσαν πάντων τῶν ἐν τοῖς ἄλλοις χρησίμων, καὶ ἔρημον καὶ θηριώδη βίον ζῆν εἱλόμεθα, οὐδὲν ὑμᾶς βλάπτοντες. ἀξιοῦμεν οὖν καὶ σὲ καὶ τὸν πατέρα μὴ ἀδικεῖν ἡμᾶς, ἀλλὰ, λαβόντας δωρεὰς ἱκανὰς, ἀπάγειν τὴν στρατιὰν, καὶ φίλους ἐς τὸ λοιπὸν τοὺς Ναβαταίους ἔχειν. εἰ δὲ βίᾳ ἡμᾶς κρατήσεις, τὸ ἦθος οὐ μεταβαλοῦμεν, ἕξεις δὲ ἡμᾶς δούλους τινὰς δυσκόλους· οὐ γὰρ ἄν ζῆν ὑπομείναιμεν ἐν ἀλλοτρίοις νόμοις."
History 87)
Βοιωτός τις συβώτῃ ἐπέτυχε, χοίρους ἐλαύνοντι κατὰ τὴν ὁδόν. τοῦτον οὖν χαίρειν κελεύσας ἠρώτησεν, ὅποι ἴοι. ὁ δὲ ἀντεῖπεν, "ἐς Θήβας." ὁ μὲν οὖν Βοιωτὸς, "ἀλλ' ὦ ἀγαθὲ," ἔφη, "ἥδε ψε ἡ ὁδὸς ἐς Πλαταίαν φέρει, ἀλλὰ (μὰ Δία) οὐκ ἐς Θήβας." ὁ δὲ συβώτεης, "πρὸς θεῶν," ἔφη, "σίγα ! πορεύομαι γὰρ ὡς ἀληθῶς ἐς Πλαταίαν, ἀλλὰ προσποιοῦμαι δεῖν με ἰέναι ἐς Θήβας. οἱ γὰρ χοῖροι οὕτω αὐθάδεις εἰσὶν, ὥστε ἐὰν αἴσθωνται ἐμὲ ἐκεῖνα βουλόμενον, ἀποδραμοῦνται εὐθὺς τὴν ἐναντίαν ὁδόν. νῦν δὲ οἴονται ἐμὲ μὲν βούλεσθαι ἰέναι ἐς Θήβας, αὐτοὶ δὲ λανθάνειν ἐς Πλαταίαν πορευόμενοι."
History 88)
ἄνθρωπός τις Λακεδαιμόνιος, γυναῖκα ἔχων, χαλεπῶς αὐτὴν μετεχείριζε, πληγάς τε πολλὰς ἐμβάλλων καίπερ οὐδὲν ἀδικούσῃ, καὶ ἄλλα εἰς αὐτὴν ὑβρίζων. αἰσθόμενοι ἄρα τινὲς τῶν πλησίον, οἷα ἡ γυνὴ πάσχει, ἠγανάκτουν· καὶ τοῖς ἐφόροις τὸ πρᾶγμα ἐμήνυσαν. συνελθόντες δὲ ἐκεῖνοι ἐβουλεύοντο καταπαῦσαι τὸν ἄνθρωπον τῆς ὕβρεως. πρὸς ταῦτα οὖν ἐπέβαλον ἐπ' αὐτῷ ζημίαν πολλοῦ ἀργυρίου, καὶ ἐκέλευσαν αὐτὸν τὸ λοιπὸν μὴ πατάξαι τὴν γυναῖκα, ἀλλ' ἐπιμελεῖσθαι τε ὑπὲρ αὐτῆς, καὶ κοινωνεῖν αὐτῇ ἡδονῆς καὶ λύπης, καθάπερ καὶ οἱ νόμοι κελεύουσι. ταῠτα οὖν ποιήσειν ὑποσχόμενος ὁ ἄνθρωπος, καὶ τὴν ζημίαν ἀποτίσας, πάλιν εἰς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν ἀπῆλθε.
History 89)
μετὰ δὲ ταῦτα ὁ ἄνθρωπος πατάξαι μὲν τὴν γυναῖκα οὐκέτι ἐτόολμα. λαβὼν δὲ ἀπὸ τῆς τραπέζης μαχαίρας καὶ ἐτόλμα. λαβὼν δὲ ἀπὸ τῆς τραπέζης μαχαίρας καὶ κύλικας, ταύτας ἐπ' ἐκείνην συνεχῶς ἔβαλε. ἔτι δὲ ἐσπάραξεν αὐτῆς τὴν κόμην καὶ τὴν ἀσθῆτα, ὥστε φοβηθεῖσα διὰ ταῦτα πάλιν ὡς τοὺς ἐφόρους ἀπέδραμεν.
ἐλθὼν οὖν αὖθις ἐς κρίσιν ὁ ἄνθρωπος, "ὦ ἔφοροι," ἔφη, "θαυμάζω, εἰ τάδε ὑμῖν οὐκ ἀρέσκει· ἐπεὶ, ὅσα ἄρτι ὑμεῐς ἐκελεύσατε, ἤδη ποιῶ. οὐκέτι γὰρ τὴν γυναῖκα ῥπίζω, ἀλλὰ μαχαίρας καὶ κύλικας ἐπ' αὐτὴν βάλλω. ἔτι δὲ καὶ ἐπιμελοῦμαι ὑπὲρ αὐτῆς. ἰδὼν γὰρ αὐτῆς τὴν κόμην καὶ τὴν ἀσθῆτα οὐκ εὖ κοσμηθείσας, ταύτας διέσπασα.
History 90)
ἀλλ' οὐ μόνον ταῠτα ποιῶν πειθαρχῶ ὑμῖν, ἀλλὰ καὶ ἡδονῆς αὐτῇ καὶ λύπης κοινωνῶ. ὅταν γὰρ, βάλλων τὰς μαχαίρας, τυγχάνω αὐτῆς, ἡ μὲν λυπεῖται, ἐγὼ δὲ ἥδομαι. ὅταν δὲ αὖ ἀποτυγχάνω ἥδεται μὲν ἐκείνη, ἐγὼ δὲ λυποῠμαι. ὥστε, ταῦτα ποιοῦντες, θαυμασίως ὡς ἡδονῆς τε καὶ λύπης κοινωνοί ἐσμεν. ἀξιῶ οὖν ἐπὶ τούτοις ὑφ' ὑμῶν μὴ κολάζεσθαι, ἐπαινεῖσθαι δὲ μᾶλλον, ὡς δίκαιος ἀνὴρ ὢν, καὶ τοὺς νόμος διαφυλάσσων." ἀκούσαντες δὲ ταῦτα οἱ ἔφοροι οὐκ ἐπείσθησαν· ἀλλὰ καθεῖξαν τὸν ἄνθρωπον ἐν τῷ δεσμωτρίῳ ἵνα, κακὰ καὶ αὐτὸς πάχων, τὸ λοιπὸν τὴν γυναῖκα μὴ ἀδικοῖ, οὕτως οὖν ἐκεῖνος ἐκολάσθη.
History 91)
Σόλων ποτε καὶ Θαλῆς διελέγοντο περὶ εὐδαιμονίας. ἔφη οὖν ὁ Θαλῆς βέλτιον εἶναι μὴ γαμεῖν, μηδὲ παῖδας τίκτειν. βουλόμενος δὲ καὶ Σόλωνα τοῦτο πείθειν, τοιάδε ἐμηχανήσατο. ἄνθρωπόν τινα παρεσκεύασε, φάσκοντα "ξένον ἑαυτὸν ὄντα ἐξ Ἀθηνῶν ἀρτίως ἥκειν." πυνθανομένου δὲ τοῦ Σόλωνος περὶ τῶν ἐκεῖ, ὁ ἄνθρωπος (δεδιδαγμένος ἃ χρὴ λέγειν), "οὐδὲν, " ἔφη, "καινὸν, πλὴν ὅτι ἐκφορὰ ἦν νεανίσκου τινός. ἦν δὲ, ὡς ἔφασαν, υἳος ἐνδόξου τινὸς πολίτου· ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ οὐ παρῆν, ἀλλὰ πάλαι ἀπεδήμει." "ὦ δυστυχὴς ἐκεῖνος!" ἔφη ὁ Σόλων, "τίνα δὲ ὠνόμαζον αὐτόν;" ὁ δὲ ἄνθρωπος, "ἤκουσα," ἔφη, "τὸ ὄνομα, ἀλλ' οὐ μνημονεύω."
History 92)
τοσαῦτα δὲ ἐκείνου εἰρηκότος φόβος τις αἰφνιδίως τὸν Σόλωνα ἔσχε, μὴ ὁ παῖς ἑαυτοῦ εἴη. βραχύ τι οὖν σιωπήσας, ἐπηρώτα τὸν ἄνθρωπον, εἰ ὁ πατὴρ ὠνομάζετο Σόλων. καὶ ἐκεῖνος ἀντεῖπεν εὐθύς. "νὴ τὸν Δία, ὦ ξένε, δοκεῖς μοι μάντις τις εἶναι ὡς ἀληθῶς ! αὐτὸ γὰρ τόδε, ὅπερ εἴρηκας, τὸ ὄνομα ἦν· ἐγὼ δὲ γε αὐτοῦ ἐπελαθόμην." ὁ μὲν οὖν Σόλων πρὸς ταῦτα ἐδάκρυσέ τε, καὶ τὴν κεφαλὴν ἑαυτοῦ ἔπαισε. γελάσας δὲ αὐτίκα ὁ Θαλῆς, "θάρρει," ἔφη, "ὦ φίλτατε· οὐ γὰρ ἀληθεῖς εἰσιν οἱ λόγοι οὗτοι. ἀλλὰ νῦν, οἶμαι, καὶ σὺ ὁμολογήσεις λυσιτελεῖν μὴ παιδοποιεῖσθαι. δῆλοι γάρ εἰσιν οἱ ἄπαιδες πολλῶν κακῶν ἄπειροι ὄντες."
History 93)
δοκοῦσιν οἱ Μιλήσιοι ἀσύνετοι μὲν οὐκ εἶναι, ὡς δὲ ταχεῖς φύσει ὑπάρχοντες λέγειν πολλάκις ἀπερισκέπτως, καὶ γέλωτα διὰ τοῦτο τοῖς ἀκούουσι παρέχειν.
ἐπορεύοντο δέ ποτε εἰς Ἔφεσον Μιλήσιοι δύο. ἔδει γὰρ αὐτοὺς θυσίαν ποιεῖν τῇ Ἀρτέμιδι, ἧς ναὸς ἐκεῖ ἦν. ὑπὸ δὲ τοῦ μήκους τῆς ὁδοῦ ὅσον οὐκ ἀπειρηκότες, συνεβουλεύοντο τί χρὴ ποιεῖν. ὁ μὲν οὖν ἕτερος τῶν Μιλησίων ἔφη δεῖν προχωρεῖν, ἕως ἐπιτύχοιέν τινι παριόντι, παρ' ὅτου πεύσονται, εἰ ὁ ναὸς πόῥῤω ἄπεστιν. "ἕνα μὲν γὰρ παρασάγγην," ἔφη, "ἢ καὶ δύο, οὐκ ἀχθέσομαι ἔτι πορευόμενος. εἰ δὲ ποῤῥωτέρω δεῖ προβαίνειν, ζητήσαντες ἐν τῷ μεταξὺ πανδοκεῖον ἀναπαυσώμεθα !"
History 94)
τοσαῦτα οὖν ἐκεῖνος ἔλεξεν, ὡμολόγησε δὲ ἄρα ὁ ἕτερος, καὶ ἔδοξε ταῦτα ποιεῖν. προβάντες δὲ ἐπὶ μικρὸν τῆς ὁδοῦ, εἶδον ἄνθρωπόν τινα αὐτοῖς προσιόντα. γενόμενοι οὖν πλησίον οἱ Μιλήσιοι τοῦτον ἠρώτησαν, πόσον ἐντεῦθεν ὁ ναὸς ἄπεστι; ὁ δὲ πρῶτον μέν τι ἐσιώπα, ὡς τὸ μῆκος ἀριθμούμενος· τέλος δὲ ἔφη δοκεῖν ἑαυτῷ τὸν ναὸν τέσσαρας μάλιστα παρασάγγας ἀπέχειν. ταῦτα δὲ παρὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀκούσας, ὁ μὲν τῶν Μιλησίων ἠθύμει, ὁ δὲ ἕτερος, "θάρρει," ἔφη, "ὦ φίλτατε ! ἐπεὶ τὴν ὁδὸν ὅσον οὐ τετελέκαμεν. τῶν γὰρ παρασαγγῶν σὺ μὲν δύο ἄνυσον, ἐγὼ δὲ τοὺς ἐπιλοίπους δύο ! καὶ ῥᾳδίως οὕτως ἐς τὸν ναὸν ἀφιξόμεθα."
History 95)
Ἀλκιβιάδης, νεανίσκος ὢν, σφόδρα ἐδεδοίκει παριέναι εἰς τὸν δῆμον καὶ ἀγορεύειν. ὁ δὲ Σωκράτης ἐπεθάρσυνεν αὐτὸν, λέγων τοιάδε. "ὦ φίλε, τί ἀθυμεῖς ; οὐ γὰρ δὴ δέδοικας ἐκεῖνον τὸν σκυποτόμον," - εἰπὼν τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου, - " ἀλλὰ καταφρονεῖς αὐτοῦ, εἰκότως, δῆλον γὰρ ὅτι σοι τὸ γένος πολὺ λαμπρότερόν ἐστιν ἢ ἐκείνῳ. ἔτι δὲ ἐκεῖνον τὸν κήρυκα οὐ δέδοικας, οὐδὲ ἐκεῖνον αὖ τὸν κεραμέα." ὁ δὲ Ἀλκιβιάδης πρὸς ταῦτα ἔφη, ὅτι ἐκείνους μὲν οὐ δέδοικεν, ἀλλὰ τὸν δῆμος ἐκ τούτων ἤθροισται καὶ εἰ καταφρονεῖς τῶν καθ' ἕκαστον. καταφρονητέον καὶ τῶν συμπάντων."
History 96)
περὶ μὲν οὖν τῶν θεῶν οἱ παλαιοὶ ῥαψῳδοὶ πολλοὺς καὶ ἡδεῖς λόγους διηγοῦντο. ἔφασκον γὰρ, ὡς ἐκεῖνοι ἐπὶ γῆς φαίνονται πολλάκις, οὐ μέντοι θεῶν ἔχοντες εἴδη, ἀλλ' ἐς τὰς τῶν ἀνθρώπων μορφὰς ἑαυτοὺς μεταλλάξαντες.
τούτων δὲ τῶν μύθων εἷς τίς ἐστι περὶ τοῦ Ἑρμοῦ, ὡς, πορείαν ποτὲ ποιούμενος ἐν τῇ βαρβάρῳ, διὰ τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ ἔκαμνεν. ἐβούλετο οὖν ἀναπαύεσθαι παρὰ πλουσίῳ τινὶ ἀνθρώπῳ, οὗπερ ἡ οἰκία ἔτυχε τῆς ὁδοῦ ἐγγὺς οὖσα. ὁ δὲ, ὡς γλίσχρος ὢν καὶ ἀγνώμων, τὸν ξένον ἀπεώθει· οὐ γὰρ ἔγνω αὐτὸν θεὸν ὄντα. ἀγανακτήσας οὖν ὁ Ἑρμῆς ἀπῄει.
History 97)
προβὰς δὲ ἐντεῦθεν ὀλίγον, ὁ θεὸς, εἶδε καλύβην πένητός τινος οὐ πόῤῥω ἀποῦσαν. ταύτῃ οὖν προσελθὼν, τὴν θύραν ἔκοψε, καὶ ἠρώτησε τὸν δεσπότην, εἰ ἔξεστιν ἐκεῖ ἀναπαύεσθαι; "προσελθὼν γὰρ, " ἔφη, "πρὸς ἐκείνην τὴν οἰκίαν, τὴν καλὴν καὶ μεγάλην, καὶ δεηθεὶς ταῦτα παρὰ τῶν ἐκεῖ, ξενίσεως οὐκ ἔτυχον. ὥστε ἐκεῖθεν ἀπεωσμένος ἐνθάδε ἀφικνοῦμαι. οἷδα γὰρ πένητας πολλοὺς ἐλευθεριωτέρους ὄντας τῶν πάνυ πλουσίων. ἐλπίζω δὲ καί σε ταχέως τοιοῦτον φανήσεσθαι." ἀκούσας δὲ τοσαῦτα ὁ πένης φιλοφρόνως τὸν ξένον ἐδέξατο, δεῖπνόν τε αὐτῷ καὶ κλίνην (οἷα ἐδύνατο) παρέχων. καὶ εἰσελθὼν ἐκεῖνος εἰς τὴν καλύβην, τὴν νύκτα ἐκεῖ διῆγε.
History 98)
ἐπειδὴ δὲ ἡμέρα ἐγένετο, ἔμελλεν, ὁ Ἑρμῆς ἀπιέναι. καλέσας δὲ τὸν δεσπότην, ἔφη αὐτὸς θεὸς εἶναι. καὶ βουλόμενος ἐκείνῳ ἀμοιβήν τινα τίνειν, "δῶρα, " ἔφη, "τρία σοι δωσω, ἃ ἂν αὐτὸς κελεύῃς. εἰπὲ δέ μοι, τίνων μάλιστα ἐπιθυμεῖς; " ὁ δὲ πένης ἀντεῖπε πρὸς ταῦτα, ὦ μέγιστε θεῶν ! τὰ μὲν δύο τῶν δώρων, ὧν κτήσασθαι βούλομαι, αὐτίκα σοι εἰπεῖν ἔχω· περὶ δὲ τοῦ τρίτου ἀπορῶ. τὸ μὲν οὖν πρῶτον, βούλομαι, ὅταν τελευτῶ, ἐλθὼν εἰς τὸ Ἠλύσιον, μακάριος εἶναι. τὸ δὲ τρίτον, οὐκ οἶδα τί χρὴ ἐπαιτεῖν."
History 99)
ἀκούσας δὲ ὁ θεὸς, "βούλει οὖν," ἔφη, "δῶ σοι νέαν τινὰ οἰκίαν καὶ καλὴν, ἀντὶ τῆσδε τῆς καλύβης; " καὶ ἅμα ἔδειξεν αὐτῷ αἰκίαν λαμπροτάτην, ἐκεῖ ἑστῶσαν, ἵνα πρὸ τοῦ ἦν ἡ καλύβη. ὁ μὲν οὖν Ἑρμῆς, τοσαῦτα εἰπηκὼς, ἀπῄει. ὁ δὲ πένης, εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν, τὸν λοιπὸν βίον μακαρίως διῆγε.
πυθόμενος δὲ ἐκεῖνα ὁ πλούσιος ἠθύμησεν. ἐκέλευσεν οὖν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα θεῖν, καὶ (ἢν δύνηται) τὸν ξένον πείσασαν ἀπάγειν· ἔφη γὰρ βούλεσθαι καὶ αὐτὸς ἐκεῖνον ἑστιᾶν. ὁ δὲ Ἑρμῆς, ἀκούσας ἃ ἡ γυνὴ λέγει, πρῶτον μὲν οὐκ ἐπείθετο, τέλος δὲ ἔφη εἰσιέναι. δειπνήσας ἄρα μετὰ τῶν πλουσίων, τρία δῶρα καὶ τούτος ὑπέσχετο.
History 100)
τότε δὲ στᾶσα ἡ γυνὴ καὶ βοῶσα ᾔτησε παρὰ τοῦ θεοῦ ἀλλᾶντα. " ὁ γὰρ ἐμὸς ἀνὴρ," ἔφη, "τὰ τοιαῦτα στέργει." ταύτῃ οὖν ἀλλᾶντα δοὺς ὁ θεὸς, "ἕν μὲν," ἔφη, "τῶν δώρων ἔχεις !" τότε δὲ ὀργισθεὶς ὁ ἄνθρωπος, "ὦ γύναι," ἔφη, "βούλομαι τὸν ἀλλᾶντα τῇ σῇ ῥινὶ ἐμφύεσθαι." ὁ δὲ θεὸς εὐθὺς, "ἔστω ταῦτα!" ἔφη, "καὶ τῶν δώρων τὸ δεύτερον ἔχεις τόδε !" ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα ἐκείνῳ ἤρεσκεν· ἐφοβεῖτο γὰρ, μὴ καταγέλαστος ᾖ, τοιαύτην τὴν γυναῖκα ἔχων, ἠναψκάσθη οὖν τὸ τρίτον δεῖσθαι τοῦ θεοῦ ὥστε ἀφασίσαι αὖθις τὸν ἀλλᾶντα. τοῦτο δὲ ποιήσας ὁ Ἑρμῆς καὶ αὐτὸς ἠφάνιστο.
History 101)
νικήσασι τοὺς Πέρσας τοῖς Ἀθηναίοις νόμος ἐγένετο ὅδε. μιᾷ ἡμέρᾳ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἀλεκτρυόνες ἐν τῷ θεάτρῳ δημοσίᾳ ἠγωνίζοντο. τὴν δὲ αἰτίαν τούτων νῦν διηγήσομαι. ὅτε γὰρ ὁ Θεμιστοκλῆς τοὺς πολίτας ἐξῆγεν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους, εἶδε κατὰ τύχην ἀλεκτρυόνας τινὰς μαχομένους. ἐπιστήσας οὖν τὴν στρατιὰν, ἔλεξε τοιάδε. "τούτους μὲν οὖν ὁρᾶτε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἰσχυρῶς πρὸς ἀλληλοὺς ἀγωνιζομένους. κακοπαθοῦσι δὲ οὔτε, ὥσπερ ὑμεῖς, ὑπὲρ πατρίδος, οὔτε ὑπὲρ πατρῴων θεῶν· οὐδὲ μὴν ὑπὲρ δόξης, οὐδὲ ὑπὲρ παίδων, ἀλλὰ τόδε μόνον βουλόμενοι - τοῦ ἑτέρου μὴ ἡσᾶσθαι!" ταῦτα δὲ εἰπὼν θαυμασίως ὡς ἐπέρρωσε τοὺς Ἀθηναίους. μνημεῖον οὖν ἐκείνων ὁ νόμος κατέστη.
History 102)
ὁ Διαγένης ἤλγει ποτε τὸν ὦμον, ἢ τραυματισθεὶς, ἢ δι' ἄλλην τινὰ αἰτίαν. ἐπεὶ δὲ ἐδόκει σφόδρα λυπεῖσθαι, ἄνθρωπός τις ἔσκωπτεν αὐτὸν, ἐχθρὸς ὢν. καὶ ἄλλα πολλὰ λοιδορησάμενος τῷ φιλοσόφῳ, τέλος εἶπε καὶ τόδε. "τί οὖν οὐκ ἀποθνήσκεις, ὦ Διόγενες, καὶ σεαυτὸν ἀπαλλάσσεις τῆς λύπης; " ἀντεῖπε δὲ οὖν ἐκεῖνος, "ὦ ἄνθρωπε, εἴ τις οἶδεν ἃ δεῖ πράσσειν ἐν τῷ βίῳ, καὶ ἃ δεῖ λέγειν, τούτῳ ζῆν προσήκει. σοὶ μὲν οὖν καλῶς ἔχει ὅτι τάχιστα ἀποθανεῖν, δῆλος γὰρ εἶ οὐκ εἰδὼς τὰ τοιαῦτα, ἐπεὶ ἀπρεπέστατά γε νῦν καὶ λέγεις καὶ πράσσεις. ἐμοὶ δὲ, ὡς ἐκεῖνα εἰδότι, πρέπει ζῆν."
History 103)
φασὶν οἱ Αἰγύπτιοι, ὡς οἱ παρ' ἑαυτοῖς νόμοι βέλτιστοι πάντων εἰσὶν, ἐπεὶ ἐξηῦρεν αὐτοὺς θνητῶν οὐδεὶς, ἀλλ' ὁ θεὸς Ἑρμῆς. δικασταὶ δὲ παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις οἱ ἱερεῖς πάλαι ποτὲ ἦσαν. ἦν δὲ τούτων ἄρχων ὁ πρεσβύτατος, καὶ ἅπαντας ἐδίκαζε. Ἐσπούδαζον δὲ μάλιστα περὶ τούτου, ὅπως πάντων ἀνθρώπων ἔσται δικαιότατος. ἔδει δὲ αὐτὸν ἔχειν ἀεὶ περὶ τὸν αὐχένα ἄμαλμά τι πεποιημένον ἐκ σαπφείρου λίθου, καὶ ἐκαλεῖτο τὸ ἄγαλμα, "ἀλήθεια." ἦν δὲ σημεῖον αὐτῷ τοῦτο, ὅτι πρέπει τῷ δικαστῇ περιφέρειν ἀεὶ μεθ' ἑαυτοῦ τὴν ἀλήθειαν, μὴ μόνον ἐν τῷ αὐχένι εἰκασμένην, ἀλλ' ἐν αὐτῇ τῇ ψυχῇ ὄντως ὑπάρχουσαν.
History 104)
Διότιμος ὁ Μεγαρεὺς, προτιμήσας πρὸ πάντων τὸν κατ' ἀγροὺς βίον, γήδιόν τι ἐπρίατο, διετέλει δὲ τρέφων ἐπ' αὐτοῦ ἵππους καὶ κύνας, καὶ θηρεύων ἐν τοῖς ὄρεσι, καὶ ὀρνιθεύων, καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα πράσσων. ἦν δὲ αὐτῷ ἐν τῇ πόλει συγγενής τις ἄνθρωπος καὶ φίλος, ὁ ὀνόματι Καλλικλῆς. τούτῳ οὖν τῷ Καλλικλεῖ ἐβούλετο ὁ Διότιμός τι χαρίζεσθαι. καὶ λαβών ποτε πάγῃ λαγών τινα διαφερόντως καλὸν, ἐκέλευσέ τινα τῶν οἰκετῶν τοῦτον εἰς τὴν πόλιν κομίζειν ἐν κίστῃ, ἵνα δῶρον ἐκείνῳ ωἴη. δίψῃ δὲ συνεχόμενος ἐν τῇ ὁδῷ ὁ οἰκέτης, καὶ ἐπὶ πανδοκείῳ τινὶ ἐπιτυχὼν, κατέθετο τὴν κίστην, καὶ ἀνεπαύετο.
History 105)
ἔτυχον δὲ πίνοντες τότε ἐν τῷ πανδοκείῳ ἀστεῖοί τινες ἄνθρωποι. καὶ αἰσθόμενοι τὸν οἰκέτην ἄγροικόν τινα ὄντα καὶ εὐήθη, διενοοῦντο παίζειν τι πρὸς αὐτὸν. προσελθόντες οὖν τινὲς τούτων πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ἔπινόν τε μετ' αὐτοῦ, καὶ ἐς λόγους αὐτῷ ἀφίκοντο. ἄλλοι δὲ τινες ἐν τῷ μεταξὺ, τὴν κίστην λάθρᾳ ἀνοίξαντες, τὸν μὲν λαγὼν ἐξαιροῦσιν, αἴλουρον δέ τινα ἐνθέντες εἰς αὐτὴν, τὰ σήμαντρα αὖθις προσάπτουσιν. ὁ δὲ οἰκέτης οὐκ αἰσθόμενος οἷα ἐκεῖνοι ποιοῦσιν, ἔπινε τε ἡσυχῆ, καὶ τοῖς ξένοις διελέγετο. ἐπειδὴ δὲ ἔδοξεν ἑαυτῷ ἅλις ταύτων ἔχειν, ἀνέλαβεν αὖθις τὴν κίστην, καὶ, ἀπελθὼν ἐκεῖθεν, ἀφίκετο εἰς τὴν πόλιν.
History 106)
προσελθὼν οὖν ὁ οἰκέτης πρὸς τὴν τοῦ Καλλικλέους οἰκίαν ἔλεξε τοιάδε. "ὦ κύριε, ἥκω σοι δῶρον φέρων παρὰ τοῦ ἐμοῦ δεσπότου Διοτίμου· τὸ δὲ δῶρόν ἐστι λαγὼς." τοσαῦτα δὲ εἰρηκὼς ἀνέῳξε τὴν κίστην, ἡ δὲ αἴλουρος ἐξ αὐτῆς ἐξεπήδησεν. ἰδὼν δὲ τὴν αἴλουρον ὁ μὲν οἰκέτης ἐς ἀπορίαν πολλὴν ἔπεσε, γελάσας δὲ ὁ Καλλικλῆς, "ὦ ἄνθρωπε," ἔφη, "δοκεῖς μοι ἢ μωρός τις εἶναι, ἢ πανοῦργος. οὔτε γὰρ ἐκεῖνο τὸ ζῷον λαγώς ἐστιν, οὔτη ἔπεμψέ σε ὁ Διότιμος φέροντά μοι τὸ τοιοῦτον δῶρον, οὐ γὰρ ὧδε μαίνεται." ἐκέλευσεν οὖν τὸν ἄνθρωπον, ἀναλαβόντα τὴν αἴλουρον, ἀπιέναι εὐθὺς ἐκ τῆς οἰκίας.
History 107)
διενοεῖτο οὖν ὁ οἰκέτης οἴκαδε πάλιν ἀπιέναι. ἀναπαυσάμενος δὲ αὖθις ἐν τῷ πανδοκείῳ, ἐκείνοις τοῖς ἀστείοις αὖθις ἐπέτυχε, καὶ τὸ πρᾶγμα διηγήσατο. οἱ δὲ ἀκούσαντες ἔφασκον, ὡς "φιλεῖ τὰ τοιαῦτα γίγνεσθαι ἐν τῇ πόλει· ὁ γὰρ ἐκεῖ ἀὴρ δύναμίν τινα ἔχει τοιάνδε, ὥστε λαγώς ἀεὶ εἰς αἰλούρους μεταπλάσσειν." διαλεγόμενοι δὲ περὶ τούτων, λάθρᾳ αὖθις τὴν κίστην ἀποφέρουσι, καὶ, ἐξελόντης τὴν αἴλουρον, τὸν λαγὼν πάλιν ἐνῆλθεν οὖν ἐκ τοῦ πανδοκείου, λαγὼν μὲν ἐν τῇ κίστῃ φέρων, οἰόμενος δὲ αὐτὸν αἴλουρον εἶναι. καὶ ἀσπαράμενος τοὺς ξένους οἴκαδε ἀπῄει.
History 108)
ἀφικόμενος δὲ ἐκεῖσε, "ὦ δέσποτα," ἔφη, "θαυμάσια ἐγὼ πέπονθα ἐν τῇ πόλει. ὁ γὰρ λαγὼς ὅδε, ὅνπερ ἔπεμψας, οὐκέτι λαγὼς ἐστιν, ἀλλ' αἴλουρος." καὶ τὴν κίστην ἀνοίξας, "ὦ Ζεῦ," ἔφη, "τί ὁρῶ; μεταπέπλασται γὰρ αὖθις, ὡς ἔοικεν, εἰς λαγών." θαυμάσας οὖν ὁ δεσπότης, "ὦ οὗτος," ἔφη, "οὐ παύσει φλυαρῶν ; δοκεῖς δέ μοι πάντων ἀνθρώπων εἶναι ἀφρονέσταος. νῦν οὖν ἄπιθι πάλιν ὡς τάχιστα εἰς τὴν πόλιν, καὶ τὸν λαγὼν τόνδε πρόσφερε τῷ Καλλικλεῖ, ὥσπερ σε καὶ τότε ἐκέλευσα." ὁ δὲ, "ὦ δέσποτα," ἔφη, "μηδαμῶς ταῦτα κελεύσῃς. δέδοικα γὰρ μὴ γένωμαι καὶ αὐτὸς αἴλουρος, ἐὰν ἐκεῖσε πάλιν ἐπανίω."
History 109)
τηθνηκότες ποτε ποιηταὶ δύο ἐν Ἅιδου εστασίαζον· ἔφη γὰρ ἑκάτερος, ὡς κράτιστος πάντων ποιητῶν αὐτός ἐστι. τούτου οὖν τοῦ πράγματος τὴν κρίσιν κοινῇ ἐπέτρεπον τῷ Διονύσῳ, ἐπεὶ ἐδόκει ἐκεῖνος τῆς μουσικῆς ἔμπειρος εἶναι. ὁ μὲν οὖν ἕτερος τῶν ποιητῶν ἔφη, δεῖν ἑκάτερον προφέρειν τὰ ἑαυτοῦ ποιήματα, ἵνα ἀναγνοὺς αὐτὰ ὁ Διόνυσος ἔχοι εἰπεῖν ὁπότερος κείσσων εἴη. ὁ δὲ ἕτερος ἀντεῖπεν, "ὦ μιαρὲ σὺ! οὐκ ἐξ ἴσου ἀγωνιούμεθα, ἢν ἐκεῖνά γε ποιῶμεν. τὰ γὰρ σὰ ποιήματά σοι συντέθνηκεν, ὥστε ἕξεις αὐτὰ προφέρειν. τὰ δὲ ἐμὰ οὐκ ἐνθάδε ἐστὶν, ἀλλ' ἄνω ἐπὶ τῆς γῆς· ἔστι γὰρ ἀθάνατα."
History 110)
περὶ τοῦ Κράσσου λέγουσί τινες, ὅτι ἄλλως ὢν ἀνὴρ ἀγαθὸς τῇ φιλοκερδείᾳ μόνῃ λίαν προσέκειτο. τὸν δὲ πλοῦτον συνήγαγε μάλιστα ἐξ ἀλλοτρίων συμφορῶν, καὶ (ὡς εἰπεῖν) ἐκ πολέμου καὶ πυρός. ὅτε γὰρ ὁ Σύλλας ἑλὼν τὴν πόλιν, ἐπώλει τὰς οὐσίας τῶν ἀναιρεθέντων ὑπ' αὐτοῦ, οἱ μὲν πολλοὶ τῶν πολιτῶν αἰδούμενοι τούτων ἀπέσχοντο, ὁ δὲ Κράσσος μικρόν τι δοὺς πολλὰ ἐπρίατο. ἔπειτα δὲ, δούλους πολλοὺς ἔχων ἐμπείρους τῆς τεκτονικῆς, ὁπότε ἴδοι ἐν τῇ πόλει οἰκίας κατακαυθείσας, χρηματισάμενος τοῖς δεσπόταις, ἐπρίατο ταύτας μικροῦ, καὶ ἀνῳκοδόμει. καὶ διὰ ταῦτα οὖν τὸ πλεῖστον μέρος τῆς Ῥώμης ὑπ' αὐτῷ τέλος ἐγένετο.
History 111)
ῥήτωρ τις, ἑπέραισχρος ὢν, ὑπὸ τῶν ἀκουόντων πολλάκις κατεγελᾶτο. ταῦτα οὖν ἐκεῖνος βαρέως φέρων ἐβούλετο τιμωρίαν τινὰ λαβεῖν. δημηγορῶν δέ ποτε κατὰ τύχην ἐν τῇ ἀγορᾷ, εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωοπον σκώπτοντα εἰς αὐτὸν καὶ τὰ σχήματα μιμούμενον, ὥστε ἰδόντες ταῦτα οἱ περιεστῶτες πάνυ σφόδρα ἐγέλων. ὁ μὲν οὖν ῥήτωρ ὀργισθεὶς, εἰσήγγειλε τὸν ἄνθρωπον πρὸς τοὺς ἄρχοντας. δείσας δὲ ἐκεῖνος, μὴ τὴν δίκην ὄφλῃ, συνεβουλεύετο μετὰ τῶν φίλων, τί χρὴ ποιεῖν. καὶ ἄλλο μὲν οὐδὲν ἐμηχανήσατο, πριάμενος δὲ πίνακα, ἔγραψεν ἐν αὐτῷ ἐκεῖνον τὸν αἰσχρὸν· χρώμενος πάσῃ τέχνῃ, ὅπως ὡς οἷόν τε μάλιστα γελοία ἡ γραφὴ εἴη.
History 112)
μετὰ δὲ ταῦτα εἰς κρίσιν ἦλθεν, ὑπὸ μάλις τὸν πίνακα ἔχων. ὁ μὲν οὖν διώκων διηγήσατο τὴν κατηγορίαν, λέγων ὡς ἀπρετῆ πέπονθε, καὶ ταῦτα ἐκεῐνον οὐδὲν ἀδικήσας. ἀκούσαντες δὲ οἱ ἄρχοντες ἠρώτησαν, τί πρὸς ταῦτα ὁ φεύγων ἀντιλέγει; καὶ ἐκεῖνος μὲν ἐπὶ τούτοις βραχύ τι ἐσιώπησεν, ἔπειτα δὲ δείξας τοῖς δικασταῖς τὴν γραφὴν, « ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, » ἔφη, «πῶς οὐ χρή σκώπτειν τὸν τοιόνδε ἄνθρωπον; ἀληθῶς γὰρ οὐκ εὐσχήμων ἐστίν.» ἰδόντες δὲ τὸν πίνακα οἱ δικασταὶ ἐς γέλωτα τοσοῦτον ἔπεσον, ὥστε ὁ μὲν κατήγορος αἰσχυνθεὶς ἀπῆλθεν αὐτίκα ἐκ τοῦ δικαστηρίου, ἐκεῖνος δὲ διὰ ταῦτα ἀπελύθη.
History 113)
Μενεκράτης ὁ ἰατρὸς ἐς τοσοῦτον ἦλθεν ὑπερηφανίας ὥστε τέλος ᾤετο θεὸς εἶναι, ὠνόμαζε δὲ ἑαυτὸν «Δία.» πυθόμενος δὲ ταῦτα Φίλιππος ὁ τῶν ἄνθρωπον, ἵνα τῆς μανίας αὐτὸν καταπαύσαι. μέλλων οὖν ἑαυτιᾶν τινας τῶν συνηθῶν ἐκάλεσε καὶ τὸν Μενεκράτη ἐπὶ δεῖπνον. τούτῳ οὖν, ὡ θεῷ δὴ ὄντι, κλίνην τινὰ ἰδίᾳ παρεσκεύας. κατακλιθέντι δὲ αὐτῷ παρέθηκε θυματήριον, καὶ ἔκαυσε θυμιάματα παντοῖα. ἄλλο δὲ βρῶμα οὐδὲν προσέφερε, λέγων, ὡς σῖτον αἱρεῖσθαι οἱ θεοὶ οὐκ εἰώθασι. οἱ δὲ ἄλλοι ἐν τῷ μεταξὺ ἡδέως μάλα εἱστιῶντο· μεγαλοπρεπὲς γὰρ ἦν τὸ δεῖπνον.
History 114)
τέως μὲν οὖν πρὸς ταῦτα ὁ Μενεκράτης ἐκαρτέρει, ἐχάρη γὰρ τῆς τοιαύτης τιμῆς λαχὼν παρὰ τοῦ βασιλέως. ἔπειτα δὲ, ὁρῶν τοὺς ἄλλους ἑστιωμένους, ἐπεθύμησε καὶ αὐτὸς τῶν σιτίων καὶ τοῦ αἴνου, ὧν ἐκεῖνοι μετέσχον. ἰσχυρὸς τοίνυν αὐτῷ ὁ λιμὸς κατὰ μικρὸν ἐγένετο· τὰ δὲ θυμιάματα οὐκέτι ἤρκει, ἀλλ’ ἠλέγχθη τέλος οὐ μόνον ἄνθρωπος ὢν, ἀλλὰ καὶ εὐήθης. βουλόμενος γὰρ τῶν σιτίων μετέχειν, τοῦ δὲ βασιλέως φάσκοντος ἔτι ὡς οὐ πρέπει τὰ τοιαῦτα τοῖς θεοῖς παρατιθέναι, ὠργίσθη τε ἐπὶ τούτοις, καὶ ἀναστὰς ἀπῆλθε, λέγων ὑβρισθαι τε καὶ δεινὰ πεπονθέναι, ὥστε οἱ παρόντες πάντες ἥσθησαν.
History 115)
Σπαρτιάτης ἐς Ἀθήνας ἀφικόμενος εἰσῆλθεν εἰς τὰ δικαστήρια, ἵνα ἀκούοι τῶν ῥητόρων λεγόντων. ἔφευγε δὲ τότε τις γραφὴν ὕβρεως, καὶ οἱ δικασταὶ ἤδη ἀθροίσθησαν. πρῶτον μὲν οὖν ὁ διώκων τὴν κατηγορίαν διηγήσατο, εὖ καὶ συνετῶς τοῦτο ποιῶν, ὥστε πείθειν σφόδρα τοὺς δικαστάς. ἔπειτα δὲ ἀναστὰς ῥήτωρ ἄλλος οὐχ ἧσσον σοφῶς ὑπὲρ τοῦ φεύγοντος εἶπεν, οἱ δὲ δικασταὶ πρὸς ταῦτα φανεροὶ ἦσαν τὴν γνώμην μεταβάλλοντες. τότε δὲ τρίτος τις λόγους ἐποίησεν ὑπὲρ τοῦ διώκοντος, δυνάμενος καὶ οὗτος παρὰ τοῖς δικασταῖς. ἀπορήσας οὖν ὁ Σπαρτιάτης ἀπῇει, λέγων ὁμοίως πάντας ἀδικεῖν, τούς τε ἀντιδίκους καὶ τοὺς δικαστάς.
History 116)
βουλόμενος ὁ Λυκοῦργος προτρέπειν τοὺς Σπαρτιάτας πρὸς ἀρετῆς ἐπιτηδεύματα ἐνουθέτησεν αὐτοὺς ὧδε. δύο σκύλακας λαβὼν ἀπὸ τῆς αὐτῆς μητρὸς, ἔτρεφε χωρὶς ἀλλήλων ἤθεσιν ἀνομοίοις. τὸν μὲν γὰρ κατ’ οἶκον ἔσωζεν, ὄψα τε διδοὺς καὶ ἄλλην τρυφὴν· τὸν δὲ ἠνάγκαζε θηρᾶν λαγὼς ἐν τοῖς ὄρεσι. καὶ ἐγένετο ἑκάτερος ἐν χρόνῳ ὅμοιος τῇ τροφῇ. τούτους οὖν τοὺς σκύλακας ἔχων παρῆλθεν ὁ Λυκοῦργος ἐς τὸ κοινόν· δείξας δὲ αὐτοὺς, «οἵδε γε,» ἔφη, «οἱ σκύλακες τῆς αὐτῆς μητρός εἰσιν. ἐπειδὴ δὲ ἐναντίως ἀλλήλοις τεθραμμένοι εἰσὶ, διὰ ταῦτα ἀνόμοιοι ἐκβεβήκασιν. ὁ μὲν γὰρ αὐτῶν ὰγαθός ἐστιν· ὁ δὲ πρὸς πάντα ἀχρεῖος.»
History 117)
τοσαῦτα μὲν οὖν ὁ Λυκοῦργος εἶπε. μετὰ δὲ ταῦτα, στήσας παρ’ αὐτοῖς λαγών τινα καὶ ἅμα ὄψα, μεθῆκε τοὺς σκύλακας ἀμφοτέρους ἐπὶ τὰ ἐσκευασμένα. εὐθὺς οὖν ὁ μὲν κατ’ οἶκον τραφεὶς ὥρμησεν ἐπὶ τὰ ὄψα· ὁ δὲ ἕτερος, ἀμελήσας τούτων, κατέλαβε τὸν λαγὼν, καὶ ἐσπάραξεν αὐτόν. δείξας δὲ καὶ ταῦτα ὁ Λυκοῦργος ἔλεξε τοιάδε. «ὁρᾶτε μὲν, ὦ ἄνδρες Σπαρτιᾶται, τοὺς σκύλακας, οἷα ἑκάτερος ποιεῖ. δεῖ δὲ ὑμᾶς νομίζειν, ὅτι οὐ μόνον ἐν κυσὶν, ἀλλὰ καὶ ἐν ἀνθρέποις, τὸ τοιόνδε φιλεῖ γίγνεσθαι. οἱ μὲν γὰρ εἰς φιλοπονίαν πεπαιδευμένοι ἑκβαίνουσιν ἀνδρεῖοι. οἱ δὲ τρυφερῶς ζῶντες μαλακοί τε γίγνονται καὶ ἄχρηστοι.»
History 118)
Λύσανδρος ὁ Λακεδαιμόνιος, ἕως ἐν τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι ἦν, τοὺς τοῦ Λυκούργου νόμους πολλῇ σπουδῇ διεφύλασσε. μετρίαν τε γὰρ τὴν δίαιταν εἶχε, καὶ ἐγυμνάζετο ἐν τῇ παλαίστρᾳ, τρυφῆς δὲ καὶ ἀκολασίας πάσης ὅλως ἀπείχετο· ὥστε ἔδοξε πᾶσιν ἀγαθὸς ἀνὴρ εἶναι καὶ ἐπιμελὴς περὶ τοὺς νόμους. ἐπειδὴ μέντοι ἀφίκετο εἰς τὴν Ἀσίαν στρατηγῶν, οὐχ ὅμοια ἐποίει· ἀλλ’ ἀπέστη τοῦ πατρίου τρόπου, καὶ πρὸς ἡδονὰς παντοίας ἀποκλίνων ἐγένετο αὐτῶν τῶν Ἰώνων τρυφερώτερος. ἰδοῦσα οὖν αὐτὸν πρὶν μὲν σπουδαῖον ἄνδρα γενόμενον, νῦν δὲ οὐκέτι, εἶπε γυνή τις, ὅτι λέων ἀφικόμενος ἐκ τῆς Ἑλλάδος γέγονεν ἐν τῇ Ἀσιᾳ ἀλώπηξ.
History 119)
ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος ἐποιεῖτό ποτε μεγάλας ἑστιάσεις τῶν φίλων, ἐν δὲ τῷ πότῳ συννέβη ἄξιόν τι μνήμης γενέσθαι. ἦν γὰρ ἐν τοῖς ἑταίροις Μακεδών τις, ἀνόματι Κόραγος, ῥώμῃ τε σώματος διαφέρων καὶ πολλάκις ὲν πολλαῖς μάχαις πεφασμένος ἄριστος. παροξυνθεὶς οὖν οὗτος ὑπὸ τῆς μέθης προυκαλέσατο μονομαχῆσαι Διώξιππον τὸν Ἀθηναῖον, ἀθλητὴν ἄνδρα, καὶ ἐν τοῖς λαμπροτάτοις ἀγῶσιν ἐστεφανωμένον. ἐπειδὴ δὲ ὁ Διώξιππος οὐκ ἀνένευσεν, ἔταξεν ὁ βασιλεὺς ἡμέραν τῆς μάχης. συνῆλθον ουν πολλαὶ μυριάδες ἀνθρώπων ἐπὶ τὴν θέαν, καὶ οἱ μὲν Μακεδόνες καὶ ὁ βασιλεὺς ὑπῆρχον τῷ Κοράγῳ εἰκότως κατὰ τὸ ὁμόφυλον, οἱ δὲ Ἕλληνες αὖ τῷ Διωξίππῳ
History 120)
προῆλθεν οὖν ἐς τὸν ἀγῶνα ὁ μὲν Μακεδὼν πολυτελέσιν ὅπλοις κεκοσμημένος, ὁ δὲ Ἀθηναῖος γυμνὸς ὑπαληλιμμένος, ἔχων πῖλον σύμμετρον. ἐθαύμαζον δὲ οἱ θεώμενοι πάντες ὁρῶντες ἀμφοτέρων τὴν ῥώμην, ὡσπερεὶ θεομαχία τις μέλλοι γίγνεσθαι. καὶ ὁ μὲν Κόραγος λόγχην εἶχε καὶ σάρισαν Μακεδονικὴν καὶ ξίφος, ὁ δὲ Διώξιππος ῥόπαλον μόνον· ὥστε τοῦ μὲν τῷ Ἄρει ὁμοιοτάτη ἡ ὅπλισις ἦν, τοῦ δὲ τῷ Ἡρακλεῖ. ἐπειδὴ δὲ πλησίον ἐγένοντο ἀλλήλων, ἀκοντίζει ὁ Μακεδὼν τὴν λόγχην ἐκ συμμέτρου διαστήματος, ὁ δὲ ἕτερος παρεκκλίνας τι τὴν πληγὴν φθάνεί ἔπειτα δὲ ὁ μὲν τὴν σάρισαν ἐπέφερεν, ὁ δὲ πατάξας αὐτὴν τῷ ῥοπάλῳ ἔθραυσεν.
History 121)
δὶς δὲ ἐλασσωθείς ὁ Μακεδὼν ἔμελλεν ἤδη σπάσεσθαι τὸ ξίφος· προπηδήσας δὲ ἐκεῖνος κατέλαβε τῇ μὲν εὐωνύμῳ τὴν ἕλκουσαν τὸ ξίφος χεῖρα, τῇ δὲ δεξιᾷ τὸν ἀντίπαλον κινήσας ἐκ τῆς βάσεως ὑπεσκέλισεν. ὁ μὲν οὖν ἔκειτο πεσὼν, ὁ δὲ ἐπιβὰς ἐπὶ τὸν τράχηλον τῷ ποδὶ, καὶ τὸ ῥόπαλον ἀνατεινάμενος, ἀνέβλεψε πρὸς τοὺς θεωμένους. ἀνεβόησε τοίνυν πρὸς ταῦτα τὸ πλῆθος, διά τε τό παράδοξαν τοῦ πράγματος, καὶ τὴν τοῦ ἀνδρὸς ὑπερβάλλουσαν ἀρετήν. ἔπειτα δὲ κελεύει αὐτὸν ὁ βασιλεὺς τὸν Μακεδόνα ἀφεῖναι, καὶ διαλύσας τὸν ἀγῶνα ἀπαλλάσεται ἀγανακτῶν. ὁ δὲ Διώξιππος ἀφεὶς τὸν πεπτωκότα ἀπῄει αἴκαδε ἐστεφανωμένος
History 122)
οὐ μέντοι ἡ τύχη εἴασε τὸν Διώξιππον ἐπὶ πολὺν χρόνον τῇ νίκη λαμπρύνεσθαι. ὅ τε γὰρ βασιλεὺς πρὸς αὐτὸν ἀλλοτρίως διέκειτο, καὶ τῶν Μακεδόνων τινὲς, φθονοῦντες αὐτοῦ τῇ ἀρετῇ, ἐβουλεύοντο ἐς ἀδοξίαν τὸν ἄνδρα ἄγειν. ἔπεισαν οὖν διάκονόν τινα δειπνοῦντι αὐτῷ ὑποβαλεῖν ὑπὸ τοῦ προσκεφαλαίου τοτήριον χροσοῦν· ἔπειτα δὲ προσποιηθέντες εὑρηκέναι αὐτὸ, καὶ ἐξελόντες, ἔδειξαν τῷ βασιλεῖ, ὡς κρυφθὲν δὴ ὑπὸ τοῦ Διωξίππου ἐπὶ κλοπῇ. ὁ δὲ ἐξελθὼν αὐτίκα ἐκ τοῦ πότου, καὶ γράψας ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον περὶ τῶν καθ’ ἑαυτοῦ μεμηχανημένων, κελεύει τινὰς τῶν φίλων δοῦναι τῷ βασιλεῖ ταύτην, ἑαυτὸν δὲ ἐκ τοῦ ζῆν μετέστησεν.
History 123)
ὁ Ἄβαρις, δυνατὸς γενόμενος ἐν τῇ πόλει, ἐπὶ τοῦτῳ λίαν ἐσεμνύνετο. ὁπότε γὰρ ἄκλητός τις αὐτῷ προσέλθοι, οὐ φιλικῶς τοὺς τοιούτους ἐδέχετο· ἀλλὰ, βραχύ τι καὶ ἀηδὲς ῥῆμα ἀπορρίψας, ἀπεστρέφετο τοῦ ξένου ἀμελήσας.
ταῦτα δἐ ἀγνοῶν ἰατρός τις ἐβούλετο ἐκείνῳ διαλέγεσθαι, ὡς σοφόν τι παρ’ αὐτοῦ ἀκούσεσθαι μέλλων. ἐλθὼν οὖν ἐς τὴν ἐκείνου οἰκίαν, πυθόμενος δὲ ὅτι ἐν τῷ κήτῳ ἐστὶν, εὗρε τὸν Ἄβαριν καθήμενον ὑπὸ δένδρῳ. βουλόμενος δὲ ἀρέσκειν αὐτῷ, ἤρξατο τὸν τόπον ἐπαινεῖν, λέγων τὰ δένδρα καλῶς ἐκεῖ αὐξάνεσθαι. ὁ δὲ Ἄβαρις, «ναὶ,» ἔφη, «σχολὴν γὰρ ἔκει· ἐγὼ δέ γε οὔ.» καὶ ἀποστραφεὶς εὐθὺς ἀπηλλάχθη.
History 124)
φασὶν οἱ παλαιοὶ λογόγραφοι ὡς ἦρχέ ποτε τῶν Περσῶν Ὦχός τις, διὰ δὲ τὴν ὠμότητα τῶν τρόπων εἰκότως ὑπὸ πάντων ἐμισεῖτο. τούτῳ οὖν ἐπιβουλεύσας ὁ χιλίαρχος Βαγώας πείθει ἰατρόν τινα ὥστε φαρμάκῳ αὐτὸν ἀναιρεῖν. τεθνηκότος δὲ τοῦ Ὤχου, τῷ νεωτάτῳ τῶν υἱῶν αὐτοῦ ὁ Βαγώας τὴν βασιλείαν ἔδωκεν. ἀπέκτεινε δὲ ὕστερον καὶ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ βασιλέως, ὄντας ἔτι νέους, ὅπως μονωθεὶς ὁ νεανίσκος ὑπήκοος μᾶλλον ἑαυτῷ εἴη. ὁ μὲν οὖν Βαγώας διὰ ταῦτα ἤλπιζε πάντων Περσῶν δυνατώτατος γενήσεσθαι. ἐλυπεῖτο δὲ ὁ βασιλεὺς πρὸς τοὺς θανάτους τῶν οἰκείων, καὶ φανερὸς ἦν διανοούμενος τιμωρίαν ὑπὲρ αὐτῶν λαβεῖν.
History 125)
δείσας οὖν πρὸς ταῦτα ὁ Βαγώας, μὴ κακόν τι πάσχοι ὑπὸ τοῦ βασιλέως, ἀπέκτεινε καὶ τοῦτον μετὰ τῶν τέκνων, τρίτον ἤδη ἔτος βασιλεύοντα. ἐρήμου δὲ ὄντος τοῦ βασιλικοῦ οἴκου, ἐμηχανήσατο ὅπως Δαρεῖος τὴν ἀρχὴν ἕξει φίλος τε ἑαυτῷ ὢν, καὶ ὑϊδοῦς Ὀστάνου, ὅς ἦν ἀδελφὸς Ἀρταξέρξου τοῦ τῶν Περσῶν ποτε βασιλεύσαντος. ὕστερον δὲ οὐ πολλῷ τῆς ὑπερβαλλούσης ἀνοσιότητος δίκην ἔδωκεν. χρώμενος γὰρ τῇ συνήθει μιαιφονίᾳ ἐπειρᾶτο καὶ τὸν Δαρεῖον φαρμάκῳ ἀναιρεῖν. μηνυθείσης δἐ τῆς ἐπιβουλῆς, ὁ βασιλεὺς προσκαλεῖται πρὸς ἑαυτὸν τὸν Βαγώαν ὡς ἐπὶ δείπνῳ, καὶ δοὺς αὐτῷ τὸ τοτήριον, ἀναγκάζει πιεῖν τὸ φάρμακον.
History 126)
σατράπης γενόμενος ὁ Γεσελὴρ ἐς τοσοῦτον ὕβρεως προῆλθεν, ὥστε, τιάραν ἐπὶ σκόλοπος ἀνακρεμάσας, ἐκέλευσε τοὺς παριόντας πάντας ταύτην προσκυνεῖν. οἱ μὲν οὖν ἄλλοι ταῦτα ἐποίουν· ἦν δὲ Τέλλος τις, τοξότης τῶν τότε ἀνθρώπων μακρῷ ἄριστος, καὶ δόξαν ἔχων ἐν τῇ πατρίδι, ὡς συνετὸς ἀνὴρ ὢν, καὶ ἅμα εὔτολμος. πυθόμενος ἄρα οὗτος οἷα ὁ σατράπης κελεύει, ἠγανάκτησε. παριὼν δέ ποτε παρ’ ἐκεῖνον τὸν τόπον, καὶ τὴν τιάραν ἰδὼν, οὐ μόνον αὐτὴν οὐ προσεκύνησεν, ἀλλὰ καὶ ὀϊστὸν ἐπὶ αὐτῇ ἐφῆκεν ἀπὸ τοῦ τόξου. πρὸς ταῦτα οὖν ὀργισθεὶς ὁ Γεσελὴρ ἐκέλευσε τοὺς δορυφόρους συλλαβεῖν ἐκεῖνον ἐπὶ θανάτῳ.
History 127)
ὁ μὲν οὖν Τέλλος συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν δορυφόρων αὐδ’ ὁτιοῦν ἐταράχθη. ἰδὼν δὲ ἄρα αὐτοῦ τὴν ἀφοβίαν ὁ Γεσελὴρ, ἄλλο τι ἐμηχανήσατο ἐπ’ αὐτὸν τοιόνδε. μεταπεμψάμενος ἐκείνου τὸν υἱὸν, (ἦν δὲ ἔτι παῖς,) ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τούτου μῆλον ἐπέθηκε. ταῦτα δὲ ποιήσας ἐκέλευσε τὸν πατέρα τοξεύειν, σκοπῷ χρώμενον τῷ μήλῳ. εἰ δὲ μὴ, ἠπείλησε θανατώσειν αὐτίκα ἀμφοτέρους, τόν τε Τέλλον καὶ τὸν παῖδα αὐτοῦ ὁ δὲ Τέλλος πρὸς ταῦτα εἰκότως ἐφοβήθη· ἐπικίνδυνον γὰρ τὸ πρᾶγμα ἦν, ἀλλ’ ὅμως ἔδει αὐτὸν ἐπιχειρεῖν. λαβὼν οὖν τὸ τόξον καὶ ὀϊστοὺς δύο, ἐκέλευσε τὸν παῖδα ἑστάναι ἵνα ἔδει, καὶ μύσαντα ἀκινήτως ἔχειν, ἕως ἄν αὐτὸς τὸ πρᾶγμα ἐπιτελέσῃ.
History 128)
ἐποίει οὖν ὁ μὲν παῖς τὸ προσταχθὲν, ὁ δὲ Τέλλος τῶν ὀϊστῶν τὸν ἕτερον ἐκλέξας ἐστοχάζετο τοῦ μήλου. ὁ δὲ ὀϊστὸς τοῦ σκοποῦ οὐχ ἥμαρτεν, ἀλλὰ, διασχίσας τὸ μῆλον, τὸν παῖδα οὐκ ἔτρωσεν. οἱ δὲ περιεστῶτες πάντες ἐπεθορύβουν, ὥστε ἠναγκάσθη ὁ Γεσελὴρ καίπερ ἀχθόμενος ἀμφοτέρους ἀπολῦσαι. ἀλλ’ οὐκ ἔλαθεν αὐτὸν ὁ Τέλλος ὀϊστοὺς δύο λαβών. ἐπηρώτα οὖν τὸν ἄνθρωπον, τί βουλόμενος ἐκεῖνο ἐποίησεν. ὁ δὲ Τέλλος πρὸς ταῦτα βραχὺ μέν τι σιγὴν εἶχεν· ἔπειτα δὲ, «διά σε,» ἔφη, «ἐκεῖνο ἐποίουν. εὖ γὰρ ἴσθι, ὅτι εἰ τῷ ὀϊστῷ τῷδε τὸν παῖδα ἔτρωσα, ἔκτεινα ἂν καὶ σε τῷ ἑτέρῳ.»
History 129)
Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς, ἐλθὼν ἐς Μακεδονίαν μετὰ πέντε καὶ δέκα μυριάδων στρατιωτῶν καὶ ἱππέων μυρίων καὶ ἑτέρου ὄχλου πολλοῦ, πόλεμον ἐκεῖ ἐποιεῖτο. ὡς δὲ οὐδὲν ἤνυτεν, ὕστερον ἐς τὴν Ἑλλάδα προῆλθε, καὶ ἐς τὸ μαντεῖον τὸ ἐν Δελφοῖς, διανοούμενος αὐτὸ συλῆσαι. ἐπεβοήθουν οὖν οἱ Ἕλληνες πανταχόθεν, καὶ μάχη ἐγένετο. ὁ δὲ Βρέννος, πολλὰς μυριάδας στρατιωτῶν ἀποβαλὼν, ἐπλήγη καὶ αὐτὸς τρισὶ πληγαῖς. ἀθυμῶν οὖν πρὸς ταῦτα ἐκέλευσε τοὺς Γαλάτας, ἑαυτὸν μὲν ἀποκτεῖνα, καὶ τοὺς ἄλλους, ὅσοι τραύματα ἔχοιεν, βασιλέα δὲ καταστήσαντας Κιχώριον οἴκαδε αὐτοὺς ἀποιέναι. τοὺς μὲν οὖν ἄλλους οὗτοι διεχρήσαντο, ὁ δὲ Βρέννος ἑαυτὸν ἀπέσφαξεν.
History 130)
στρατηγός τις τείχισμα πολιορκῶν οὐκ ἐδύνατο αὐτὸ ἑλεῖν· ἦν γὰρ τό τε χωρίον φύσει ἰσχυρὸν, καὶ οἱ ἐνόντες πολέμιοι οὐ μαλακοὶ ἀλλὰ ἀνδρεῖοί τε καὶ τῶν πολεμικῶν ἔμπειροι. πρὸς ταῦτα οὖν ἀγανακτήσας ὁ στρατηγὸς ἔφη δώσειν μισθὸν μέγαν, ἤν τις τῶν μεθ’ ἑαυτοῦ τολμᾷ νύκτωρ ἐς τὸ χωρίον ἀναβαίνειν, καὶ τοὺς φύλακας κτείνας τὰς πύλας διαρρηγνύναι. ἀκούσας δὲ ταῦτα νεανίσκος τις αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν μόνον τοῦ ἔργου ἐπειρᾶτο. εὖ δὲ αὐτῷ πάντα ἐχώρει, ὥστε διὰ ταῦτα ἡ μὲν πόλις ἑάλω, ὁ δὲ νεανίσκος τὸν μισθὸν ἔλαβε, καὶ ἐπῃνέθη ἅμα ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ, ὡς κάλλιστον ἔργου ἐπιτελέσας.
History 131)
μετὰ δὲ ταῦτα ἐς ἄλλην τινὰ πόλιν ἐλθὼν ὁ στρατηγός, βουλόμενος δὲ καὶ ταύτην ἑλεῖν, ὑπέσχετο ἄλλα πολλὰ δῶρα τῷ νεανίσκῳ, ἤν θέλῃ τῷ αὐτῷ τρόπῳ ἐς τὸ χωρίον ἀναβαίνειν. ὁ δὲ οὐκ ἔφη ταῦτα ποιήσειν, ἐπικίνδυνον γὰρ τὴν πεῖραν εἶναι. θαυμάσας οὖν ὁ στρατηγὸς, «ἀλλ’, ὦ ἀγαθὲ,» ἔφη, «πῶς ταῦτα λέγεις; ἐπεὶ πρίν γε, ἔργου οὐχ ἧσσον ἐπικιδύνου περιώμενος, οὐκ ἐταράχθης.» γελάσας δὲ πρὸς ταῦτα ὁ νεανίσκος, «ναὶ,» ἔφη, «ἐκεῖνό γε ἐπετέλεσα, χρημάτων γὰρ τότε ἐσπάνιζον, ὁ δὲ βίος μοι ἀτερπὴς ἦν, ὥστε εἰκότως οὐκ ἐφιλοψύχουν. νῦν δὲ πλούσιος γενόμενος διὰ τὸν μισθὸν, ὅνπερ μοι τότε ἔδωκας, βούλομαι τὸ λοιπὸν κινδύνων ἀπέχεσθαι.»
History 132)
ἰχθυοπώλης τις πονηρὸς ἐν ταῖς Ἀθήναις, ἰχθῦς ἔχων σαπροὺς καὶ ξηροὺς, ἐβούλετο αὐτοὺς καλλωπίζειν, ἵνα δοκῶσι τῷ τυχόντι εἶναι νεαλεῖς. οὐ μέντοι ἐτόμησεν ὕδωρ αὐτῶν καταχεῖν, ὁ γὰρ νόμος ἀπηγόρευε τοῦτο ποιεῖν. πρὸς ταῦτα οὖν ἐμηχανήσατο τάδε. μάχην τινὰ ἑποιεῖτο ἐν τῷ ἀγοραίῳ ὄχλῳ, ὥστε λοιδορίαν πολλὴν ἐν αὐτοῖς γενέσθαι, τέλος δὲ καὶ πληγάς. ἔπειτα δε, προσποιησάμενος τραύματά τινα δεινὰ εἰληφέναι, ἔκειτο ἔν μέσιος τοῖς ἰχθῦσι, δοκῶν λιποψυχεῖν. ἰδὼν δὲ αὐτὸν τις τῶν πλησίον ἐβόησεν εὐθὺς, «ὕδωρ, ὕδωρ.» καὶ πρόχουν ἅμα λαβὼν κατέχει ὕδωρ πολὺ τοῦ τε ἀνθρώπου καὶ τῶν ἰχθύων, ὥστε δοκεῖν ἐκείνους νεωστὶ ἑαλωκέναι.
History 133)
ὁ τῶν Θρακῶν βασιλεὺς Κότυς ἦν (ὡς ἔοικε) πάντων ἀνθρώπων ἠλιθιώτατος, εἴ γε ἀληθές ἐστι τόδε, ὃ περὶ αὐτοῦ μνημονεύεται. βουλόμενος γὰρ ἔντιμος μᾶλλον φαίνεσθαι τοῖς ὑφ’ ἑαυτῷ, ἔπλασέ ποτε ψεῦδός τι γελοιότατον, φάσκων ὡς μέλλει δὴ γαμεῖν τὴν θεὸν Ἀθηνᾶν ἐπὶ τούτοις οὖν παρεσκεύασέ τε δεῖπνον μέγα, καὶ συνεκάλεσε τοὺς ἀρίστους τῶν Θρᾳκῶν πάντας, καὶ τὸν ἱερέα ἐκέλευσεν ἑστάναι παρὰ τῷ βωμῷ ἡτοιμασμένον, καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἐπορίζετο, ὅσα ἐπιτήδεια πρὸς γάμον ἐστί. συνῆλθον οὖν οἱ κληθέντες, καὶ ὁ βωμὸς παρεσκεύαστο, ἔστη δὲ καὶ ὁ Κότυς ἐν τῇ αὐλῇ ἐστεφανωμένος· ἡ δὲ νύμφη εἰκότως οὐ παρεγένετο.
History 134)
τέως μὲν οὖν ἡσυχίαν ἔσχεν ὁ Κότυς, ὡς τὴν θεὸν ἐπιμένων. ἐπειδὴ δὲ ἐκείνη οὐ παρεγένετο, ἔπεμψε δορυφόρον τινὰ σκεψόμενον, εἰ ἐν τῇ οἰκίᾳ πού ἐστιν. ἐπανελθὼν δὲ αὖθις ἐκεῖνος, «ὦ βασιλεῦ,» ἔφη, «οὐκ οἶδα ὅ τι χρὴ ἐν τῷ παρόντι ποιεῖν· ἐρευνῶν γὰρ τὴν οἰκίαν πᾶσαν, τὴν θεὸν οὐχ εὗρον ἐοῦσαν.» ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς ὠργίσθη, καὶ ἀκόντιον λαβὼν ἀπέκτεινε τὸν ἄνθρωπον. ἔπειτα δὲ καὶ ἄλλον ἔπεμψεν, ὁ δὲ ὅμοια εἰπὼν ἔπαθε. πεμφθεὶς δὲ τρίτος τις ἔφη διὰ φόβον, ὡς ἡ θεὸς ἔνδον κάθηται. ὁ δὲ βασιλεὺς οὐχ ἧσσον ὀργισθεὶς ἀπέκτεινε καὶ τοῦτον.
History 135)
φιλόσοφός τις εἰς τοσοῦτον πενίας ἧκεν, ὥστε οὐδὲ σῖτον ἱκανὸν παρασκευάζεσθαι ἐδύνατο, ἀλλὰ περιϊὼν τὴν πόλιν πᾶσαν, εἰ καυλούς τινας λαχάνων εὕροι που ἀπερριμμένους, τούτους συλλέξας ἤσθιεν. ἔδοξεν οὖν ἑαυτῷ πάντων τῶν ζώντων εἶναι ἀθλιώτατος, καὶ ἐν νῷ εἶχεν ἑαυτὸν διαχρήσασθαι, οἰόμενος τὸν τοιοῦτον βίον οὐκέτι ἀνεκτὸν εἶναι. πορευόμενος δέ ποτε διὰ τῆς πόλεως, καὶ τοὺς καυλοὺς ἐσθίων, ἀποσπάσματά τινα αὐτῶν ἐκ τῆς χειρὸς ἀφῆκεν. εὐθὺς οὖν προσελθὼν μῦς τις ἀνήρπασε τὰ ἀποπεσόντα, καὶ κατέφαγεν. ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ φιλόσοφος ἐγένετο εὐθυμότερος, καὶ ἔφη μεδιάσας, «δοκεῖ ἐκεῖνο τὸ ζῷον ἀθλιώτερόν τε ἐμοῦ εἶναι, καὶ ἅμα φιλοσοφώτερον.»
History 136)
διανοούμενος ὁ βασιλεὺς πόλεμον ἐν τῇ Ἀσίᾳ ποιεῖσθαι, ἦλθε πρῶτον ἐς Βυζάτιον. καὶ τὸν Ἑλλήσποντον διαβὰς ἐπορεύετο διὰ τῆς Μυσίας καὶ τῆς Λυδίας μέχρι Ἐφέσου. ἐντεῦθεν δὲ ἀποκλίνων στρατεύει εἰς τὴν μεσόγειαν. ἀφικόμενος δὲ πρὸς ὄρος τι ὑψηλὸν, ἐκέλευςέ τινα τῶν ταξιάρχων ἀναβαίνειν πρῶτον, καὶ, τὰ ἄρκα καταλαβόντα, μένειν ἐκεῖ ἕως ἂν αὐτὸς παραγένηται. ἀναβὰς οὖν ἐκεῖνος εἰς τὰ ἄκρα, καὶ εὑρὼν αὐτὰ ἀφύλακτα ὄντα, οὐκ ἀναπαύεται, ἀλλ’ ἐπείγεται εἰς τὰ κατωτέρω. ταῦτα δὲ ποιῶν οὐ λανθάνει τὸν τῶν βαρβάρων ἡγεμόνα, ἔτυχε γὰρ πλησίον ἐκεῖνου τοῦ τόπου ὤν. προσελθὼν οὖν οὗτος ὅτι τάχιστα κατέλαβε τὸ ἄκρον.
History 137)
ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ μεταξὺ ἡσυχῆ ἀνέβαινεν, οἰόμενος τοὺς πεμφθέντας στρατιώτας τὰ ἄκρα κατέχειν· ἀφικόμενος δὲ εἰς αὐτὰ, εὑρίσκει τοὺς βαρβάρους στρατοπεδευομένους. ἦν δὲ μάχη ἰσχυρὰ, οἱ δὲ βάρβαροι ἐγένοντο κρείσσονες. καὶ ὁ μὲν βασιλεὺς περιϊὼν ἐθάρσυνε τοὺς ὑφ’ ἑαυτοῦ, οἱ δὲ πανταχόθεν πιεσθέντες ἔφευγον, ὥστε μονωθεὶς ἐκεῖνος ὅσον οὐχ ἑάλω. ἀλλ’ οὐδὲ τότε ἠθύμησε πρὸς τὸν παρόντα κίνδυνον· ἰδὼν δὲ πλησίον αὐτοῦ κρημνόν τινα ἐξέχοντα τοῦ ὄρους, ἀνεπήδησεν εἰς αὐτὸν, καὶ τοὺς ἀεὶ ἐπερχομένους πολεμίους ἤμυνεν. ὁπότε δέ τινας αἴσθοιτο ἀναβαίνοντας, τούτων ἢ τὰς κεφαλὰς ἢ τὰς χεῖρας διέκοψε, ξίφει παίων, ὥστε πάντες ἐξεπλάγησαν.
History 138)
οἱ μὲν οὖν βάρβαροι ἐπὶ πολὺν χρόνον διετέλουν πειρώμενοι ἀναβαίνειν ἐπὶ τὸν κρημνόν. τέλος δὲ, αἰσθόμενοι ὅτι οὐδὲν ἀνύτουσιν, ἀφίστανται. καὶ ἐθαύμαζον πάντες τῆς τοῦ ἀνδρὸς ἀφοβίας, ἀλλ’ οὐδεὶς ἔγνω ὅστις εἴη. μετὰ δὲ ταῦτα ἐπελθόντες οἱ τοξόται ἐστοχάζοντο αὐτοῦ· ὁ δὲ οὐδὲ οὕτως τραῦμα οὐδὲν ἔλαβεν, ἔτυχε γὰρ θώρακά τε φορῶν καὶ κράνος χαλκοῦν, ὥστε οἱ ὀϊστοὶ οὐ διίκοντο. ἐπειδὴ δὲ νὺξ ἐγένετο. ἀπῆλθον καὶ οἱ τοξόται, βουλόμενοι συλᾶν τοὺς νεκροὺς πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ πεπτωκότες. ὁ δὲ βασιλεὺς τότε δὴ ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ καταβαίνει, καὶ, λαθὼν τοὺς πολεμίους, εἰς τὸ ἑαυτοῦ στρατόπεδον διασώζεται.
History 139)
Διόδωρος Σικελιώτης φησὶν εἶναι ἐν τῇ Λιβύῃ ζῷον, ὃ καλεῖται ῥινόκερως, ῥώμῃ μὲν καὶ βίᾳ παραπλήσιον ὂν ἐλέφαντι, τῷ δὲ ὕψει παπεινότερον. τοῦτο οὖν τὸ ζῷον ἔχει τὸ δέρμα ἰσχυρότατον φέρει δὲ ἐπὶ ἄκρων τῶν μυκτήρων κέρας σιμὸν τῇ δὲ στρερεότητι σιδήρῳ ὅμοιον. διαμαχόμενον δὲ ἀεὶ πρὸς τοὺς ἐλέφαντας περὶ τῆς νομῆς, πρῶτον μὲν πρὸς πέτραν τινὰ τὸ κέρας θήγει, συμπεσὸν δὲ ἔπειτα τῷ ἐλέφαντι, καὶ ὑποδυόμενον ὑπὸ τὴν κοιλίαν, σπαράττει τὴν σάρκα τῷ κέρατι καθάπερ ξίφει. ὅταν δὲ φθάσας ὁ ἐλέφας προκαταλαμβάνῃ τὸν ῥινόκερων τῇ προβοσκίδι, πριγίγνεται ῥᾳδίως, τύπτων τοῖς ὀδοῦσι, καὶ τῇ βίᾳ πλέον ἰσχύων.
History 140)
ἰατρός τις ἐν τῇ Ῥώμῃ ἔσχε μὲν δόξαν ὡς ἔμπειρος ὢν τῆς τέχνης, ὑπὸ δὲ τῶν γνωρίων οὐ πάνυ εὖ ἤκουεν, ἦν γὰρ δὴ λίαν πλεονέκτης. οὐ μέντοι ῥᾴδιον ἦν ἐλέγχειν αὐτὸι ἀδικοῦντα· ἔφυ γὰρ ἀγχίνους τε καὶ λέγειν πιθανὸς, ὥστε, εἰ καὶ φωραθείη δρῶν τι ἀνελεύθερον, ἐδύνατο ἀεὶ διάφευξίν τινα εὑρεῖν τῆς αἰτίας. ἰδὼν δέ ποτε παρακειμένην νοσοῦντί τινι χρυσῆν φιάλην ἐπειρᾶτο ταύτην κλέπτειν. αἰσθόμενος δὲ ταῦτα ὁ νοσῶν, καὶ βοήσας, «ὦ κάκιστε σὺ,» ἔφη «τί ποιεῖς ἀφαιρῶν τὴν φιάλην;» ὁ δὲ αὐδ’ ὁτιοῦν ἐρυθριάσας ἀντεῖπεν εὐθὺς, «διά σε τόδε ποιῶ, οὐ γὰρ δεῖ σε νοσοῦντα οἶνον πίνειν.»
History 141)
ἦν ποτε ἐν τῇ Σάμῳ ἄνθρωπός τις, ἀστεῖος μὲν, τῆς δὲ γλώσσης ἀκρατής. οὗτος οὖν, διαφερόμενος νεανίσκῳ τινὶ εὐγενεῖ, βιβλίον συνέγραψεν, ἐν ᾧ ἐκεῖνον κακοῖς πολλοῖς ῥήμασιν ὠνείδισεν. πυθόμενος δὲ ταῦτα ὁ νεανίσκος, καὶ τὸ πρᾶγμα βαρέως φέρων, ἐν νῷ εἶχε τιμωρίαν τινὰ λαμβάνειν. καὶ ἐπιτυχὼν ἐπὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐν τῇ ἀγορᾷ, χαλεπῶς αὐτὸν μετεχείρισε βακτηρίᾳ ῥαπίζων, καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν τὸ λοιπὸν ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης λοιδορίας. ἀποτρέχων οὖν ἐκεῖνος ὡς τοὺς ἄρχοντας, δίκας τούτων ᾔτει. οἱ δὲ ἔσκωπτον αὐτὸν, λέγοντες, «ὦ ἄνθρωπε, ποίων δικῶν χρῄζεις ; ἐκεῖνα γὰρ γράψας ἄξιος ἦσθα ῥαπίζεσθαι· ὥστε τό σοι προσῆκον ἤδη ἔχεις.»
History 142)
ἐπανελθὼν ἐκ τῆς Λακωνικῆς ὁ Ἐπαμεινώνδας δίκην θανάτου ἔφευγε. κατηγόρουν γὰρ αὐτοῦ τινὲς τῶν Θηβαίων, ὡς, ἀποδειχθεὶς εἰς ἕνα μόνον ἐνιαυτὸν στρατηγὸς, ἔμεινεν ἐν τῇ ἀρχῃ ἄλλους τρεῖς μῆνας παρὰ τὸν νόμον. παρελθὼν οὖν εἰς τὸ δικαστήριον, ἔφη ὅτι οἱ μὲν νόμοι λόγοι εἰσὶ, τὰ δὲ ἑαυτοῦ ἔργα πλέονος ἄξιά ἐστιν ἢ πάντες λόγοι. «εἰ δὲ μὴ,» ἔφη «ταῦτα καὶ ὑμῖν δοκεῖ, ἕτοιμός εἰμι ἤδη ἀποθανεῖν. ἀξιῶ δὲ ὑμᾶς ἐν τῇ ἐμῇ στήλῃ ἐπιγράφειν, ὡς ἀπέκτειναν οἱ Θηβαῖοι τὸν Ἐπαμεινώνδαν, ὅτι ἠνάγκασεν αὐτοὺς ἀποδοῦναι ἐλευθερίαν τοῖς Ἕλλησι, καὶ δηῶσαι τὴν Λακωνικὴν διὰ πεντακοσίων ἐτῶν ἀδῄωτον οὖσαν.»
History 143)
ὁ μὲν οὖν Ἐπαμεινώνδας τοσαῦτα εἶπεν. ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ τὴν ἀπολογίαν οἱ περιεστῶτες πάντες ἐπεθορύβουν, τῶν δὲ κατηγόρων οὐδεὶς ἔτι ἐτόλμα πρὸς ταῦτα οὐδὲν ἀντειπεῖν. εὐθὺς οὖν οἱ δικασταὶ αὐτὸν ἀπέλυσαν, ὡς ποιήσαντα μὲν παράνομα, ἄξιον δὲ οὐκ ὄντα διὰ ταῦτα κολάζεσθαι. ἐπανελθὼν δὲ ἐκεῖνος ἐκ τοῦ δικαστηρίου εἶδε κυνίδιόν τι, ὅπερ οἴκοι ἔτρεφε, πρόστρεχον πρὸς αὐτὸν, καὶ σαῖδον. αἰσθόμενος οὖν ταῦτα εἶπε πρὸς τοὺς παρόντας, «οὗτος μὲν ὁ κύων ἀποδίδωςί μοι χάριν τῶν πρὶν εὐεργεσιῶν. οἱ δὲ Θηβαῖοι οὐχ ὅμοια δρῶσιν, ἀλλὰ κατηγοροῦσί μου ἐν τοῖς δικαστηρίοις. καίτοι πολλάκις καὶ ἐκεῖνοι ὑπ’ ἐμοῦ εὖ πεπόνθασιν.»
History 144)
κάπηλοι δύο ἀγγεῖον οἴνου κοινῇ ἐπρίαντο ὀβολῶν εἴκοσι. τοῦτο οὖν ἐβουλεύοντο φέρειν μεθ’ ἑαυτῶν εἰς τὰ Ὀλύμπια, ἵνα καπηλεύωσι τὸν οἶνον τοῖς ἐκεῖ θεαταῖς. ἐπειδὴ δὲ εἴκοσι κυάθους τὸ ἀγγεῖον ἐχώρει, ἔδοξεν αὐτοῖς αἰτεῖν παρὰ τῶν ὠνουμένων καθ’ ἕκαστον κύαθον δύο ὀβολούς. δῆλον γὰρ ἦν, ὅτι εἰ ταῦτα ποιοῖεν, κερδαίνοιεν ἂν ἀπὸ τοῦ πράγματος ὀβολοὺς εἴκοσι.
ὅτε δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἦσαν, ὁ ἕτερος τῶν ἀνθρώπων ἐδίψησεν. ἔφη οὖν δώσειν τῷ φίλῳ τέσσαρας ὀβολούς, ἐφ’ ᾧ ἐξεῖναι αὐτῷ, κύαθον ἕνα αἱρεῖσθαι τοῦ οἴνου. «οὕτως γὰρ,» ἔφη, «ἀπαλλαχθήσομαι μὲν ἐγὼ τῆς δίψης, κερδανεῖς δὲ σὺ τρεῖς ὀβολούς.»
History 145)
ἐπὶ τούτοις οὖν ὁ ἕτερος ὠμολόγησε, καὶ δεξάμενος τοὺς ὀβολοὺς, τὸν οἶνον ἐκείνῳ ἔδωκεν. ὕστερον δὲ οὐ πολὺ, διψήσας καὶ οὗτος ἐπεθύμησε τοῦ οἴνου. ἀπεδίδου οὖν τῷ φίλῳ τὸ ἀργύριον, ὅπερ ἄρτι ἔλαβε, λέγων ὅτι βούλεται καὶ αὐτὸς τεσσάρων ὀβολῶν κύαθον οἴνου τρίασθαι, οὕτως δὲ ἔφη καὶ ἐκεῖνον κερδαίνειν ἂν τρεῖς ὀβολούς. μετὰ δὲ ταῦτα οὐχ ἧσσον διψῶντες οἱ ἄνθρωποι πολλάκις ἀμφότεροι τὸ αὐτὸ ἐποίουν· ὥστε τέλος ὁ οἶνος ἐξέλιπε. αἰσθόμενοι οὖν ταῦτα ἐθαύμαζον· ἐπεὶ δῆλος ἦν ἑκάτερος τρεῖς ὀβολούς πολλάκις κερδάνας, ἀλλ’ ὅμως λογιζόμενοι εὗρον οὐδέτερον ἔχοντα ὀβολοὺς πλείους, ἢν ὅσους ἔχων ἀφωρμήθη.
History 146)
Καρχηδόνιός τις ἦν ὁ Ἄννων, ἦλθε δὲ ἐπὶ τοσοῦτον ὑπερηφανίας, ὥστε ἠξίου τέλος μηκέτι θνητὸς νομίζεσθαι ἀλλὰ θεός. βουλόμενος δὲ τὴν φήμην ταάτην περὶ ἑαυτοῦ διὰ πάσης τῆς Λιβύης κατασπείρειν, ἐμηχανήσατο τοιάδε. ὄρνιθας πολλοὺς ᾠδικοὺς πριάμενος, ἔτρεφεν αὐτοὺς ἐν σκότῳ, καὶ ἓν τόδε μόνον ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγειν, «θεός ἐστιν Ἄννων.» ἐπειδὴ δὲ ἐκεῖνοι, μίαν ταύτην φωνὴν ἀεὶ ἀκούοντες, ἐγκρατεῖς αὐτῆς ἐγένοντο, ἀφῆκεν αὐτοὺς ὁ Ἄννων, καὶ ἐπέτοντο ἄλλος ἄλλοσε. γευσάμενοι δὲ ἤδη τῆς ἐλευθερίας, καὶ ἐς τὰ σύντροφα ἤθη πάλιν τραπόμενοι, ᾖδον πάντες τὰ οἰκεῖα ᾄσματα· τοῦ δὲ Ἄννωνος, καὶ τῶν ὑπ’ ἐκείνου διδαχθέντων, ὅλως ἐπελάθοντο.
History 147)
ἔμπορός τις, περιπατῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ, ἔλαθεν ἑαυτὸν ἀφεὶς κατὰ τύχην ἐκ τοῦ κόλπου βαλλάντιον ἀργύρου πεπληρωμένον. ἔπειτα δὲ, βουλόμενος πρίασθαί τι, τὸ δὲ βαλλάντιον οὐχ εὑρὼν, διὰ ταῦτα ἐς ἀπορίαν πολλὴν κατέστη. ἐποιεῖτο οὖν κήρυγμα ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὡς, εἴ τις τὸ βαλλάντιον εὑρὼν ἀποδώσει, λήψεται οὗτος παρ’ ἑαυτοῦ πεντήκοντα δραχμάς. ἀκούσας δὲ τὸ κηρυχθὲν πένης τις, καὶ ζήτησιν ποιησάμενος τῆς ἀγορᾶς, εὗρέ τε τὸ βαλλάντιον, καὶ, ἀποδοὺς αὐτὸ, ἠξίου τὸν μισθὸν κομίζεσθαι. ὁ δὲ ἔμπορος, - ἦν γὰρ (ὡς ἔοικεν) ἄδικος ἄνθρωπος καὶ φιλάργυρος, - ἐχάρη μὲν τὸ βαλλάντιον ἀναλαβὼν, τὸν δὲ μισθὸν ἀποτῖσαι οὐκ ἐβούλετο.
History 148)
ἐπαινέσας οὖν τὸν πένητα, ἔφη δώσειν τὰς δραχμὰς, ἀλλὰ δεῖν σκέψασθαι πρῶτον, εἰ ἔνεστιν ἔτι ἐν τῷ βαλλαντίῳ πάντα, ὅσα ἐν αὐτῷ τότε ἦν, ὅτε ἀπεβλήθη. σκεψάμενος δὲ, «τὰ μὲν ἄλλα,» ἔφη, «ἐντόντα ἔτι εὑρίσκω. ἦν δὲ ἐν τῷ βαλλαντίῳ λίθος τις, σάπφειρος πολυτελής· δεῖ σε οὖν ἀποδοῦναι καὶ ταῦτην, ἔπειτα δὲ τὰς δραχμὰς λήψει κατὰ τὸ κηρυχθέν.» τοσαῦτα οὖν ὁ μὲν ἔμπορος ἔλεξεν· ὁ δὲ πένης αἰσθόμενος ὅτι ἀπατᾶται, ὠργίσθη τε καὶ ἀντεῖπεν εὐθὺς, «ὦ οὗτος, τί φλυαρεῖς ὧδε; σάπφειρος γὰρ οὐδεμία ἦν ἐν τῷ Βαλλαντίῳ, ἀλλὰ τὰ ἐνόντα ἐν αὐτῷ πάντα ἤδη ἔχεις.»
History 149)
ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ ἔμπορος οὐδὲν ἧσσον διισχυρίζετο, ὡς οὐ δώσει τὸν μισθὸν, ἐὰν μὴ καὶ ἐκεῖνος τὴν σάπφειρον αὖθις ἀποδῷ. πρὸς ταῦτα οὖν ὀργισθεὶς ὁ πένης εἰσάγει τὸν ἔμπορον πρὸς τοὺς ἄρχοντας. ἐγένετο τοινυν ἀνάκρισις, καὶ ὁ μὲν πένης τὸ πρᾶγμα διηγήσατο, λέγων, ὅτι τό τε βαλλάντιον καὶ τὰ ἐνόντα ἐν αὐτῷ πάντα ἀποδέδωκεν. ὁ δὲ ἔμπορος ἔφασκεν αὖ, ὡς ἐνῆν ἐν τῷ βαλλαντίῳ σάπφειρος, καὶ τὰ μὲν ἂλλα ἀποδέδοται, ἐκείνη δὲ οὔ. ἐρωτηθεὶς δὲ ποία τε ἦν ἡ σάμφειρος, καὶ πόθεν αὐτὴν κέκτηται, οὐ διετέλει τὰ αὐτὰ συνεχῶς ἀποκρινόμενος, ἀλλὰ φανερὸς ἦν πᾶσι ψευδῆ λέγων.
History 150)
αἰσθόμενοι δὲ ταῦτα οἱ ἄρχοντες τὸ πρᾶγμα ἔκριναν ὧδε. «σὺ μὲν ἄρα,» ἔφασαν, «ὦ ἔμπορε ἀπέβαλες (ὡς ἔοικε) βαλλάντιον, ἄλλα τε ἐν αὐτῷ ἔχον καὶ σάπφειρον. εὕρηκε δὲ οὗτος βαλλάντιον, ἔχον ἐν αὐτῷ ἄλλα μεν πολλὰ, σάπφειρον δὲ οὐ δῆλον οὖν ὅτι ἕτερον μὲν ἐστιν ἐκεῖνο ὅπερ τότε ἀπέβαλες, ἕτερον δὲ αὖ τόδε ὅπερ οὗτος εὕρηκε δεῖ σε οὖν τόδε μὲν τούτῳ δοῦναι πάλιν, ἴσως δὲ καὶ ἐκεῖνο ἄλλος τίς ποτε εὑρήσει.» καὶ ἐκέλευσαν τὸν πένητα τρεῖς ἡμέρας ἀναμεῖναι, σκεψόμενον εἴ τις ἄλλος τὸ βαλλάντιον προσποιήσετα· μὴ φανέντος δὲ τοῦ τοιούτου, κατέχειν αὐτὸ καὶ μηδενὶ ἀφιέναι.
History 151)
οἱ Ἀθηναῖοι ἔμελλόν ποτε πλεῖν ἐπὶ τὴν Σικελίαν ἐποιοῦντο οὖν κατάλογον τῶν στρατευσομένων, ἦν δὲ ἐν τῷ καταλόγῳ Μέτων ὁ ἀστρονόμος. οὐ μέντοι πρόθυμος ἦν οὗτος ἐξιέναι, ἀλλ’ ἐβούλετο μᾶλλον φιλοσοφεῖν ἐν ταῖς Ἀθήναις, καὶ εἰρηνικὸν βίον ἄγειν. ἦλθεν οὖν πολλάκις πρὸς τοὺς ἄρχοντας, βουλόμενος ἀπαλλάσσεσθαι τῆς στρατείας ταύτης. οἱ δὲ οὐκ ἐπείσθησαν, ἀλλ’ ἔφασαν δεῖν ἕκαστον τῶν πολιτῶν ὑπουργεῖν τῇ πόλει κατὰ τὸ δυνατὸν, ποιεῖν δὲ ἡδέως ὅσα ἂν ἐκείνη κελεύῃ. αἰσθόμενος οὖν ὁ Μέτων ὅτι οὐκ ἀφεθήσεται προσεποιεῖτο μανίαν, καὶ τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν ἔπρησεν. οἱ δὲ ἄρχοντες διὰ ταῦτα ἐξαπατηθέντες ἀφῆκαν αὐτὸν.
History 152)
βασιλεύς τις, αἰσθόμενος τοὺς πολίτας λοιδοροῦντας πολλάκις ἀλλήλους, βουλόμενος δὲ παύειν αὐτοὺς τῆς τοιαύτης αἰσχρολογίας, νόμον ἔθηκεν αὐτοὶς τοιόνδε. ὁπότε τις ἁλοίη διαβάλλων τὸν πλησίον, ἔδει τοῦτον κατιέναι ἐς τὸ δικαστήριον, βαδίζοντα (ὥσπερ ζῶον τετράπουν) ἐπὶ τῶν ποδῶν καὶ τῶν χειρῶν, λέγειν δὲ ἔπειτα τοιάδε, προσκυνήσαντα ἐκεῖνον, ὅνπερ ἔτυχε λοιρήσας, «ὦ δέσποτα ! ἐπειδὴ ἔδοξέ μοι δάκνειν σε, καὶ κυνὶ ἐμαυτὸν ἀφομοιοῦν, ἄξιός εἰμι βαδίζειν τε ὧδε ἐπὶ τεσσάρων σκελῶν, καὶ τὰ ἄλλα πάντα ποιεῖν τε καὶ πάσχειν, ἅπερ καὶ τοῖς κυσὶ προσήκει·» τοσαῦτα δὲ εἰρηκότα ἔδει αὐτὸν ὑλακτεῖν τρὶς, κυνὸς δίκην, καὶ ἀπελαύνεσθαι ἀπὸ τοῦ δικαστηρίου.
History 153)
Λυκοῦργος, εἰς τὴν Σπάρτην καινοὺς νόμους εἰσάγων, οὐκ ἤρεσκε τοῖς πολίταις, ἀλλὰ συστάντες ἐπ’ αὐτὸν ἀθρόοι ἐθορύβουν. ἦν δὲ νεανίσκος τις, ὀνόματι Ἄλκανδρος, ἄλλως μὲν οὐκ ἀφυὴς, ὀξὺς δὲ καὶ θυμοειδής. οὗτος οὖν, ἔχων ἐν τῇ χειρὶ βακτηρίαν, ἐπάταξέ τε τὸν νομοθέτην, καὶ τὸν ὀφθαλμὸν ἐξέκοψεν. ὁ δὲ Λυκοῦργος τῷ μὲν πάθει οὐδαμῶς ἐνέδωκε, παρελθὼν δὲ εἰς τὸν δῆμον, ἔδειξε σιγῇ τὸ πρόσωπον τετραυματισμένον. αἰδὼς δὲ πολλὴ πάντας ἔσχε, τὸ γὰρ θέαμα ἐλεεινὸν ἦν, ὥστε αὐτοὶ τῷ Λυκούργῳ τὸν Ἄλκανδρον παρέδοσαν. ὁ δὲ ἐκείνους μὲν ἐπαινέσας ἀφῆκε, τὸν δὲ Ἄλκανδρον εἰς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν ἀπήγαγεν.
History 154)
ἀφικόμενος δ’ οὖν εἰς τὴν οἰκίαν, ὁ μὲν νεανίσκος ὤετο δεθήσεσθαι εὐθὺς ἐπὶ θανάτῳ. ὁ δὲ Λυκοῦργος οὔτε ἐποίησεν αὐτὸν κακὸν οὐδὲν, οὔτε εἶπεν, ἀλλ’ ἑτέραν τινὰ κόλασιν ἐπενόησεν. ἀπαλλάξας γὰρ τοὺς συνήθεις οἰκέτας πάντας, ἐκέλευσε τὸν Ἄλκανδρον παραμένειν αὐτῷ καὶ ὑπηρετεῖν. ὁ δὲ θαυμάσας ἐποίησε τὰ προστασσόμενα σιωπῇ. ἐπὶ μακρὸν οὖν χρόνον διετέλει τῷ λυκούργῳ παραμένων· ὁρῶν δὲ αὐτοῦ τὴν μὲν δίαιταν αὐστηρὰν οὖσαν, τὸ δὲ ἦθος πάνυ ἥμερον καὶ πρᾶον, πρὸς ταῦτα εἰς μετάνοιαν πολλὴν ἔπεσε. τέλος δὲ λυθεὶς τῆς διακονίας ταύτης ἀπῆλθε πάλιν οἰκάδε, καὶ τὸ λοιπὸν ἀεὶ τῷ Λυκούργῳ ἑκὼν ἐπειθάρχει. οὕτως οὖν ἐκεῖνος ἐκολάσθη, ἄλλο μὲν οὐδὲν πάσχων, ἐκ δὲ αὐθάδους καὶ ἄφρονος νεανίσκου σωφρονέστατος ἀνὴρ γενόμενος.
History 155)
εἰώθει ὁ θεὸς Διόνυσος, διελθὼν τὰς πόλεις τῶν τε Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων, θείαν τινὰ μανίαν ταῖς γυναιξὶν ἐμβάλλειν, ὥστε ἔδει αὐτὰς καταλιπεῖν τὰς οἰκίας, ἐξιούσας δὲ εἰς τὰ ὄρη χορεύειν ἐκεῖ καὶ βακχεύειν. ἀφικόμενος οὖν ἐς Θήβας τὰ αὐτὰ καὶ ἐκεῖ ἐποίει. αἰσθόμενος δὲ ταῦτα Πενθεὺς ὁ τῶν Θηβαίων βασιλεὺς τὸ πρᾶγμα βαρέως ἔφερεν. ἐβούλετο οὖν καθεῖρξαι τὸν θεὸν· ὁ δὲ, διαρρήξας τοὺς δεσμοὺς, τὰς γυναῖκας αὖθις ἐξήγαγεν. ἀπορῶν οὖν πρὸς ταῦτα ὁ Πενθεὺς ἦλθε καὶ αὐτὸς εἰς τὰ ὄρη κατάσκοπος. αἱ δὲ γυναῖκες, ἰδοῦσαι αὐτὸν καὶ μανεῖσαι, διέσπασαν αὐτὸν κατὰ μέλη· ἐνόμισαν γὰρ αὐτὸν εἶναι θηρίον.
History 156)
οἱ Συβαρῖται ἐλέγοντο πάντων τῶν Ἑλλήνων τρυφερώτατοι εἶναι. τούτων οὖν τις, ἐς τὴν Λακεδαίμονα τύχῃ παραγενόμενος, ἐξενίζετο ὑπό τινος τῶν ἐπιχωρίων. ἐκλήθη δὲ καὶ ἐς τὸ φειδίτιον, καὶ ἐδείπνησε μετὰ τῶν πολιτῶν, κατακείμενος (ὥσπερ οἱ ἄλλοι) ἐπὶ ξύλων, καὶ τὸν μέλανα ζωμὸν ἐσθίων. μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον ἀναστὰς εἶπεν, «ὦ ξένε Λακεδαιμόνιε, πολλάκις μὲν ἤδη πολλῶν ἀκήκοα λεγόντων, ὡς ἀνδρειότατοι πάντων ἀνθρώπων ὑμεῖς ἐστε, ἐπεὶ οὐδὲ ὁ θάνατος ὑμῖν δοκεῖ εἶναι φοβερός. νῦν δὲ, τῆς ὑμετέρας διαίτης γευσάμενος, τοῦτο ὑμῶν οὐ θυμάζω. καὶ γὰρ ἄνανδρός τις αἱποῖτο ἂν μᾶλλον ἀποθανεῖν, ἢ διακαρτερεῖν ἀεὶ τὰ τοιαῦτα δεῖπνα ὑπομένων !»
History 157)
ἄνθρωπός τις οὕτω σοφιστικὸς ἦν, ὥστε, ἐρωτηθείς τι, οὐδέοτε ἁπλῶς ἀπεκρίνετο· ἀλλ’ ἐπειρᾶτο ἀεὶ καθιστάναι ἐς ἀπορίαν τὸν ἐρωτῶντα καὶ ἐλέγχειν.
ἔτυχε δέ ποτε τύμβον τινὰ οἰκοδομῶν, καὶ προσελθὼν αὐτῷ ξένος τις ἠρώτησε, τίνος τὸ μνῆμα εἴη ; σοφιζόμενος οὖν ἐκεῖνος κατὰ τὸ εἰωθὸς ἀντεῖπεν, «ἐμοῦ.» καὶ ὁ ξένος γελάσας, «ὦ ἄνθρωπε,» ἔφη, «τί ληρεῖς ὧδε ; σὺ μὲν γὰρ ζῇς ἔτι, νεκρου δέ τινος δήτου ὁ τύμβος ἐστί.» ὁ δὲ ἄνθρωπος ἀντεῖπεν εὐθὺς, «ἀλλ’, ὦ ξένε, ἕτοιμός εἰμι ἀποφαίνειν σοι, ὅτι ἐμοῦ τὸ μνῆμά ἐστιν. ἐγὼ γὰρ δὴ αὐτὸ ποιῶ. καὶ πᾶν ἒργον ἐκείνον ἐστὶν, ὃς ἂν αὐτὸ ποιῇ.»
History 158)
θαυμάσας δὲ ὁ ξένος ἐπὶ τῇ ἐκείνου φλυρίᾳ, «ἀλλ’, ὦ οὗτος, » ἔφη, «οὐκ ἐκεῖνό γε ἐβουλόμην παρὰ σοῦ μαθεῖν, ἀλλ’ τόδε. εἰπὲ γὰρ μοι, τίς ἀνὴρ ἐν ἐκείνῳ τῷ τύμβῳ ταφήσεται; » «ἀλλ’ οὐδεὶς ἀνὴρ. » ἦ δ’ ὃς ὁ ἄνθρωπος. ἀντεῖπεν οὖν ὁ ξένος, «ἀλλὰ τίς γυνή ;» καὶ ὁ ἄνθρωπος πάλιν ἔφη, ὅτι οὐδὲ γυνή ἐστι τὸ ταφησόμενον. ἀπορήσας οὖν ὁ ξένος ἠρώτα, τί δὴ μέλλοι ποτὲ ἐν τῷ τύβῳ θάπτεσθαι, εἰ μήτε ἀνὴρ, μήτε γυνὴ εἴη; τότε δε βραχύ τι σιωπήσας ὁ ἄνθρωπος ἀντεῖπε τέλος, ὅτι τὸ ταφησόμενον γυνή ποτε ἦν, νῦν μέντοι οὐκέτι ἐστὶν, ἀλλὰ τέθνησκεν.
History 159)
ἔδει Τιμανδρίδαν τὸν Λακεδαιμόνιον ἀποδημεῖν χρόνον τινὰ, καὶ ἐπέτρεψε τῷ υἱῷ, ἐφήβῳ ὄντι, τὴν οἰκίαν πᾶσαν, κελεύων αὐτὸν ταύτην εὖ φυλάσσειν. ὁ μὲν οὖν νεανίσκος τοὐντεῦθεν πολλῇ σπουδῇ ἐποίει τὰ κελευσθέντα, οὐ γὰρ μόνον ἔσωζε τὰ τοῦ πατρὸς χρήματα, ἀλλὰ καὶ ἐποιήσεν, ἀλλ’ ἔφη, «ὦ παῖ, ἔδει σε σώζειν μὲν τὰ ἐμὰ χρήματα, αὐξάνειν δὲ μὴ, ἐπεὶ ἤδη τότε ἱκανὰ ἦν. πρέπει δὲ τῷ ἐλευθέρῳ ἀνδρὶ μὴ τρυφῇ φθείρειν τὴν αὐσίαν, τὰ δὲ περισσεύοντα αὐτῆς ἀναλίσκειν εἰς τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς φίλους, εἶναι δὲ μήτε φιλάργυρον μήτε χρηματοφθορικόν.»
History
History 160)
βασιλεύς τις πόλιν ἐπολιόρκει. στρατηγὸς δέ τις, περισκεψάμενος τὰ τείχη πανταχόθεν, ἔφη δεῖν ὡς τάχιστα προσβολὴν αὐτοῖς ποιεῖσθαι. «οὕτω γὰρ ἀθενῆ ἐστιν.» ἔφη, «ὥστε, ταῦτα ποιοῦντες, τὸ χωρίον αὐτίκα καθέξομεν· ἢν δὲ ἔτι μέλλωμεν, ἀνάγκη ἔσται πέντε ἢ ἓξ ἡμέρας ἐνθάδε ἀναμεῖναι, πρὶν ἂν ταῦτα γένηται.» ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς, ἃ ἐκεῖνος λέγει, ἀντεῖπε τοιάδε· «ἀλλ’ ὦ φίλε, ἢν ποιώμεθα τὴν ἐμβολὴν δηλονότι ἀπολοῦνται πολλοὶ τῶν ὑπ’ ἐμοὶ στρατευομένων. πρὸς ταῦτα οὖν ἀναμείνωμεν, ἢν δέῃ, τὰς ἓξ ἡμέρας ! ἐμοὶ γὰρ εἷς μόνος ἀνὴρ ἀγαθὸς δοκεῖ ἔξιος εἶναι πλέονος, ἢ ἡμέραι εἴκοσιν, ἢ καὶ ἑκατόν.»
History 161)
βασιλεύς τις ἀστεῖος, συγκαλέσας σοφιστὰς πολλοὺς, ἀπόρημά τι αὐτοῖς προὔθηκε τοιόνδε. «ὦ ἄνδρες σοφισταὶ,» φησὶν, «ἀπορίαν τινὰ ἔχω θαυμασίαν ὅσην ! βουλόμενος δὲ λύσιν αὐτῆς εὑρεῖν ἀνθάδε ὑμᾶς συγκέκληκα. τίς γὰρ ὑμῶν ἀγνοεῖ ὅτι ἐάν τις ὑδρίαν ἔχων ὕδατος πλήρη ἔπειτα ἐνθῇ ταύτῃ ἰχθὺν ζῶντα, τὸ ὕδωρ οὐδέποτε ὑπερβήσεται τὸ χείλος, ἀλλ’ ἐν τῷ ἀγγείῳ ἀεὶ μενεῖ; τὴν δὲ αἰτίαν τούτων οὐδεπώποτε οὐδεὶς εὕρηκεν. δεῖ οὖν ὑμᾶς, εἰ ὡς ἀληθῶς σοφοί ἐστε, ἀποδεῖξαι, διὰ τί τάδε οὕτως ἔχει.» ταῦτα δὲ πάνυ σεμνῶς λέξας ὁ βασιλεὺς ἀνύποπτος πᾶσιν ἦν. ἀπελθον οὖν εἰς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν ἕκαστος, ὡς τὸ πρᾶγμα σκεψόμενοι.
History 162)
μετὰ δὲ ταῦτα οἱ σοφισταὶ πάντες πολλὰ μὲν περὶ ὕδατος ἀνεζήτουν, πολλὰ δὲ καὶ περὶ ἰχθύων. ἀλλ’ αὐτοῦ τοῦ πράγματος αὐδεὶς πεῖραν ἐποιεῖτο, εἰ ἀληθῆ ὁ βασιλεὺς εἴρηκεν. οἱ μὲν οὖν ἐλογίσαντο ὡς τύχῃ ταῦτα γίγνεται, οἱ δὲ ὡς φυσικῇ τινὶ ἀνάγκῃ. καὶ βιβλία πολλὰ περὶ τούτων συνέγραψαν, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐπραγματεύοντο. τέλος δὲ ἀνακαλεςάμενος αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς ἐρωτᾷ, εἰ λύσιν τῆς ἀπορίας τις εὕρηκεν; ἁκούσας δὲ ἃ ἕκαστος λέγει, «ἐγὼ δέ γε,» φησὶν, «αἶμαι τὸ αἴτιον τῆς ἀπορίας οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ τὴν ὑμετέραν ἀμαθίαν.» ἅμα δὲ ὑδρίᾳ ἰχθὺν ἐνθεὶς, ἔδειξε πᾶσι τὸ ὕδωρ ὑπερβαῖνον.
History 163)
ἦν ποτε ἐν Συρακούσαις ζωγράφος ἔδοξος, ὀνόματι Μένων. τούτου οὖν ἐδεήθη ζωγράφος ἄλλος εἰς τὴν ἑαυτοῦ οὐκίαν εἰσιέναι, ἔφη γὰρ βαύλεσθαι αὐτὸς γραφήν τινα ἐκείνῳ δεικνύναι, ἥνπερ ἀρτίως ἀποτετέλεκεν. ἀλλ’ αὐχ ἥσθη ὁ Μένων τὴν γραφὴν ἰδὼν, ἦν γὰρ δὴ αἰσχίστη· ὅμως δὲ σιγὴν εἶχεν, ἵνα μὴ ἐκεῖνον λυποῖ. ὁ δὲ ἑτερος πρὀς ταῦτα, οἰόμενος τὸν Μένωνα σιγᾶν διὰ θαῦμα καὶ ἡδονὴν, βαυλόμενος δὲ ἔτι μᾶλλον ὑπ’ ἐκείνου θαυμάζεσθαι, εἶπε σεμνυνόμενος, «ἀλλ’ ὦ φίλε, ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ταύτην γέγραφα.» γελάσας οὖν ὁ Μένων, «θαυμάσια,» ἔφη, «λέγεις. ἐγὼ γὰρ οὐδὲ ἐν πεντήκοντα ἔτεσι δυναίμην ἂν ἀποτελεῖν ἔργον αἴσχιον»
History 164)
ἄνθρωπός τις ἔχων μὲν ἡλικίαν ἦν φιλόπονος, καὶ πρὸς πάντα ἔργα χρήσιμος· καταγηράσας δὲ ἤδη, καὶ οὐκέτι δυνάμενος ἐργασίαν οὐδεμίαν ἐργάζεσθαι, παρὰ τῷ υἱῷ αὐτοῦ καὶ τῇ νυῷ τὴν δίαιταν ἔσχεν. ὡς δὲ γέρων ὢν καὶ ἀσθενὴς, ὁπότε λάβοι τι βορᾶς, τοῦτο οὐ ῥᾳδίως τῷ στόματι ἑνετίθει, ἀλλὰ μεθιεὶς αὐτὸ πίπτειν εἴα, ὥστε ταῦτα ποιῶν πολλάκις μὲν τὴν τράπεζαν, πολλάκις δὲ καὶ τὰ ἑαυτοῦ ἱμάτια ἐμίαινεν. ἰδόντες δὲ οἱ νέοι, οἷα ἐκεῖνος πράττει, ὑπὲρ μέτρον ἠγανάκτησαν οὐδὲ γὰρ σιτεῐσθαι μεθ’ ἑαυτῶν τὸν γέροντα οὐκέτι εἴων· ἐκέλευσαν δὲ αὐτὸν ἐν μυχῷ τινὶ καθήμενον, ἐκεῖ (ἢν βούληται) μιαρὸν εἶναι.
History 165)
τοιαῦτα οὖν λέγοντες οἱ νέοι τὸν γέροντα καθύβριζον. καὶ ἅμα οὐκ ἠξίουν τερπνὸν οὐδὲν βρῶμα αὐτῷ παρατιθέναι, ἀλλὰ μέλανα ζωμὸν καὶ ἄλλα τοιαῦτα εὐτελῆ ἐδέσματα. ὁ δὲ, ἰδὼν αὐτῶν τὴν ἀχαριστίαν, ἐδάκουε μὲν, ἀλλ’ ἐποίει τὰ προστασσόμενα. ἔτι δὲ ἀσθενέστερος γενόμενος οὐδὲ τὸ τρύβλιον κατέχειν ἐδύνατο, ἐξ οὗπερ τὸν ζωμὸν ἔπινεν, ἀλλ’ μεθίει καὶ τοῦτο, ὥστε πεσὸν πολλάκις ἐς γῆν τέλος κατεθραύσθη. ὀργισθέντες οὖν ἔτι μᾶλλον οἱ νέοι, καὶ τῷ γέροντι πολλὰ ὀνειδίσαντες, ξύλινόν τι τρύβλιον ἐπρίαντο οὐδὲ ὀβολοῦ ἄξιον. ἔδει δὲ ἄρα τὸ λοιπὸν τὸν γέροντα τούτῳ τῷ τρυβλίῳ χρῆσθαι μόνῳ, ὁπότε δειπνοποιοῖτο.
History 166)
μετὰ δὲ ταῦτα καθήμενός ποτε ἐν τῷ μυχῷ ὁ γέρων, καὶ τὸν ζωμὸν ἐκ τοῦ τρυβλίου πίνων, εἶδε τὸν ὑϊδοῦν, παιδίον ὂν, πλησίον ἑαυτοῦ παίζοντά. ἔτυχε δὲ ὁ παῖς ξύλα τινὰ ἐν ταῖς χερςὶν ἔχων, ἐξ ὧνπερ σκάφιόν τι ἔπλασσεν. ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ οὐ κατενόησαν αὐτὸν· ἔτυχον γὰρ δειπνοῦντες. καλέσας οὖν τοῦτον ὁ γέρων, «ὦ παῖ,» ἔφη, «τί ποιεῖς ; » ὁ δὲ παῖς εἶπεν ὑπολαβὼν, «ξύλινόν τι τρύβλιον, ὦ πάππε, πλάσσω· ἐξ οὗπερ δεῖ τὸν πατέρα μου καὶ τὴν μητέρα σιτεῖσθαι, ὅταν ἐκεῖνοι μὲν (ὥσπερ σὺ) γηράσωσιν, ἐγὼ δὲ ἐκ παιδὸς ἀνὴρ γένωμαι.»
History 167)
ὁ μὲν οὖν γέρων ἀκούσας τὰ ὑπὸ τοῦ παιδὸς εἰρημένα, καὶ μεμνημένος οἷα κακὰ πάσχει, ἐδάκρυσεν/ αἰσχυνθεὶς, δὲ ἐπὶ τούτοις ὁ πατὴρ τοῦ παιδὸς αὐτός τε βραχύ τι ἐσιώπησε, καὶ ἐσήμηνε τῇ γυναικὶ μηδὲν εἰπεῖν. ἔπειτα δὲ πρὸς τὸν γέροντα σιγῇ προσελθὼν ἐξήγαγέ τε αὐτὸν ἐκ τοῦ μυχοῦ, καὶ ἐκέλευσε μεθ’ ἑαυτοῦ καθῆσθαι δειπνήσοντα. ἅμα δὲ καὶ ᾐτεῖτο παρ’ ἐκείνου συγγνώμην, ἔφη γὰρ μεταμέλεσθαι τῆς πρὶν ἀχαριστίας. καὶ ἐκ τούτου οἱ νέοι κακὸν οὐδὲν εἶπον τῷ γέροντι· οὐδὲ εἰ, τῆς βορᾶς πολλάκις πεσούσης, ἥ τε τράπεζα πᾶσα μιαίνοιτο καὶ τὰ τοῦ γέροντος ἱμάτια.
History 168)
ὁ τῶν Καρχηδονίων στρατηγὸς Ἀννίβας ἡσσήθη ποτὲ ναυμαχίᾳ ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων. φοβούμενος δὲ μὴ διὰ ταῦτα ὑπὸ τῆς γερουσίας τιμωρηθείη, δόλον τινὰ ἐπενόησε τοιόνδε. ἀπέστειλέ τινα τῶν ἑαυτοῦ φίλων ἐς Καρχηδόνα, ἐπιτάξας κρύβδην οἷα χρὴ ποιεῖν. καταπλεύσας οὖν οὗτος ἐς τὴν πόλιν, καὶ πρὸς τὴν γερουσίαν παρελθὼν, ἔλεξε τοιάδε. «πέμπει με, ὦ ἄνδρες, ὁ στρατηγὸς Ἀννίβας, ἐρωτήσοντα ὑμᾶς, εἰ κελεύετε αὐτὸν διακοσίαις ναυςὶ ναυμαχῆσαι πρὸς ἑκατὸν εἴκοσι τῶν πολεμίων.» ἐπειδὴ δὲ ἀνεβόησαν πάντες, λέγοντες ὅτι κελεύουσι· «τοιγαροῦν,» ἔφη «νεναυμάχηκεν ἤδη ὁ Ἀννίβας, καὶ ἥσσηται. ἀξιοῖ μέντοι τῆς αἰτίας ἀπολελύσθαι, ὑμεῖς γὰρ αὐτοὶ ἐκελεύσατε αὐτὸν ναυμαχεῖν.»
History 169)
ὅτι τοίνυν ὁ Σκιπίων γενναῖος ἀνὴρ ἦν, τί ἂν μεῖζον τεκμήριον εὕροι τις, ἢ τόδε ; νικήσας γὰρ Σύφακα τὸν βασιλέα, κακὸν μὲν οὐδὲν αὐτὸν ἐποίησεν. τὸ δὲ πρῶτον, ἰδὼν τὸν ἄνδρα δεδεμένον μετὰ τὴν νίκην, ἐδάκρυσε, λογιζόμενος ὅτι βασιλείαν ὑπὸ πάντων θαυμαζομένην οὗτός ποτε εἶχεν. μετὰ δὲ βραχὺν χρόνον, κρίνας ἀνθρώπινα φρονεῖν ἐν τοῖς εὐτυχήμασιν, ἐπέταξεν αὐτὸν λῦσαι. τέλος δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ σκηνὴν ἐκείνῳ ἀπέδωκε, συνεχώρησε δὲ αὐτῷ ἀκολούθους τε ἔχειν, καὶ τὰ ἄλλα πάντα ὅσα βασιλεῖ πρέπει. τηρῶν δὲ αὐτὸν ἐν τῷ στρατηγίῳ εἱστίασεν.
History 170)
αἴλουρος ἀλώπεκι ἐπιτυχὼν χαίρειν ἐκέλευσε. καὶ διαλόγου τινὸς ἐν αὐτοῖς γενομένου ἡ ἀλώπηξ ἐπὶ τῇ ἑαυτῆς σοφίᾳ ἐσεμνύνετο. «ἐγὼ γὰρ,» ἔφη, «ὦ δαιμόνιε, πλέον ἢ μυρίους δόλους ἔχω, δι’ ὧνπερ τροφὴν τε εὑρίσκω, καὶ τοὺς ἐχθροὺς λανθάνω ἀπατῶν. ἀλλ’ εἰπέ μοι σὺ, πόσων τεχνῶν αὐτὸς ἔμπειρος εἶ ; εὖ γὰρ οἶδ’ ὅτι ταύταις σου ὑπερέχω, ὥσπερ καὶ τῶν ἄλλων θηρίων πάντων.» ἀκούσας δὲ οἷα ἡ ἀλώπηξ λέγει, ὁ αἴλουρος ἀντεῖπεν ἐρυθριάσας, ὅτι τῆς τοιαύτης σοφίας ἄμοιρός ἐστιν, ἀλλὰ μίαν μόνην τέχνην ἐπίσταται. «ὅταν γὰρ,» ἔφη «ἐχθρούς τινας κατανοῶ πλησίον ὄντας, εἰς δένδρον τι ἢ τεῖχος ἀναβαίνων σώζομαι.»
History 171)
ἡ δὲ ἀλώπηξ ἀκούσασα, «νὴ Δία!» ἔφη, «φορτική γε ἡ σὴ σοφία ἐστὶ, καὶ οὐδενὸς ἀξία. ἢν δέ μοί τι παραμένῃς, ταχέως πάντων αἰλούρων σοφώτατος ἔσεί. διδάξω γάρ σε κλέπτειν τε, καὶ τοῦτο ποιοῦντα μηδέποτε φωρᾶσθαι· καὶ τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν πασῶν σοι μεταδώσω ὅσασπερ καὶ αὐτὴ μεμάθηκα.» περιχαρὴς οὖν ἐγένετο ὁ αἴλουρος, καὶ ἑτοῖμος ἦν πάντα ποιεῖν, ἵνα τῆς τοιαύτης σοφίας μετέχῃ. διαλεγόμενοι δὲ περὶ τούτων κυσί τισι καὶ θηρευταῖς ἀπροσδοκήτως ἐπεγένοντο. ὁ δὲ αἴλουρος εὐθὺς εἰς δένδρο ἀναβὰς ἐκέλευσε τὴν ἀλώπεκα τοῖς μυρίοις δόλοις νῦν δὴ χρήσασθαι. ἡ δὲ, ἁλοῦσα ἤδη, ὑπὸ τῶν κυνῶν ἐσπαράσσετο.
History 172)
γεωργοῦ τινὸς ἵππον φὼρ νύκτωρ ἔκλεψε. τέως μὲν οὖν τοῦτον ὁ δεσπότης ἐζήτει, εὑρεῖν δὲ οὐ δυνάμενος ᾔει πρὸς ἄστυ, ἐν νῷ ἔχων ἄλλον ἐκεῖ πρίασθαι. ἀφικόμενος δὲ ἐκεῖσε, καὶ εἰς τὴν ἀγορὰν εἰσελθὼν, εἶδε τὸν ἑαυτοῦ ἵππον τὸν κλεφθέντα ἑστηκότα μετ’ ἄλλων πολλῶν ἐπὶ πωλήσει. αἰσθόμενος δὲ εὐθὺς ἀπάξειν αὐτὸν ἔμελλεν· ὁ δὲ φὼρ οὐκ εἴα, ἔφασκε γὰρ ἑαυτοῦ δὴ τὸν ἵππον εἶναι. ἀντιλέγοντος δὲ τοῦ γεωργοῦ, οὐδὲν ἧσσον ὁ φὼρ διισχυρίζετο, λέγων ὡς θρέψας ἐκ νέον τὸν ἵππον τοῦτον αὐτὸς αὐτὸς πάλαι κέκτηται.
History 173)
ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ γεωργὸς, καὶ τὴν ἀναίδειαν τοῦ ἀνθρώπου θυμάζων, πρῶτον μὲν βραχύ τι ἐσιώπα. ἔπειτα δὲ, βουλόμενος ἐπιδεικνύναι αὐτὸν ψευδῆ, ἐξεῦρε μηχανήν τινα σοφωτάτην, ὅπως ταῦτα γένοιτο. ἦν δὲ ἡ μηχανὴ τοιάδε. κρύψας ὁ γεωργὸς ἀμφοῖν ταῖν χεροῖν τοὺς τοῦ ἵππου ὀφθαλμοὺς τοιάδε ἔλεξεν. «ἀλλ’, ὦ δαιμόνιε, εἰ σὸς δὴ ὁ ἵππος ἐστὶν, σὺ δὲ ἄρα αὐτὸν ἐκ νέου θρέψας ἔχεις, τόδε μοι ὃ ἐρωτήσω πάνυ ῥᾳδίως ἀποκρινεῖ. εἰπὲ γὰρ μοι πότερον τῶν ὀφθαλμῶν ὁ ἵππος τυφλός ἐστιν; » ὁ δὲ φὼρ πρὸς ταῦτα ἐπὶ τινα χρόνον ἠπόρει, ἔφη δὲ τέλος ὅτι τὸν δεξιόν.
History 174)
ἐνταῦθα δὲ ἀνακαλύψας ὁ γεωργὸς τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν ἔδειξεν αὐτὸν ὑγιᾶ ὄντα. ὁ δὲ φὼρ οὐδ’ ὁτιοῦν αἰσχυνθεὶς, «γέλοιόν μου,» ἔφη «τὸ ἁμάρτημά ἐστιν. οὐ γὰρ τὸν δεξιὸν ἐβουλόμην σοι λέγειν, ἀλλὰ τὸν ἀριστερόν.» μεδιάσας οὖν ὁ γεωργὸς κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον εὐθὺς ἔδειξεν, ὅτι οὐδὲ οὗτος τυφλός εστιν. ἰδόντες δὲ ταῦτα οἱ περιστάντες εἰκότως ἐπεθορύβουν. ἐφαίνετο γὰρ πᾶσιν ὁ φὼρ ἐψευσμένος· ὥστε οὐκ ἔχων ὅτι πρὸς ταῦτα ἀντείποι, φοβούμενος δὲ μὴ ἀναγκάζοιτο τῆς κλοπῆς δίκην δοῦναι, ᾤχετο εὐθὺς ἀποδράς. ὁ δὲ γεωργὸς ἐκείνου μὲν ἠμέλησε, τὸν δὲ ἵππον εἰς τὴν ἑαυτοῦ οἰκίαν ἡσυχῆ ἀπήγαγεν.
History 175)
Ξέρξης ἀναρρήξας ποτὲ τὸ μνῆμα ἀρχαίου τινὸς βασιλέως εὗρεν ἐκεῖ ἀγγεῖον ἐλαίου καὶ τὸν νεκρὸν κείμενον ἐν τῷ ἐλαίῳ. τὸ δὲ ἀγγεῖον οὐκ ἐπεπλήρωτο, διέλιπε δὲ τὸ ἔλαιον τέσσαρας μάλιστα δακτύλους ἀπὸ τοῦ χείλους. παρέκειτο δὲ τῷ ἀγγείῳ στήλη βραχεῖα, ἐν ᾗπερ ἐνεγέγραπτο τοιάδε. «ἐὰν ἀνοίξας τις τὸ μνῆμα εἶτα μὴ ἀναπληρώσῃ τὸ ἀγγεῖον, κακόν τι πείσεται ὁ τοιοῦτος.» δείσας οὖν ὁ Ξέρξης ἐκέλευσε τοὺς θεράποντας ἐπιχεῖν πολὺ ἔλαιον εἰς τὸ ἀγγεῖον, ἀλλ’ ὅμως ἐκεῖνο οὐκ ἐπεπλήρωτο. πάλιν οὖν ἐκέλευσεν αὐτοὺς ἐπιχεῖν, ἀλλ’ οὐδὲ τότε οὐδὲν ἤνυτον, τὸ γὰρ ἔλαιον οὐδὲν ἧσσον διέλιπεν ἀπὸ τοῦ χείλους.
History 176)
ἀναλώσας δὲ μάτην ἔλαιον πολὺ ὁ Ξέρξης ἐς ἀπορίαν κατέστη. περίφοβος γὰρ ἦν περὶ τῶμ ἐν τῇ στήλῃ ἐγγεγραμμένων, οὐ μέντοι ἐδύνατο τὸ παράπαν ἀναπληρῶσαι τὸ ἀγγεῖον. ἐκέλευσεν οὖν τοὺς θεράποντας κατακλείειν πάλιν τὸν τύμβον, καὶ ἀπῄει πρός τὰ βασίλεια λυπούμενος. ἡ δὲ στήλη οὐκ ἐψεύσατο λέγουσα δεῖν ἐκεῖνον πάσχειν κακά. ἐπεὶ ὕστερόν γε συναθροίσας ἑβδομήκοντα μυριάδας ἀνθρώπων ἐστράτευσεν ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας, βουλόμενος καταστῆσαι αὐτοὺς ἐς δουλείαν. τέως μὲν οὖν τὰ περὶ τὴν στρατιὰν εὖ προυχώρει, ἔπειτα δὲ ναυμαχίαν ποιησάμενος ἐν τῇ Σαλαμῖνι καὶ ἡσσηθεὶς οἴκαδε κατέφυγεν. ἀποσφαγεὶς δὲ ἐκεῖ ἐν τῇ εὐνῇ ἀπέθανεν.
History 177)
μῶρός τις κρατῆρα κλέψας ἐκ πανδοκείου ἐν αὐτῷ τῷ ἔργῳ ἐφωράθη. διὰ ταῦτα οὖν συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν τοξοτῶν ἀπήχθη πρὸς τοὺς ἄρχοντας. γενόμενος δὲ πλησίον ἤδη τοῦ δικαστηρίου, εἶδεν ἐξιόντα ἄνθρωπόν τινα, γνώριμον ἑαυτῷ ὄντα. καὶ προσδραμὼν εὐθὺς πρὸς τοῦτον διηγήσατο αὐτῷ τὸ πράγμα. ὁ δὲ ἀντεῖπεν, «ὦ φίλε, συνέβη ἀρτίως καὶ ἐμοὶ παραπλησίον τι τούτων πάσχειν. βοῦν γὰρ κλέψας διὰ ταῦτα προσεκλήθην πρὸς τοὺς ἄρχοντας. ἀλλ’ ὅμως κακὸν οὐδὲν ἔπαθον· πλάσας γὰρ γενναῖόν τι ψεῦδος, ἔπεισα αὐτοὺς ὥστε τὴν δίκην διαγράφειν.» βοῶν οὖν ὁ μῶρος, «ὦ φίλτατε,» ἔφη, «τί ποτε ἦν ἐκεῖνο τὸ ψεῦδος ; βούλομαι γὰρ καὶ αὐτὸς, εἰ δυνήσομαι, ὅμοια προφασιζόμενος ἀπολύεσθαι.»
History 178)
ἀντεῖπεν οὖν ἐκεῖνος, ὅτι ἀπχθεὶς πρὸς τοὺς ἄρχοντας ἀτρεμίαν ἔσχεν, ἵνα δοκοῖ ἄδικον μηδὲν ἑαυτῷ συνειδώς. ἱστορηθεὶς δὲ περὶ τοῦ πράγματος, ἔφασκε τὸν βοῦν ἑαυτοῦ εἶναι, ἐκτετροφέναι γὰρ αὐτὸν ἐκ μικροῦ μόσχου. πειθόμενοι δὲ ἄρα αὐτῷ οἱ ἄρχοντες εὐθὺς ἀπεψηφίσαντο. ταῦτα οὖν ἀκούσας ὁ μῶρος ἐγένετο περιχαρὴς, καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ δικαστήριον ἐκάθητο, ὁ δὲ διώκων διεξῄει τὴν αἰτίαν. ἔπειτα δὲ ἐκεῖνος, «ὦ δαιμόνιε, » ἔφη, «τί φλυαρεῖς ὧδε ; εὖ γὰρ δήπου αἶσθα, ὅτι ἐμὸς ὁ κρατήρ ἐστιν, ἐγὼ δὲ ἐκ μικρᾶς κύλικος αὐτὸν ἐξέθρεψα.» ταῦτα δὲ λέγων οὐκ ἔπεισε τοὺς ἄρχοντας, ἀλλὰ κατεψηφίσαντο αὐτοῦ κλοπήν.
History 179)
ὁ τῶν Φοινίκων βασιλεὺς Φάλανθος ὑπ’ Ἰφίκλου τινός ποτε ἐπολιορκεῖτο. πολὺν οὖν χρόνον τούτῳ ἀντεῖχε, τό τε γὰρ χωρίον ἦν ἰσχυρὸν, καὶ τὰ ἐν ὀλιγωρίᾳ τὴν πολιορκίαν. ἅμα δὲ καὶ χρησμός τις ἦν, ὡς οἱ Φοίνικες ἕξουσι τὴν χώραν ἕως ἂν κόρακες γένωνται λευκοί. ἤλπιζεν οὖν εἰκότως οὐδέποτε τοῦτο ἔσεσθαι, ὁ δὲ Ἴφικλος μαθὼν τὸν χρησμὸν ἐμηχανήσατο τοιάδε. θηρεύσας κόρακάς τινας, καὶ γύψῳ ἀλείψας, ἀφῆκεν αὐτοὺς ὥστε πέτεσθαι εἰς τὴν πόλιν. ὶδόντες οὖν τοὺς κόρακας οἱ Φοίνικες ἠθύμησαν, καὶ πόλιν παραδόντες ἐξῆλθον ὑπόσπονδοι.
History 180)
Βοιωτοί τινες ἔτυχόν ποτε διαλεγόμενοι περὶ τοῦ γήρως, ὡς οὐχ ὁμοίως πᾶσιν ἐπέρχεται, ἀλλ’ οἱ μὲν καταγηράσκουσιν ἤδη πρὶν πεντήκοντα ἐτῶν εἶναι, οἱ δὲ αὖ, ἑξήκοντα καὶ ἑβδομήκοντα ἔτη τελέσαντες, δοκοῦσιν φάσκων αὐτὸς ἑορακέναι γέροντά τινα Θηβαῖον, ἔχοντα τὴν τοῦ σώματος ῥώμην τοσαύτην, ὥστε ἐνενήκοντα ἐτῶν ὢν ἐδύνατο πολλὰ στάδια ἄνευ βακτηρίας βαδίζειν. «πρὸς δὲ ταύτοις,» ἔφη, «ὁπότε ἐς νεωτέρων τῇ τοῦ δείπνου τέρψει. εἰ δὲ καὶ πολὺν οἶνον πιὼν τύχοι, οὐδὲν κακὸν ἔπασχεν, ἀλλὰ, μαθυσθέντων τῶν ἄλλων, νήφων μόνος οἴκαδε ἀπῄει.»
History 181)
ἀκουσάντες δὲ τὰ περὶ τοῦ γέροντος, βραχὺ μέν τι πάντες ἐσιώπησαν θαυμάζοντες, μετὰ δὲ ταῦτα ἄλλος τις Βιωτὸς βουλόμενος ἐκεῖνον ὑπερβάλλειν ἔλεξε τοιάδε. «ἀλλ’, ὦ φίλτατε, ὁμολογῶ ὅτι ἐκεῖνα, ἃ σὺ εἴρηκας, ἄξιά ἐστι θαυμάζεσθαι. οὐ μὴν ἀλλὰ τόδε μοι δοκεῖ εἶναι θαυμασιώτερον, ὃ περὶ τοῦ ἐμοῦ πατρὸς ἔχω ὑμῖν εἰπεῖν. καὶ γὰρ ἐκεῖνος, ὅσον χρόνον ἔζη, ἐβάδιζέ τε ἀεὶ ἄνευ βακτηρίας, καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἐποίει, ὅσα περὶ τοῦ γέροντος τοῦ Θηβαίου ὑπὸ σοῦ ἤδη εἴρηται. ἦν δὲ ἂν ἤδη ἐκεῖνος ἑκατὸν μάλιστα ἐτῶν, εἰ ἔτι ἔζη. ἀλλὰ τεσσαράκοντα ἔτη ἐστὶν, ἐξ οὗ τέθνηκεν.»
History 182)
βασιλεύς τις ἄλλως τε φιλόδωρος ἦν, καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς φιλοςόφους. ἀλλ’ οὐκ εὖ ἐπιστάμενος διακρίνειν τοὺς ὡς ἀληθῶς σοφοὺς ὄντας, καὶ τοὺς δοκοῦντας μὲν εἶναι τοιούτους, ὄντας δὲ μὴ, διὰ ταῦτα ὑπ’ ἀλαζόνων πολλάκις ἐξηπατήθη. πρὸς τοῦτον οὖν ποτε προσελθὼν ἀγύρτης τις, καὶ βουλόμενός τι παρ’ αὐτοῦ λαμβάνειν, ἐδίδου αὐτῷ πῶμα, φάσκων ὡς ἐὰν γεύσηταί τις τούτου, ἀθάνατος, εὐθὺς γενήσεται. ὁ δὲ βασιλεὺς δεξάμενος τὸ πῶμα ἔμελλε πίνειν, οἰόμενος τὸν ἄνθρωπον ἀληθῆ λέγειν. αἰσθόμενος δὲ ταῦτα συνετός τις βουλευτὴς, καὶ τὴν κύλικα ἐκ τῆς τοῦ ἀγύρτου χειρὸς ἀπροσδοκήτως ἀναρπάσας, αὐτὸς τοῦ πώματος ἀπεγεύσατο.
History 183)
ἐχαλεπάνθη οὖν εἰκότως ὁ βασιλεὺς, καὶ τοὺς δορυφόρους ἐκέλευσε δῆσαι τὸν βουλευτὴν ἵνα θανατωθείη. ὁ δὲ ἔφη, «ὦ βασιλεῦ, εἰ μὲν ἀληθῆ οὗτος λέγει, οὐ δυνήσει ἐμὲ ἀποκτείνειν, ἐπεὶ γέγευμαι ἤδη τοῦ πώματος· εἰ δὲ μὴ, ὠφέλιμόν σοι τοῦτο πεποίηκα, διὰ γὰρ τὴν ἐμὴν τελευτὴν ἐλεγχθήσεταί σοι οὗτος ὡς βούλεταί σε φενακίζειν. εἰ δὲ βούλει ταῦτα ἀκριβῶς ἐξετάζειν, δεῖ σε πρῶτον μὲν κελεύειν τὸν ἄνθρωπον τοῦδε τοῦ πώματος τὸ λοιπὸν καταπιεῖν, ἔπειτα δὲ κώνειον αὐτῷ δοῦναι εἰς ἀπόπειραν. εἰ γὰρ ἀληθῆ δὴ εἴρηκε, κακὸν οὐδὲν πείσεται ταῦτα δρῶν· εἰ δὲ αὖ ψεύδεται, δίκαιός ἐστιν οὕτω κολάζεσθαι.
History 184)
ὁ μὲν οὖν βουλευτὴς τοσαῦτα εἶπεν, ἀρεσθεὶς δὲ ἄρα τούτοις ὁ βασιλεὺς, καὶ τὸν ἀγύρτην προσκαλεσάμενος, ἐκέλευσεν αὐτὸν δρᾶν οἷα ἐκεῖνος εἴρηκεν. ὁ δὲ οὐκ ἐτόλμα, ἀλλὰ τὸν δήμιον ἰδὼν τρίβοντα ἤδη τὸ κώνειον, ἤλλαξέ τε τὸ χρῶμα, καὶ περίφοβος γενόμενος προσέπεσε πρὸς τὰ τοῦ βασιλέως γόνατα τὴν ὀργὴν παραιτούμενος. «ὁμολογῶ γὰρ,» ἔφη «ὦ βασιλεῦ ὅτι ἐψευσάμην λέγων τὸ πῶμα ἔχειν δύναμιν τοιαύτην. οὐ μέντοι κακὸν οὐδὲν φάρμακον ἐν αὐτῷ ἐστιν, οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν πλὴν ὕδωρ καί τι καὶ οἴνου.» τοσαῦτα οὖν ἀκούσας ὁ βασιλεὺς ἀπέλυσε μὲν τὸν βουλευτὴν, τὸν δὲ ἀγύρτην δήσας ἐκόλασεν.
History 185)
ἐνόμιζον ἐκ παλαιοῦ οἱ Ἀθηναῖοι, ὁπότε φαίνοιτό τις ἐκπρεπέστατα τὴν πόλιν εὐεργετήσας, δεῖπνον τούτῳ καθ’ ἡμέραν παρέχειν ἀπὸ κοινοῦ. καὶ μεγίστη τῶν ἐν τῇ πόλει τιμῶν αὕτη ἦν· ἐκαλεῖτο δὲ τὸ δεῖπνον «σίτησις ἐν Πρυτανείῳ.»
ἦν δέ ἐν ταῖς Ἀθήναις σκυτοτόμος τις χαῦνος καὶ ἠλίθιος. οὗτος οὖν, ἐπιτελέσας κατὰ τύχην τῇ πόλει μικράν τινα λειτουργίαν, ἐπὶ τούτοις τοσοῦτον ἐμεγαλύνετο, ὥστε παριὼν ἐς τὴν ἐκκλησίαν σίτησιν ᾔτει. ἀκούσας δὲ ταῦτα Τίμων τις, καὶ δυσχεράνας τῇ τοῦ ἀνθρώπου ἀναιδείᾳ, «τί δὲ ;» ἔφη, «ἆρα σίτησιν σὺ ἐν Πρυτανείῳ αἰτεῖς, ὃς οὐδὲ ὑσὶν ἐν χοιροκομείῳ ἔξιος εἶ παρασιτεῖν ;»
History 186)
ἀναπηδήσας οὖν αὖθις ὁ σκυτοτόμος ἐβόησε τοιάδε, «ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μαρτύρομαι ὑμᾶς πάντας, ὡς ἀδίκως καὶ ψευδῶς ἐκεῖνα εἴρηται. δέομαι δὲ ὑμῶν μὴ περιορᾶν με ὧδε προπηλακισθέντα. δεινὸν γάρ ἐστιν, εἰ τοὺς τὴν πόλιν εὐεργετήσαντας χαίρων τις λοιδορήσει.» ὁ δὲ Τίμων μεδιάσας μάλα ἡδέως, «νὴ τὸν Δία,» ἔφη, «ὦ ἄνθρωπε, δικαίως γε ἐμοὶ ἐγκαλεῖς ὡς ἀδικηθείς· ἡμάρτηκα γὰρ, (ὡς ἔοικεν), ἐκεῖνα λέγων, ἀξιῶ δὲ ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, συγγνώμην μοι τῆς ἁμαρτίας ἔχειν. ὁμολογῶ γὰρ τὸν σκυτοτόμον τοῦτον, ὡς καὶ αὐτός φησιν, οὐκ ἀνάξιον εἶναι, ἀλλὰ πάντων ἀνθρώπων μάλιστα ἔξιον, ὑσὶν ἐν χοιροκομείῳ παρασιτεῖν.»
History 187)
πλούσιός τις ἄνθρωπος ὀνόματι Χάρης δίκην φεύγων ἐταράχθη. ἠπόρει γὰρ τί ποτε ποιῶν διασωθήσεται, ἐπεὶ ἥ τε κατηγορία ἀληθὴς ἦν, καὶ αὐτὸς οὐκ ἔμπειρος τῆς δικανικῆς λέξεως. ἔπεισεν οὖν ῥήτορά τινα ἔντιμον ὥστε εἰπεῖν ὑπὲρ ἑαυτοῦ παρὰ τοῖς δικασταῖς. τοῦ δὲ ῥήτορος τὸ ἔργον εὖ τελέσαντος, ἴσαι ἐγένοντο αἱ ψῆφοι, καὶ ὁ Χάρης διὰ ταῦτα ἀπελύθη. ἔδοξεν οὖν αὐτῷ χαρίζεσθαί τι τῷ συνηγορήσαντι. ὡς δὲ γλίσχρος καὶ ἀνελεύθερος φύσει ὢν, πολυτελὲς μὲν οὐδὲν ἐδωρήσατο, ἀλλὰ πριάμενος οὐ πολλῶν ὀβολῶν μικρόν τι κεράμιον οἴνου ἔπεμψε δοῦλον λέγοντα τοιάδε. «ὁ Χάρης ἐνεκα τῆς σῆς εὐεργεσίας τοῦτό σοι δωρεῖται.»
History 188)
τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ὁ πλούσιον τὸν ῥήτορα εἶδεν εἰς τὴν ἀγουρὰν τύχῃ καταβαίνοντα. προσελθὼν οὖν αὐτῷ ἤρξατο ἐπὶ τῇ ἑαυτοῦ ἐλευθεριότητι πολλὰ σεμνύνεσθαι. «οἱ μὲν πολλοὶ γὰρ,» ἔφη, «δοκοῦσιν ἑαυτηοῖς εἶναι πάνυ ἐλευθέριοι, ἐάν φαῦλά τινα δῶρα τοῖς φίλοις χαρίζωνται. ἐγὼ δὲ δῆλός εἰμι ἕτερα τούτων φρονῶν. ἐπεὶ καὶ σοὶ ἄρτι βουλόμενός τι χαρίζεσθαι φορτικὸν μὲν οὐδὲν ἔπεμψα, ἀλλ’ οἶνον ἡδύν τε καὶ παλαιόν. ἤδη γὰρ εἴκοσιν ἔτη ἐν τῷ κεραμίῳ μοι κατεσφράγισται.» γέλασας δὲ πρὸς ταῦτα ὁ ῥήτωρ, «θαυμάσια,» ἔφη, «ὦ φίλε, λέγεις, εἰ ὁ οἶνός ἐστι τηλικοῦτος. ἐγὼ γὰρ, ἰδὼν αὐτοῦ τὴν μικρότητα, νεογενῆ εἶναι ᾤμην.»
History 189)
οἱ μὲν πολλοὶ οἴοιντο ἂν ἀδύνατον εἶναι, μὴ προγεγονότος πατρός, παῖδα γίγνεσθαι. ἦν δέ ποτε ἐν Συρακούσαις νεανίσκος τις, ᾧπερ (ὡς ἔοικε) ταῦτα οὐκ ἔδοξεν. λέγεται γὰρ ὡς ἀναλώσας οὗτος χρήματα πολλὰ εἰς τρυφὴν καὶ ἀκολασίαν ἐδυνείσατο παρὰ τραπεζίτου ἄλλα τρία τάλαντα, βουλόμενος καὶ ταῦτα εἰς τὰ αὐτὰ δαπανᾶν. ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἠγανάκτησε, καὶ προσκαλέσας τὸν παῖδα ἤρξατο αὐτὸν νουθετεῖν, λέγων ὡς καταστήσεται ταχέως εἰς πενίαν, ἐὰν διατελῇ δαπανηρὸς ὤν. ἀντεῖπε δὲ ὁ νεανίσκος ὡς αὐτὸς μὲν οὐ πολυδάπανός ἐστιν, ἐκεῖνος δὲ γλίσχρος ἐπεὶ οὐκ ἐᾷ τὸν υἱὸν ζῆν κατὰ τοὺς καλοὺς κἀγαθούς.
History 190)
πρὸς ταῦτα οὖν ὁ πατὴρ εἰκότως ἐλυπήθη, καὶ εἰς δάκρυα πεσὼν, «ὦ παῖ,» ἔφη «ὡς ἀχάριστος εἶ σὺ, καὶ ἀγνώμων! οὐδενὶ γὰρ οὐδεπώποτε πατὴρ ἐγένετο ἐλευθεριώτερος, ἢ ἐγώ σοι.» ὁ δὲ παῖς οὐδ’ ὁτιοῦν αἰσχυνθεὶς ἀντεῖπεν εὐθὺς, «εὖ γε δὴ σὺ ἐμοὶ, ὦ κάκιστε, ταῦτα ἐπιτιμᾷς, δι’ ὅν γε τόδε τὸ χρέος ὀφείλω. εἰ γὰρ χρημάτων ἅλις. εἶχον, οὐκ ἂν ἐκεῖνα ἐδανεισάμην· διὰ δέ σε οὐκ ἔχω. εἰ μὲν γὰρ σὺ μήποτε ἔφυς, τῶν τοῦ πάππου χρημάτων ἦν ἂν ἐγὼ κληρονόμος. νῦν δὲ ἐν μέσῳ σὺ ἐκ περσσοῦ γεγονὼς ἐκείνης τῆς κληρονομίας ἐμὲ ἀδίκως ἀπεστέρηκας.»
History 191)
ἐγένετό ποτε ἐν τῇ Σικελίᾳ μάχη τῶν Ὑβλαίων πρὸς τοὺς Ἰνησσαίους. νικήσαντες δὲ οἱ Ἰνησσαῖοι ἐτρέψαν τε τοὺς πολεμίους, καὶ τροπαῖον ἔστησαν. στρατιώτης δέ τις Ἰνησσαῖος δι’ ἡμέρας ὅλης μαχεσάμενος εἶτα ἐδίψησεν. εὑρὼν δὲ παρὰ νεκρῷ τινὶ ἀσκὸν οἴνου κείμενον ἥσθη τε καὶ πίεσθαι ἔμελλεν. τότε δὲ Ὑβλαῖόν τινα κείμενον κατιδὼν, ὃς ἐν τῇ μάχῃ τραυματισθεὶς μόλις ἤδη ἀνεβιώσκετο, τούτῳ τὸν οἶνον ἐλεήσας ἐδίδου. ἐκεῖνος δὲ, (ἔτυχε γὰρ ἀγνώμων τις ὢν καὶ ἀχάριστος), σπασάμενος λάθρᾳ, ἐγχερίδιον, ὅπερ εἶχεν ὑπὸ μάλης, τὸν εὐεργέτην παίσειν ἔμελλεν. αἰσθόμενος δὲ ὁ Ἰνησσαῖος ἀνεπήδησεν εὐθὺς, καὶ τὸ ἐγχειρίδιον ἐκ τῶν ἐκείνου χειρῶν ἐξέκρουσεν.
History 192)
ὁ μὲν οὖν Ὑβλαῖος ἔκειτο θάνατον προσδοκῶν· στὰς δὲ ὑπὲρ αὐτοῦ ὁ Ἰνησσαῖος, καὶ τὸ ξίφος σπαςάμενος, τιμωρίαν λήψεσθαι ἔμελλεν. ἰδὼν δὲ τὸν ἄνθρωπον δεινῶς τετραυματισμένον, καὶ οὐκέτι οἷόν τε ὄντα ἀμύνεσθαι, μετεστράφη τε ἀπ’ αὐτοῦ, καὶ ἄλλο μὲν αὐδὲν ἐποίησε, τοῦ δὲ οἴνου ἔπιε τὸ ἥμισυ. ἔπειτα δὲ τῷ τραυματισθέντι αὖθις ἐπελθὼν, τοιάδε ἔλεξε. «ὦ δαιμόνιε, εἰ μὲν φιλικῶς τόδε τὸ δῶρον ἐδέξω, ἔδωκα ἄν σοι ὸν ἀσκὸν ὅλον. νῦν δὲ ἐπειδὴ οὐ θέλεις ὑπ’ ἐμοῦ εὐεργετεῖσθαι, ἅλις σοι ἔσται τὸ ἥμισυ.» τοσαῦτα δὲ εἰρηκὼς, καὶ τὸ ξίφος κρυψάμενος, τὸν λοιπὸν τοῦ οἴνου τῷ Ὑβλαίῳ ἔδωκεν.
History 193)
Τίμων, περὶ οὗπερ ἤδη εἴρηται, κατεγόρει ποτὲ παρὰ τοῖς ἄρχουσι στρατηγοῦ τινος, ὡς τὰ τῆς πόλεως προδέδωκε δειλίᾳ. τῶν δὲ μαρτυριῶν οὐχ ἱκανῶν εἶναι δοκουσῶν, ἐκεῖνος ἀπελύθη.
τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἀφικόμενος ὁ στρατηγὸς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Τίμωνος εὗρεν αὐτὸν οὔπω ἐκ κλίνης ἀνεστηκότα, ὄρθρος γὰρ ἦν. ἀλλ’ ὅμως εἰς τὸ δωμάτιον ἐισελθὼν, καὶ τὸν ἄνδρα ἐξεγείρας, «νῦν δὴ,» ἔφη , «πάρεστι σοι μαθεῖν, εἰ ὡς ἀληθῶς δειλός εἰμι. ἥκω γὰρ παρὰ σε δύο ξίφη ἔχων, ὧν δεῖ σε λαβόντα θἄτερον αὐτίκα ἐμοὶ μονομαχεῖν. καὶ ταῦτά γε, οἶμαι ἡδέως δράσεις· εἴπερ, ὡς χθες ἔλεξας, δειλὸς εἶναι σοι δοκῶ.»
History 194)
ἀκούσας οὖν ὁ Τίμων, οἷα ἐκεῖνος λέγει, πρῶτον μέν τι ἐφοβεῖτο, μετά δὲ ταῦτα, σκεψάμενος ὅπως ἄριστα διαφεύξεται τὸν παρόντα κίνδυνον, ἀντεῖπε τοιάδε. «ἀλλ’ ἀρθῶς μὲν ἐκεῖνα εἴρηκας, ποιήσω δ’ οὖν ταῦτα, ὥσπερ σὺ κελεύεις. δεῖ δέ σε, οἶμαι, ἐν τῷ ματαξύ τι ἀναμεῖναι, ἕως ἂν τὸν χιτῶνα περιβάλλωμαι καὶ τό ἱμάτιον. ὁ γὰρ ἀγὼν οὐκ ἐκ τοῦ ἴσου ἡμῖν ἔσται, εἰ γυμνὸς ὢν ἠμφιεσμένῳ σοι μαχοῦμαι.» ἐκέλευσεν οὖν αὐτὸν ὁ στρατηγὸς θαρρεῖν ἕνεκά γε τούτων, καὶ ἀνίστασθαι. «ἐπεὶ ὑπισχνοῦμαί σοι,» φησὶ, «καὶ ὄμνυμι ἀναμενεῖν, ἕως ἂν ἐνδύῃς τὴν ἐσθῆτα, μετὰ δὲ ταῦτα τότε δὴ μαχούμεθα.»
History 195)
ὁ μὲν οὖν στρατηγὸς τοσαῦτα εἶπεν· ὁ δὲ Τίμων πρὸς μὲν τοῦτον ἐν τῷ παρόντι οὐδὲν ἀντεῖπε, καλέσας δὲ πρὸς ἑαυτὸν δοῦλόν τινα κελεύει αὐτὸν ἄριστον κατασκευάζειν αὐτόθι ἐν τῷ δωματίῳ. «σήμερον γὰρ,» ἔφη, «ἐν νῷ ἔχω ἐνθάδε ἀριστοποιεῖσθαι. τὸ δὲ ἱμάτιόν μου καὶ τὸν χιτῶνα εἰστιθείης ἂν ἐς τὴν κίστην, οὐ γὰρ χρείαν αὐτῶν ἐν τῷ παρόντι ἔχω, ἀλλὰ δεῖ με ἐνθάδε γυμνὸν μένειν.» ὁ δὲ δοῦλος, «ὦ δέσποτα, » ἔφη «ἆρ’ ὡς ἀληθῶς ἔμε κελεύεις ταῦτα ποιεῖν ;» «ἔγωγε !» ἦ δ’ ὃς, ὁ Τίμων «φησὶ γὰρ ὁ ἀνὴρ ὅδε μανομαχήσειν ἐμοὶ, ὅταν ἐνδύω τὴν ἐσθῆτα, πρότερον δὲ οὔ.»
History 196)
θαυμάσας οὖν ὁ στρατηγὸς τὸν ἄνδρα ἐπηρώτα, πότε ἄρα τὴν ἐσθῆτα ἐνδύσεται, καὶ ἀναστήσεται ; ὁ δὲ Τίμων, «οὐδέποτε,» ἔφη, «ταῦτα ποιήσω, ἀλλὰ διὰ παντὸς τοῦ βίου κείσομαι ὧδε γυμνός. εὖ γὰρ οἶδα ὅτι τὸν ὅρκον οὐκ ἐπιορκήσεις, βούλομαι δὲ διατελεῖν μᾶλλον ἀεὶ γυμνὸς ὢν, ἢ ἠμφιεσμένος ὑπὸ σοῦ διαφθαρῆναι.» ὁ δὲ στρατηγὸς πρὸς ταῦτα (ἦν γὰρ καὶ αὐτὸς φιλοπαίσμων), οὐκ ἐδύνατο τὸν γέλωτα κατασχεῖν. θαρρεῖν οὖν ἐκέλευσε τὸν ἄνδρα, καὶ τὴν ἐσθῆτα ἐνδύεσθαι, «οὔτε γὰρ γυμνόν σε,» φησὶν, οὔτε ἠμφιεσμένον κακὸν οὐδὲν ποιήσω.» ὁ μὲν οὖν στρατηγὸς τοσαῦτα εἰπὼν ἀπῆλθεν, ὁ δὲ Τίμων τότε δὴ ἀναστὰς ἠριστοποιήσατο.
History 197)
ἀνήρ τις ἐν πανδοκείῳ ποτὲ καθήμενος ἐπιστολὴν ἔγραφεν. ὕστερον δὲ οὐ πολλῷ εἰσελθὼν εἰς τὸν αὐτὸν τόπον. Μιλήσιός τις ἐπεθύμησεν εἰδέναι, τί ὁ ξένος γράφει. παρακαθήμενος οὖν αὐτῷ, καὶ παρὰ τὸν ὦμον αὐτοῦ λάθρᾳ παραβλέψας, πάντα, ῥᾳδίως ἀνέγνω. νοήσας δὲ ἐκεῖνος οἷα ὁ Μιλήσιος ποιεῖ, φανερῶς μὲν οὐδὲν εἶπεν, βουλόμενος δὲ νουθετεῖν τὸν ἄνθρωπον τέλος ἐπέθηκε τῇ ἐπιστολῇ γράψας τοιάδε. «καὶ περὶ μὲν τούτων, ὦ φίλτατε, τοσαῦτα εἰρήσθω· ἄλλα δὲ πολλὰ ἔχω σοι διηγεῖσθαι, ἃ ἀνάγκη ἐστὶν ἐν τῷ παρόντι παραλείπειν. παρακαθῆται γάρ μοι φορτικός τις (ὡς ἔοικεν) ἄνθρωπος, καὶ πάντα ὅσα ἂν γράφω παραβλέψας ἀναγιγνώσκει.»
History 198)
ἀναγνοὺς δὲ καὶ ταῦτα ὁ Μιλήσιος ἐκέλευσε τὸν ξένον μὴ ποιεῖν ἐκεῖνα, ἀλλὰ θαρρεῖν τε καὶ τὰ λοιπὰ διηγεῖσθαι. «ἐγὼ γὰρ,» ἔφη, «οὔτε φορτικός εἰμι ὡς σὺ φὴς, ἀλλ’ εὐγενής τε καὶ καλῶς πεπαιδευμένος, οὔτε ἐκείνων οὐδ’ ὁτιοῦν ἐόρακα, ὧν σὺ ἐν τῇ ἐπιστολῇ γέγραφας. καὶ ἑτοῖμός εἰμι ὀμνύειν σοι ὅρκον μέγαν, ἦ μὴν ταῦτα ἃ λέγω ἀληθῆ εἶναι.» ὁ δὲ ξένος ὑπολαβὼν, «πῶς ἄρα,» ἔφη, «ὦ δαιμόνιε, μεμάθηκας ὅτι φορτικόν σε κέκληκα, ὅς γε τούτων ὧν γέγραφα οὐδ’ ὁτιοῦν ἑόρακας ;» οὕτως οὖν αὐτὸς δι’ ἑαυτοῦ ἐλεγχθεὶς ὁ Μιλήσιος, ὡς ψευδῆ λέγει, γέλωτα πολὶν τοῖς παροῦσι πᾶσι πάρεσχεν.
History 199)
προσέβαλλόν ποτε οἱ Λακεδαιμόνιοι τείχει τινὶ τῶν Ἀθηναίων κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν. ἦν δὲ αὐτοῖς ὁπλιτῶν τε πλήθος ἱκανὸν, καὶ νῆες ἐς τεσσαράκοντα. ἐγένοντο μὲν οὖν πάντες πρόθυμοι τὸ χωρίον ἑλεῖν· πάντων δὲ φανερώτατος Βρασίδας ἦν. ὁρῶν γάρ τινας τῶν κυβερνητῶν φειδομένους τῶν νεῶν, καὶ φοβουμένους ὑπὲρ αὐτῶν μὴ συντρίψωσιν, ἐβόα οὗτος καὶ ἐθάρυνεν αὐτοὺς λέγων τάδε. «ὦ ἄνδρες, τί ποιεῖτε ; οὐ γὰρ πρέπει ξύλων μὲν φείδεσθαι, τοὺς δὲ πολεμίους ἐπιτειχίζοντας ἡμῖν περιορᾶν. ἀλλὰ κελεύω ὑμᾶς ἄνδρας ἀγαθοὺς εἶναι, παντὶ δὲ τρόπῳ ὀκέλλειν καὶ ἀποβαίνειν. δεῖ γὰρ τῶν τε ἀνδρῶν καὶ τοῦ χωρίου κρατῆσαι.»
History 200)
τοσαῦτα οὖν εἰπὼν ὁ Βρασίδας θαυμασίως ὡς πάντας ἐπώτρυνεν, ὥστε οὐκέτι ἔμελλον, ἀλλὰ πρόθυμος ἕκαστος ἐγένετο αὐτὸς πρῶτος ἀποβαίνειν. ὁ δὲ, ἀναγκάσας τὸν ἑαυτοῦ κυβερνήτην τὴν ναῦν ὀκέλλειν, ἐκώρει εὐθὺς ἐπὶ τὴν ἀποβάθραν. καὶ πειρώμενος ἤδη ἀποβαίνειν ἀνεκόπη ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, καὶ τραύματα πολλὰ λαβὼν ἐλιποψύχησεν. ὁ μὲν οὖν ἔκειτο πεσὼν ἐν τῇ νηῒ, ἡ δὲ ἀσπὶς αὐτοῦ κατέπεσεν ἐς τὴν θάλασσαν, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ὕστερον αὐτὴν ἀνελόμενοι ἐχρήσαντο πρὸς τὸ τροπῖον, ὃ ἐκεῖ ἔστησαν. τοιαῦτα τοίνυν ὁ Βρασίδας ἔπαθεν· οἱ δὲ ἄλλοι ἀδύνατοι ἦσαν ἀποβῆναι, χαλεπότητί τε τῶν χωρίων καὶ τῶν Ἀθηναίων οὐδὲν ὑποχωρούντων.
History 201)
ἡ νῆσος Σαλαμὶς ἐν τῷ Σαρωνικῷ κόλπῳ κεῖται, ἀπέχουσα οὐ πολὺ τῆς παραλίας τῆς Ἀττικῆς. αὕτη οὖν ἡ νῆσος πάλαι μὲν ὑπὸ τοῖς Ἀθηναίοις ἦν. ἐπειδὴ δὲ ὑπὸ τῶν Μεγαρέων ἐλήφθη, οἱ Ἀθηναῖοι, πολεμήσαντες περὶ αὐτῆς πόλεμον μακρὸν καὶ δυσχερῆ, ἀπέκαμον. ἔθεντο οὖν νόμον μεδηνὶ ἐξεῖναι μήτε εἰπεῖν αὖθις μήτε γράψαι, ὡς χρὴ τὴν πόλιν ἀντιποιεῖσθαι Σαλαμῖνος. ἐκέλευον δὲ τὴν ζημίαν εἶναι θάνατον, ἤν τις τοῦτο ποιῇ. ὁ δὲ Σόλων, ἔντιμος τότε ὢν ἐν τοῖς Ἀθηναίοις, ἔφερε ταῦτα βαρέως. καὶ περισκοπῶν εἶδε πολλοὺς τῶν νεωτέρων πολέμου μὲν ἐπιθυμοῦντας, ἐπαινεῖν δὲ αὐτὸν οὐ τολμῶντας διὰ τὸν νόμον.
History 202)
προσεποιεῖτο οὖν μαίνεσθαι, καὶ συνθεὶς κρύβδην ἐλεγεῖά τινα ἐμελέτησεν αὐτὰ ὥστε δύνασθαι ἀπὸ στόματος λέγειν, μετὰ δὲ ταῦτα ἐκ τῆς οἰκίας ἐξιὼν ἀνεπήδησεν αἰφνιδίως εἰς τὴν ἀγοριὰν. ὄχλου δὲ πολλοῦ συνελθόντος, ἀναβὰς ἐπὶ λίθον τινὰ, ἐφ’ ᾧπερ οἱ κήρυκες εἰώθεσαν ἵστασθαι, τὰ ἔπη ἐκεῖ διεξῆλθεν. ἀκούσαντες δὲ οἱ νεώτεροι ἐπεθορύβουν· ὥστε λύσαντες τὸν νόμον οἱ πολῖται ἥπτοντο αὖθις τοῦ πολέμου, τὸν δὲ Σόλωνα ἐχειροτόνησαν στρατηγόν. πλεύσας οὖν ὁ Σόλων ἐπὶ ἄκραν τινὰ τῆς Ἀττικῆς, ἐν ᾗ Δημητρὸς νεώς ἐστιν, εὗρεν ἐκεῖ γυναῖκας θυούσας. αἰσθόμενος δὲ, ἔπεμψεν ἄνδρα πιστὸν εἰς Σαλαμῖνα προσποιούμενον αὐτόμολον εἶναι παρὰ τῶν Ἀθηναίων.
History 203)
ἀφικόμενος δὲ ὁ ἄνθρωπος ἐκέλευσε τοὺς Μεγαρεῖς πλεῖν ὅτι τάχιστα ἐπὶ τὴν ἄκραν, εἰ βούλονται λαβεῖν τῶν Ἀθηναίων τὰς πρώτας γυναῖκας. οἱ δὲ πεισθέντες πλοῖον ἔπεμψαν καὶ στρατιώτας. προσιόντος δὲ τοῦ πλοίου ὁ Σόλων ἀπέπεμψε τὰς γυναῖκας, σκευάσας δὲ τοὺς νεωτέρους τῶν στρατιωτῶν γυναικείᾳ στολῇ, ἐκέλευσεν αὐτοὺς λαβόντας ἐγχειρίδια κρυπτὰ παίζειν πρὸς τῇ θαλάσσῃ καὶ χορεύειν. ἐλθόντες οὖν οἱ Μεγαρῆς, καὶ τὰς δὴ γυναῖκας ὁρῶντες, ἐξεπήδων ἐκ τοῦ πλοίου ἁρπάσοντες. προσποιουμένων δὲ ἐκεῖνων φεύγειν, οἱ Μεγαρῆς ἐδίωκον ἀτάκτως. μεταστρεφθέντες οὖν οἱ νεανίσκοι, καὶ τὰ ἐγχειρίδια σπασάμενοι, πάντας ἀπέκτειναν. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι εὐθὺς ἐπιπλεύσαντες κατέσχον τὴν νῆσον.
History 204)
λέγουσι δὲ ἄλλοι τινὲς, ὡς πλεύσας ὁ Σόλων νυκτὸς εἰς τὴν νῆσον ἐν κόλπῳ τινὶ ὡρμίσατο. ἦσαν δὲ ἐν τῇ τῶν Σαλαμινίων πόλει Μεγαρῆς οὐκ ὀλίγοι. οὗτοι οὖν, πυθόμενοι ἐκ φήμης οὐδὲν βέβαιον, ἐστρατοπεδέυσαντό τε ἐξελθόντες, καὶ ναῦν ἅμα ἀπέστειλαν κατάσκοπον. ὁ δὲ Σόλων ἐκράτησέ τε τοῦ πλοίου τούτου, καὶ τοὺς ἐμπλέοντας καθεῖρξεν. ἔπειτα δὲ ἐμβιβάσας εἰς αὐτὸ Ἀθηναίους τινὰς, ἐκέλευσε πλεῖν εἰς τὴν πόλιν, ὡς οἷόν τε μάλιστα κρύπτοντας ἑαυτούς. ἅμα δὲ, ἀναλαβὼν τοὺς ἄλλους Ἀθηναίους, αὐτὸς τοῖς Μεγαρεῦσιν ἐπεφέρετο. μαχομένων δὲ ἔτι, ἀφίκοντο οἱ ἐν τῷ πλοίῳ εἰς τὴν πόλιν, καὶ κατέβαλον αὐτὴν ἀφύλακτον οὖσαν.¬¬¬
History 205)
ἐγένετο ἐν τῷ Δηλίῳ μάχη τῶν Ἀθηναίων πρὸς τοὺς Βοιωτοὺς διὰ τοιαύτας τινὰς αἰτίας. ἀχθόμενοί τινες τῶν Βοιωτοὺς διὰ τοιαύτας τινὰς αἰτίας. ἀχθόμενοί τινες τῶν Βοιωτῶν τῇ ἑαυτῶν πολιτείᾳ ὀλιγαρχικῇ οὔσῃ ἔσπευδον καταστῆσαι ἐν ταῖς πόλεσι δημοκρατίας. διελέχθησαν δὲ περὶ τούτων τοῖς τῶν Ἀθηναίων στρατηγοῖς Ἱπποκράτει καὶ Δημοσθένει, καὶ ἐπηγγέλλοντο παραδώσειν αὐτοῖς τὰς ἐν τῇ Βοιωτίᾳ πόλεις. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἀκούσαντες τὰ ἐπαγγελλόμενα ἀσμένως προσεδέξαντο, καὶ ἕτοιμοι ἦσαν συλλαμβάνειν. ἀναλαβὼν οὖν ὁ Δημοσθένης τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ στρατευμάτος, εἰσέβαλεν αὐτίκα εἰς τὴν Βοιωτίαν, ἐλπίζων ἥξειν ἀπροσδοκήτως, καὶ τὴν χώραν ῥᾳδίως κατασχήσειν. ἀφικόμενος δὲ εὗρε τοὺς Βοιωτοὺς προειδότας τὴν πεῖραν, καὶ ἀπῆλθε διὰ ταῦτα ἄπρακτος.
History 206)
ὁ δὲ Ἱπποκράτης ἀγαγὼν πανδημεὶ τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ τὸ Δήλιον κατέλαβέ τε τὸ χωρίον καὶ ἐτείχισε, φθάσας τὴν ἔφοδον τῶν Βοιωτῶν. τοῦτο δὲ τὸ χωρίον κεῖται πληςίον τῶν ὅρων τῆς Βοιωτίας. τὴν δὲ τῶν Βοιωτῶν στρατηγίαν Παγώνδας τις τότε εἶχεν. οὗτος οὖν μεταπεμψάμενος στρατιώτας ἐξ ἁπασῶν τῶν κατἀ τὴν Βοιωτίαν πόλεων, ἥκει πρὸς τὸ Δήλιον μετὰ πολλῶν στρατιωτῶν. εἶχε γὰρ πεζοὺς μὲν οὐ πολὺ ἐλλείποντας τῶν δισμυρίων, ἱππέας δὲ περὶ χιλίους. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τῷ μὲν πλήθει ὑπερεῖχον τῶν Βοιωτῶν, ἡ δὲ ὅπλισις αὐτῶν ἐνδεεστέρα ἦν. ὡς γὰρ διὰ τάχους συλλεχθέντες, ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως ἀπαράσκευοι.
History 207)
ἐξῃεσαν οὖν ἐς μάχην ἀμφότεροι. οἱ δὲ Βοιωτοὶ ἐτάχθησαν ὧδε, - ἐπὶ μὲν τὸ δεξιὸν κέρας οἱ Θηβαῖοι, ἐπὶ δὲ τὸ εὐώνυμον οἱ Ὀρχομένιοι. τὴν δὲ μέσην φάλαγγα οἰ ἄλλοι Βοιωτοὶ ἀνεπλήρουν. κατέστησαν δὲ ἐν μετώπῳ ἐπίλεκτοι ἄνδρες τριακόσιοι. ἰδόντες δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι ἤρχοντο τὸ ἑαυτῶν στράτευμα διακοσμεῖν. ἔτι δὲ διατασσόμενοι ᾔσθοντο τοὺς πολεμίους ἐπιφερουμένους, καὶ ἠναγκάσθησαν μάχην εὐθὺς συνάπτειν. ἡ δὲ συμβολὴ ἐγένετο ἰσχυρὰ, καὶ οἱ μὲν τῶν Ἀθηναίων ἱππέας λαμπρῶς ἀγωνιζόμενοι ἠνάγκασαν τοὺς ἀντιστάντας ἱππέας φυγεῖν. διαμαχομένων δὲ τῶν πεζῶν, οἱ μὲν Θηβαῖοι ἔτρεψαν τοὺς ἑαυτοῖς ἀντιταχθέντας Ἀθηναίους, οἱ δὲ ἄλλοι Βοιωτοὶ ἡσσώμενοι ἔφευγον.
History 208)
τούτους οὖν οἱ Ἀθηναῖοι ἐδίωξαν. οἱ δὲ Θηβαῖοι, διαφέροντες τῇ τῶν σωμάτων ῥώμῃ, οὐδ’ ὁτιοῦν ὑπεχώρουν, ἀλλ’ ἐπιστρέψαντες, καὶ τοῖς διώκουσιν Ἀθηναίοις ἐπιπεσόντες, φυγεῖν ἠνάγκασα. διὰ δὲ ταῦτα οἱ Θηβαῖοι μεγάλην δόξαν εἰκότως ἀπηνέγκαντο. ἡσσηθέντων γὰρ τῶν ἄλλων Βοιωτῶν, οὗτοι μόνοι τοὺς νικῶντας ἔτρεψαν. τῶν δὲ Ἀθηναίων οἱ μὲν εἰς Ὠρωπὸν κατέφυγον, οἱ δὲ εἰς τὸ Δήλιον, τινὲς δὲ καὶ πρὸς τὴν θάλασσαν ἠπείγοντο, ἔτυχον γὰρ ναῦς τινὰς ἐκεῖ ἔχοντες. ἄλλοι δὲ κατ’ ἄλλους πόπους, ὡς ἔτυχεν ἕκαστος, διεσπάρησαν. ἔπεσον δὲ ἐν τῇ μάχῃ ταύτῃ τῶν μὲν Βοιωτῶν μάλιστα πεντακόσιοι, τῶν δὲ Ἀθηναίων πολλαπλάσιοι τούτων.
History 209)
εἰ μὲν οὖν ἡ νὺξ μὴ προκατέλαβε τὴν δίωξιν, ἀπέθανον ἂν οἱ πλεῖστοι τῶν Ἀθηναίων. αὕτη δὲ ἐν καιρῷ ἐπιγιγνομένη διέσωσε τοὺς φεύγοντας· ὅμως δὲ τὸ τῶν ἀναιρεθέντων πλῆθος τοσοῦτον ἦν, ὥστε οἱ Θηβαῖοι κατέστησαν ἐκ τῆς λείας ἐν τῇ ἀγορᾷ στοὰν μεγάλην, ἐκόσμησαν δὲ αὐτὴν ὰνδριᾶσι χαλκοῖς, τοῖς δὲ ὅπλοις τῶν νεκρῶν καὶ τοῖς σκύλοις ναοὺς πολλοὺς κατεχαλκῶσαν. μετὰ δὲ τὴν μάχην οἱ Βοιωτοὶ προσβολὰς ποιησάμενοι τῷ Δηλίῳ οἱ μὲν πλείους μαχόμενοι ἀπέθανον γενναίως, διακόσιοι δὲ ἑάλωσαν. καταφυγόντες δὲ οἱ λοιποὶ εἰς τὰς ναῦς διεκομίσθησαν οἴκαδε.
History 210)
φησὶν ὁ Θουκυδίδης ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι ταφὰς ποιοῦνται τῶν ἐν τοῖς πολέμοις ἀποθανόντων τρόπῳ τοιῷδε. τὰ μὲν ὀστᾶ συλλέξαντες προτίθενται πρότριτα, σκηνὴν ποιήσαντες. οἱ δὲ οἰκεῖοι τῶν ἀπογενομένων στεφάνους ἐπιφέρουσι, καὶ ὅσα ἂν ἄλλα τις βούληται. ἐπειδὰν δὲ ἡ ἐκφορὰ ᾖ, ἅμαξαι ἄγουσι λάρνακας κυπαρισσίνας, καὶ τὰ ὀστᾶ ἐς ταύτας ἐντιθέασι διαιρεθέντα κατὰ φυλὰς, ἑκάστης γὰρ φυλῆς μία λάρναξ ἐστίν. ἅμα δὲ ἄλλη τις κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη, ἵνα μνημεῖον ἦ τῶν παραλελειμμένων νεκρῶν, οἳ ἄν μὴ εὑπεθῶσιν εἰς ἀναίρεσιν. συνεκφέρουσι δὲ ὅσοι βούλονται καὶ ἀστῶν καὶ ξένων, καὶ αἱ προσήκουσαι γυναῖκες πάρεισιν ἐπὶ τὸν τάφον ὀλοφυρόμεναι.
History 211)
ταῦτα οὖν ποιήσαντες τιθέασι τοὺς νεκροὺς ἐς τὸ δημόσιον σῆμα, ὅ ἐστιν ἐστιν ἐπὶ τοῦ καλλίστου προαστείου τῆς πόλεως. καὶ θάπτουσιν ἀεὶ ἐν τούτῳ τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις πεσόντας, πλήν γε τοὺς ἐν Μαραθῶνι. κοίναντες γὰρ τὴν ἐκείνων ἀρετὴν διαπρετῆ εἶναι οὐκ ἐκόμισαν πάλιν οἴκαδε τοὺς νεκροὺς, ἀλλὰ τὸν τάφον ἐποίησαν ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἐν ᾧπερ καὶ ἀπέθανον.
ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ τοὺς νεκροὺς, σοφός τις καὶ ἔντιμος ἀνὴρ ᾑρημένος ὑπὸ τῆς πόλεως λέγει ἐπ’ αὐτοῖς τὸν πρέποντα ἔπαινον. ἀγορεύει δὲ προελθὼν ἀπὸ τοῦ σήματος ἐπὶ βῆμα ὑψηλὸν πεποιημένον, ὅπως ἀκούηται ὡς ἐπὶ πλεῖστον τοῦ ὁμίλου.
History 212)
Κύλων ἦν ἀνὴρ Ἀθηναῖος, εὐγενής τε καὶ δυνατός· ἐνενικήκει γὰρ ποτε ἐν τῷ Ὁλυμπιακῷ καλουμένῳ ἀγῶνι, καὶ διὰ ταῦτα ὑπὸ πάντων μάλιστα ἐτιμήθη. γεγαμηκὼς δὲ θυγατέρα Θεαγένους τινὸς, ὃς κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον Μεγάρων ἐτυράννευεν, ἐβούλετο καὶ αὐτὸς γίγνεσθαι τύρρανος. ἐπορεύθη οὐν πρὸς τὸ μαντεῖον τὸ ἐν Δελφοῖς, χρησόμενος τῷ Ἀπόλλωνι, εἰ τὸ βούλευμα αὐτῷ προχωρήσει. ἀνεῖλε δὲ ὁ θεὸς, ὅτι γενήσεται ταῦτα, εἰ καταλήψεται τὴν ἀκρόπολιν τῶν Ἀθηναίων ἐν τῇ τοῦ Διὸς μεγίστῃ ἑορτῇ. πρὸς ταῦτα οὖν ὁ Κύλων ἐνόμισε τὰ Ὀλύμπια εἶναι μεγίστην τοῦ Διὸς ἑορτήν. ᾤετο δὲ ταῦτα καὶ ἑαυτῷ μάλιστα προσήκειν, διότι ἐκεῖ νενίκηκεν.
History 213)
ὁ δὲ Κύλων, ὡς ἔοικε, ταῦτα λίαν ἀπερισκέπτως ἐλογίσατο. τὰ γὰρ Ὀλύμπια ἦν μὲν μεγάλη ἑορτή· ἔστι δὲ καὶ ἄλλη τις πανήγυρις τῶν Ἀθηναίων, ἥπερ διαρρήδην καλεῖται «μεγίστη Διὸς ἑορτή.» τὰ γὰρ Διάσια, τὰ ἔξω τῆς πόλεως ποιούμενα, ἐπίκλησιν τοιαύτην ἔχει· οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἐν αὐτοῖς πανδημεὶ θύουσιν. αὕτη οὖν ἦν ἡ ἑορτὴ ἡ ὑπὸ τοῦ θεοῦ λεγομένη. ἐπεχείρησε τοίνυν τῷ ἔργῳ ὁ Κύλων, καὶ τὴν ἀκρόπολιν ἐν τοῖς Ὀλυμπίοις κατέλαβεν. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι αἰσθόμενοι ἐβοήθησαν ἐπ’ αὐτὸν ἐκ τῶν ἀγρῶν πανδημεὶ, καὶ προσκαθεζόμενοι ἐπολιόρκουν. χρόνου δὲ πολλοῦ ἐπιγιγνομένου, οἱ Ἀθηναῖοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρείᾳ ἠθύμησαν.
History 214)
ἀπῆλθον οὖν οἱ πολλοὶ, τοῖς δὲ ἐνέα ἄρχουσιν (οἱ ἔπρασσον τότε τὰ πλεῖστα τῶν πολιτικῶν) ἐπέτρεψαν τὴν τῆς ἀκροπόλεως φυλακήν. ἐκέλευσαν δὲ τούτους πάντα ποιεῖν, ὅσα ἄριστα εἶναι διαγιγνώσκοιεν. οἱ δὲ μετὰ τοῦ Κύλωνος πολιορκούμενοι κακῶς εἶχον σίτου τε καὶ ὕδατος ἀπορίᾳ. ὁ μὲν οὖν Κύλων καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκδιδράσκουσιν. οἱ δὲ ἄλλοι (ὡς ἐπιέζοντο, καί τινες αὐτῶν καὶ ἀπέθνησκον ὑπὸ τοῦ λιμοῦ), καθίζουσιν ἐπὶ τὸν βωμὸν τὸν ἐν τῇ ἀκροπόλει ὡς ἱκέται. οἱ δὲ φύλακες τῶν Ἀθηναίων ἀναστήσαντες αὐτοὺς, ὅπως μὴ ἐν τῷ ἱερῷ ἀποθνήσκοιεν, ὑπισχνοῦνται αὐτοὺς ὅπως μὴ ἐν τῷ ἱερῷ ἀποθνήσκοιεν, ὑπισχνοῦνται μὲν κακὸν μηδὲν ποιήσειν, ἀπαγαγόντες δὲ ὅμως πάντας ἀπέκτειναν.
History 215)
πρῶτος πάντων, ὧν ἴσμεν, ὁ Μίνως ναυτικὸν ἐκήσατο, καὶ ἐκράτησεν ἐπὶ πλεῖστον τῆς Ἑλληνικῆς θαλάσσης. καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ἐβασίλευσε, πολλῶν δὲ αὐτῶν οἰδιστὴς ἐγένετο πρῶτος, τοὺς Κᾶρας ἐξελάσας, καὶ τοὺς ἑαυτοῦ παῖδας ἐγκαταστήσας ἐν αὐταῖς ἡγεμόνας. καθῄρει δὲ οὗτος ἐκ τῆς θαλάσσης τοὺς λῃστὰς, ἐφ’ ὅσον ἐδύνατο· ἵνα ἀτάρακτοι ὄντες οἱ νησιῶται φέροιεν αὐτῷ προσόδους πλείους. οἱ γὰρ Ἕλληνες τὸ πάλαι, ἐπειδὴ ἔρξαντο μᾶλλον περαιοῦσαθαι ναυσὶν ἐπὶ ἀλλήλους, ἐτράποντο πρὸς λῃστείαν. αἱ δὲ τότε πόλεις ἀτείχιστοι ἦσαν αἱ πολλαί. ταύταις οὖν προσπίπτοντες οἱ λῃσταὶ ἥρπαζον αὐτὰς ῥᾳδίως, καὶ τὸν πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῖντο.
History 216)
ἐπὶ γὰρ τῶν πάνυ παλαιῶν ἀθρώπων ἡ λῃστεία οὐ μόνον αἰσχύνην οὐδεμίαν ἔσχεν, ἀλλὰ καὶ δόξαν τινὰ ἔφερεν. ἐν δέ τισι τῶν Ἑλλήνων, ἔτι καὶ ὕστερον, κόσμος ἦν καλῶς τοῦτο δρᾶν. καὶ οἱ παλαοὶ τῶν ποιητῶν τὰ αὐτὰ δηλοῦσιν. ἐν γοῦν τοῖς τοῦ Ὁμήρου ἔπεσιν ὁ Νέστωρ, ξενίζων τὸν Τηλέμαχον, ἀγνοῶν δὲ αὐτὸν, ἐρωτᾷ, εἰ λῃστής ἐστι. καὶ οὔτε ὁ τὰ τοιαῦτα ἐρωτῶν ὀνειδίζει τοὺς ἀπὸ λῃστείας ζῶντας, οὔτε ἐκεῖνος αὖ ἀποκρινόμενος ἀπαξιοῖ τὸ ἔργον. καίτοι ὁ μὲν Νέστωρ γέρων ἦν τιμιώτατος ὲν τῇ Ἑλλάδι· ὁ δὲ Τηλέμαχος νεανίσκος σωφρονέστατος, καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ βασιλεὺς ἦν.
History 217)
οἱ παλαίτατοι τῶν Ἑλλήνων πάντες ἐσιδηροφόρουν. ἡ γὰρ τότε δίαιτα οὔπω ἀσφαλὴς ἦν· ἐπεὶ καὶ οἱ λῃσταὶ προσέπιπτον πολλάκις ταῖς πόλεσι, καὶ αὐτοὶ οἱ πολῖται, ὁπότε διαφοράς τισιν ἔχοιεν, οὐ δίκῃ ἀλλὰ βίᾳ ταύτας διῄρουν. πρῶτοι δὲ οἱ Ἀθηναῖοι καὶ ἄλλοι τινἐς κατέθεντο τὸν σίδηρον, καὶ εἰς ἀνειμένην μᾶλλον δίαιταν μετέστησαν. καὶ αἱ μὲν παλαιαὶ πόλεις τῶν Ἑλλήνων ἀπεῖχον ὅ, τι πλεῖστον ἀπὸ τῆς θαλάσσης, οἱ γὰρ οἰκισταὶ αὐτῶν ἐφοβοῦντο τοὺς λῃστάς. αἱ δὲ νεώτεραι αὖ ἐκτίζοντο πολλάκις ἐπ’ αὐτοῖς τοῖς αἰγιαλοῖς καὶ τοῖς ἰσθμοῖς, ἐμπορίας ἕνεκα. ἡ γὰρ λῃστρικὴ ἤδη τότε ἐπέπαυτο, ὥστε οὐκέτι ἐφοβοῦντο ἐκεῖ οἰκίζωσθαι.
History 218)
Σρατιῶταί τινες τῶν Ἀθηναίων, πλεύσαντες ἐκ Κύπρου ἐς τὸν Νεῖλον, ἐκράτουν τε τοῦ ποταμοῦ καὶ τῆς ἄλλης Αἰγύπτου τὸ πλεῖστον μέρος κατέσχον. ἐβασίλευε δὲ τότε τῶν Περσῶν Ἀρταξέρξης, ἡ δὲ Αἴγυπτος ὑπήκοος τούτων ἦν. ἀκούσας οὖν τὰ γενόμενα, καὶ τὸ πρᾶγμα βαρέως φέρων, ἔπεμψεν ἐς Λακεδαίμονα Μεγάβαζον ἄνδρα Πέρσην, χρήματα ἔχοντα, ὅπως δοὺς ταῦτα πείθοι τοὺς Λακεδαιμονίους ἐσβαλεῖν ἐς τὴν Ἀττικήν. ἤλπιζε γὰρ τοὺς Ἀθηναίους ἀπιέναι αὖθις οἴκαδε ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου, ἢν πύθωνται τὴν πατρίδα φθειρομένην. ἦλθεν οὖν ἐς τὴν Ἑλλάδα ὁ Μεγάβαζος. ὡς δὲ αὐτῷ τὸ πρᾶγμα οὐκ εὖ ἐχώρει, ἐκομίσθη πάλιν ἐς τὴν Ἀσίαν ἄπρακος.
History 219)
μετὰ δὲ ταῦτα πέμπει ὁ Μεγάβαζος ἐς τὴν Αἴγυπτον ἄλλον τινὰ ἄνδρα Πέρσην, Μεγάβυζον τὸν Ζωπύρου, μετὰ στρατιᾶς πολλῆς. ἀφικόμενος οὖν οὗτος ἐξήλασέ τε τοὺς Ἕλληνας ἐκ τῆς χώρας, καὶ τέλος κατέκλεισεν αὐτοὺς ἐς μικρὰν τινα νῆσον· καλεῖται δὲ ἡ νῆσος Προσώπιτις. καὶ ἐπολιόρκει ἐν ταύτῃ τοὺς Ἀθηναίους ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ἓξ, ἀλλ’ οὐ δυνάμενος ἑλεῖν τὸ χωρίον τοιάνδε τινὰ μηχανὴν ἐπινοεῖ. ξηράνας τὸν ποταμὸν, τὸ ὕδωρ ἄλλῃ πορέτρεψεν. ἐγένοντο τοίνυν ἐπὶ τοῦ ξηροῦ αἱ νῆες τῶν Ἀθηναίων, καὶ τὰ πολλὰ τῆς νήσου ἤπειρος. διαβὰς δὲ ὁ Μεγάβυζος εἷλε τὴν νῆσον πεζῇ, καὶ τὰ τῶν Ἑλλήνων πράγματα οὕτω διεφθάρη.
History 220)
οἱ Θάσιοι σύμμαχοί ποτε ἦσαν τῶν Ἀθηναίων. χρόνῳ δὲ ὕτερον ἀπέστησαν αὐτῶν, διαφοράν τινα ἔχοντες περὶ ἐμπορίων καὶ μετάλλων. καὶ ναυσὶ μὲν ἐπὶ Θάσον πλεύσαντες οἱ Ἀθηναῖοι ναυμαχίᾳ ἐκράτησαν, καὶ ἐς τὴν γῆν ἀποβάντες ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν. ἔπεμψαν δὲ ἐπὶ Στρυμόνα (ὃς ποταμός ἐστιν ἐν τῇ ἀντιπέρας Θρᾴκῃ ἀπέχων οὐ πολὺ τῆς Θάσου) μυρίου αἰκήτορας αὐτῶν τε καὶ τῶν συμμάχων· ἐκέλευσαν δὲ αὐτοὺς χωρίον τι οἰκίζειν, ὅπερ ἐκαλεῖτο τότε μὲν Ἐννέα Ὁδοὶ, νῦν δὲ Ἀμφίπολις. τούτου οὖν τοῦ χωρίου οἱ οἰκήτορες ἐκράτησαν, ἔπειτα δὲ προελθόντες ἐς τὴν μεσόγειαν τῆς Θρᾴκης διεφθάρησαν ἐν Δραβήσκῳ ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων.
History 221)
Θάσιοι δὲ νικηθέντες μάχαις καὶ πολιορκούμενοι Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο, ἐκέλευον δὲ ἐπαμῦναι ὡς τάχιστα ἐσναλόντας ὲς τὴν Ἀττικήν. οἱ δὲ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων ποιήσειν ταῦτα, καὶ ἔμελλον· διεκωλύθησαν δὲ διὰ τόδε. σεισμός τις ἐγένετο τῆς γῆς ὥστε πάντας ταραχθῆναί. αἰσθόμενοι δὲ ταῦτα πολλοὶ τῶν τε Εἱλώτων καὶ τῶν περιοίκων ἀπέστησαν. καὶ καταλαβόντες ὄρος ὑψηλὸν τῆς Μεσσηνίας ὀνόματι Ἰθώμην ἔρυμα ἐν αὐτῷ ἐτειχίσαντο. ἔδει δὲ ἄρα τοὺς Λακεδαιμονίους, πρὶν ἀμῦναι τοῖς Θασίοις τοὺς ἐν Ἰθώμῃ πρότερον καταστρέφεσθαι. οὐ γὰρ ἀσφαλὲς ἦν αὐτοῖς πολεμίους μὲν πληςίον καθιδρυμένους περιορᾶν, φίλων δὲ ἕνεκα ἄπωθεν ἄντων στρατείας ἐς τὴν ἀλλοτρίαν ποιεῖσθαι.
History 222)
πρὸς μὲν οὖν τοὺς ἐν Ἰθώμῃ πόλεμος καθειστήκει τοῖς Λακεδαιμονίοις. Θάσιοι δὲ τρίτῳ ἔτει πολιορκούμενοι ὁμολογίαν ἐποιήσαντο τοῖς Ἀθηναίοις, καὶ ὑπέσχοντο τεῖχός τε καθαιρήσειν, καὶ ναῦς παραδώσειν, χρήματα δὲ ὅσα ἔδει ἀποδώσειν αὐτίκα, καὶ τὸ λοιπὸν φόρον ὑποτελέσειν. ἀφίεσαν δὲ τό τε μέταλλον καὶ τὰ ἄλλα ὅσα εἶχον ἐν τῇ ἠπείρῳ. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὡς ἐμηκύνετο αὐτοῖς ὁ πρὸς τοὺς ἐν Ἰθώμῃ πόλεμος ἄλλους τε ἐπεκαλέσαντο συμμάχους καὶ τοὺς Ἀθηναίους. οἱ δὲ ἦλθον πλήθει οὐκ ὀλίγῳ, ἐστρατήγει δὲ αὐτῶν ὁ Κίμων. μάλιστα δὲ αὐτοὺς ἐπεκαλέσαντο οἱ Λακεδαιμόνιοι ὅτι ἐκεῖνοι μὲν ἐδόκουν δυνατοὶ εἶναι τειχομαχεῖν, αὐτοὶ δὲ ἧσσαν.
History 223)
καὶ διαφορὰ πρῶτον Λακεδαιμονίοις καὶ Ἀθηναίοις φανερὰ ἐγένετο ἐκ ταύτης τῆς στρατείας. οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι, ἐπειδὴ τὸ χωρίον βίᾳ οὐχ ἡλίσκετο, μόνους τῶν συμμάχων τοὺς Ἀθηναίους ἀπέπεμψαν. ταῦτα δὲ ἐποίησαν δείσαντες αὐτοὺς, μὴ (ἐὰν παραμείνωσι) ποιήσωσί τι νεώτερον πεισθέντες ὑπὸ τῶν ἐν Ἰθώμῃ. ἡγήσαντο γὰρ αὐτοὺς τολμηρούς τε φύσει εἶναι καὶ ἅμα ἀλλοφύλους οὐ μέντοι ἐδήλωσαν αὐτοῖς τὴν ὑποψίαν ταύτην, ἀλλ’ ἔφασκον ὡς οὐκέτι αὐτῶν οὐδὲν προσδέονταί. ᾔσθοντο δὲ οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι οὐ διὰ ταῦτα ἀποπέμπονται, διὰ δὲ ὑποψίαν τινὰ γενομένην. λυπούμενοι δ’ οὖν καὶ οὐκ ἀξιώσαντες τοῦτο παθεῖν ὑπὸ Λακεδιμονίων διενοοῦντο αὐτίκα τιμωρίαν λαβεῖν.
History 224)
εὐθὺς οὖν ἐπειδὴ ἀνεχώρησαν, οἱ Ἀθηναῖοι ἀφεῖσαν μὲν τὴν συμμαχίαν ἣν εἶχον πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους, τοῖς δὲ ἐκείνων πολεμίοις Ἀργείοις σύμμαχοι ἐγένοντο. τῆς δὲ συμμαχίας ταύτης μετέσχον καὶ οἱ Θεσσαλοὶ. οἱ δὲ ἐν Ἰθώμῃ, ὡς οὐκέτι ἐδύναντο ἀντέχειν, δεκάτῳ ἔτει συνέβησαν πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους, καὶ ἐξῆλθον ἐκ Πελοποννήσου ὑπόσπονδοι. ὑπέσχοντο δὲ μηδέποτε κατιέναι, ἢν δὲ τις ἁλίσκηται τοῦτο ποιήσας δοῦλον ἔσεσθαι τοῦ λαβόντος. ἐξῆλθον δὲ αὐτοὶ καὶ παῖδες καὶ γυναῖκες, οἱ δὲ Ἀθηναῖοι αὐτοὺς ἐδέξαντο κατὰ ἔχθος Λακεδαιμονίων, καὶ κατῴκισαν αὐτοὺς ἐς Ναύπακτον, ἣν ἔτυχον νεωστὶ ᾑρηκότες. ἀποστάντες δὲ τῶν Λακεδαιμονίων καὶ οἱ Μεγαρῆς τοῖς Ἀθηναίοις σύμμαχοι ἐγένοντο.
History 225)
τὸ δὲ αἴτιον τῆς τῶν Μεγαρέων ἀποστάσεως τοιόνδε ἦν. εἶχον διαφοράν τινα περὶ γῆς ὅρων τοῖς Κορινθίοις, συμμάχοις τότε οὖσι τῶν Λακεδαιμονίων, οἱ δὲ Κορίνθιοι διὰ ταῦτα κατεῖχον αὐτοὺς πολέμῳ. προσεχώρησαν οὖν τοῖς Ἀθηναίοις· οἱ δὲ ὠφέλειάν τε ἔπεμψαν, καὶ ᾠκοδόμησαν τοῖς· Μεγαρεῦσι τὰ μακρὰ τείχη τὰ ἀπὸ τῆς πόλες ἐς τὸν λιμένα, καὶ ἔστησαν ἐν αὐτοῖς φρουρὰν. αἰσθόμενοι δὲ ταῦτα οἱ Κορίνθιοι ἤχθοντο, καὶ τὸ πρᾶγμα βαρέως ἔφερον. οὐ μέντοι ἐτόλμων ἐν τῷ παρόντι ποιεῖσθαι πρὸς τὰ τείχη προσβολήν. καὶ ἀπὸ τοῦδε οὐχ ἥκιστα τὸ σφοδρὸν μῖσος τῶν Κορινθίων ἐς τοὺς Ἀθηναίους ἔρξατο πρῶτον γενέσθαι.
History 226)
ἐστασίαζόν ποτε οἱ Κερκυραῖοῖ· ἐφρόνει γὰρ ὁ μὲν δῆμος τὰ τῶν Ἀθηναίων, οἱ δὲ ὀλίγοι αὖ τὰ τῶν Λακεδαιμονίων, οἵπερ τοῖς Ἀθηναίοις πολέμοι τότε ἦσαν. προειστήκει δὲ τοῦ δήμου κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον Πειθίας τις, ἀνὴρ ἔντιμός τε ἐν τῇ πόλει καὶ τοῖς Ἀθηναίοις μάλιστα εὔνους. τοῦτον οὖν τὸν Πειθίαν οἱ ὀλίγοι ἐς δίκην ὑπάγουσι, λέγοντες ὡς πειρᾶται τὴν Κέρκυραν καταδουλοῦν τοῖς Ἀθηναίοις. ὁ δὲ ἀπέφυγέ τε τὴν δίκην ταύτην, καὶ ἐκείνους ἀνθυπήγαγε, φάσκων αὐτοὺς ἱεροσύλους εἶναι, ἐπεὶ χάρακας εἰώθασι τέμνειν ἐκ τοῦ Διὸς τεμένους. καὶ τῷ τοιαῦτα δράσανι ζημία ἐπέκειτο, καθ’ ἑκάστην χάρακα στατήρ.
History 227)
ὀφλόντες δὲ οἱ ὀλίγοι τὴν δίκην ταύτην ἠθύμησαν διὰ πλῆθος τῆς ζημίας. καὶ ἐκαθέζοντο πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκέται, βουλόμενοι μὴ συλλήβδην ἀλλὰ κατὰ μικρὸν ἀποδιδόναι τἀργύριον. πείθει δὲ τὴν πόλιν ὁ Πειθίας (ἐτύγχανε γὰρ βουλευτὴς ὢν), τοῦτο μὲν μὴ συγχωρῆσαι, τῷ δὲ νόμῳ χρήσασθαι. πρὸς ταῦτα οὖν οἱ ὀλίγοι συνίσταντο· καὶ λαβόντες ἐγχειρίδια, καὶ ἐς τὴν βουλὴν ἐξαπιναίως ἐσελθόντες, αὐτὸν τε τὸν Πειθίαν κτείνουσι καὶ ἄλλους τῶν τε βουλευτῶν καὶ ἰδωτῶν ἐς ἑξήκοντα. ἔπειτα δὲ συγκαλέσαντες τοὺς Κερκυραίους εἶπον, ὅτι βέλτιστά ἐστι ταῦτα, νῦν γὰρ δὴ ὑπ’ Ἀθηναίων ἡ πόλις οὐ δουλωθήσεται.
History 228)
μετὰ δὲ ταῦτα ἦλθεν ἐς Κέρκυραν ἐκ Πελοποννήσου τριήρης Κορινθία καὶ πρέσβεις Λακεδαιμόνιοι. ἀφικομένη δὲ ἡ τριήρης τοὺς ὀλίγους ἐθάρσυνε, καὶ ἐπιτίθενται ἐκ τοῦ φανεροῦ τῷ δήμῳ, καὶ μαχόμενοι ἐνίκησαν. ἐπειδὴ δὲ νὺξ ἐγένετο, ὁ μὲν δῆμος ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ μετέωρα τῆς πόλεως καταφεύγει, καὶ συλλεχθεὶς αὐτοῦ ἱδρύθη· οἱ δὲ ὀλίγοι τὴν ἀγορὰν κατέλαβον, οὗπερ οἱ πολλοὶ αὐτῶν ᾤκουν. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἀκροβόλισίς τις ἦν· καὶ ἀμφότεροι περιέπεμπον ἐς τοὺς ἀγροὺς, παρακαλοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς τοὺς δούλους, καὶ ὑπισχνούμενοι ἐλευθερίαν. καὶ οἱ μὲν πολλοὶ τῶν οἰκετῶν συνεμαχέσαντο τῷ δήμῳ· τοῖς δὲ ὀλίγοις παρεγένοντο ἐκ τῆς ἠπείρου ἐπίκουροι ὀκτακόσιοι.
History 229)
διαλιπούσης δὲ ἡμέρας, γίγνεται αὖθις μάχη· καὶ νικᾷ ὁ δῆμος, προέχων ἰσχύϊ τε χωρίων καὶ πλήθει ἀνθρώπων. συνεπελάβοντο δὲ αὐτοῖς τολμηρῶς καὶ αἱ γυναῖκες, βάλλουσαι ἀπὸ τῶν οἰκιῶν τῷ κεράμῳ, καὶ παρὰ φύσιν ὑπομένουσαι τὸν θόρυβον. περὶ δὲ δείλην ὀψίαν τροπὴ τῶν ὀλίγων ἐγένετο, καὶ ἔδεισαν μὴ ὁ δῆμος ἐπελθὼν κρατήσειέ τε τῆς πόλεως αὐτοβοεὶ, καὶ σφᾶς διαφθείρειεν. ἐνέπρησαν οὖν τὰς οἰκίας τὰς περὶ τὴν ἀγορὰν, ὅπως μὴ ᾖ ἔφοδος, φειδόμενοι οὔτε οἰκείας οὔτε ἀλλοτρίας. ὥστε καὶ χρήματα πολλὰ ἐμπόρων κατεκαύθη, καὶ ἡ πόλις ἐκινδύνευσε πᾶσα διαφθαρῆναι, εἰ ἄνεμος τῇ φλογὶ ἐπεγένετο ἐπίφορος ἐς αὐτὴν.
History 230)
τῇ δὲ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ ὁ τῶν Ἀθηναίων στρατηγὸς Νικόστρατος παραγίγνεται βοηθῶν τῷ δήμῳ. εἶχε δὲ μετ’ αὐτοῦ δώδεκα ναῦς, καὶ Μεσσηνίων πεντακοςίους ὁπλίτας. ἀφικόμενος δὲ πείθει ἀμφοτέρους, ὥστε σύμβασιν ποιῆσαι καὶ σπονδὰς πρός τε ἀλλήλους καὶ πρὸς Ἀθηναίους. πράξας δὲ ταῦτα ἔμελλεν ἀποπλεύσεσθαι. ὁ δὲ δῆμος πείθει αὐτὸν καταλιπεῖν σφίσι πέντε ναῦς, ὅπως οἱ ὲναντίοι ἡσυχίαν μᾶλλον ἄγωσιν. ὑπέσχοντο δὲ αὐτῷ ἄλλας πέντε ναῦς ἐκ σφῶν πληρώσαντες συμπέμψεν. καὶ ὁ μὲν συνεχώρησεν, οἱ δὲ, τὰς ναῦς παρασκευάσαντες, έκέλευόν τινας τῶν ὀλίγων ἐς αὐτὰς ἀναβαίνειν. ἐκεῖνοι δὲ δείσαντες μὴ ἀποπεμφθῶσιν ἐς Ἀθήνας καθίζουσιν ἐς ἱερόν τι ἱκέται.
History 231)